Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Αριστεροί χωρίς Αριστερά. Ο κύκλος που κλείνει

του Λεωνίδα Λουλούδη*

Πρόπερσι, ανοιξιάτικα, χάσαμε τον Άγγελο Ελεφάντη, ένα χρόνο μετά έσβησε ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης και τον ακολούθησε, στο τέλος του φετινού καλοκαιριού, μετά από πολύχρονη πάλη με ασθένεια, ο Σπήλιος Παπασπηλιόπουλος. Κατεξοχήν τρία πρόσωπα τα οποία, στη Μεταπολίτευση, με τα γραφτά, τα λόγια και τις πρωτοβουλίες τους πήραν το εφήμερο «πολιτικό» από τα κομματικά και τα δημοσιογραφικά γραφεία και το ανύψωσαν σε διαχρονική περιπέτεια της συλλογικής αυτογνωσίας μας.

Μοιάζει σαν ένα αόρατο χέρι, ο δικός τους θεός, να θέλησε, μέσα σε δυο χρόνια, τον ένα μετά τον άλλον, να τους πάρει από τον κόσμο, αυτόν τον μέγα, και συνάμα από τον μικρόκοσμο της Αριστεράς στον οποίο, ενώ ανήκαν ψυχή τε και σώματι, τους γινόταν, όπως μαρτυρούν τα τελευταία λόγια και τα γραφτά τους, μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότερο ανοίκειος, για να μην πω εχθρικός.

Αν έτσι παρηγορούνται όσοι τους αγαπούσαν και τους θαύμαζαν, συγχρόνως είναι αναγκασμένοι να παραδεχθούν ότι, χωρίς αυτούς, ο δρόμος της Αριστεράς και, ειδικότερα, της ανανεωτικής Αριστεράς, στις άτακτες και συγκεχυμένες γραμμές της οποίας θήτευσαν για πολλές δεκαετίες αλλά κυρίως και πρωταγωνιστικά μετά τη Μεταπολίτευση, απότομα στένεψε και σκοτείνιασε. Όσο και να μας διαβεβαιώνει ένας προοδευτικός οπτιμισμός ότι «κανείς δεν είναι αναντικατάστατος», ελάχιστοι αριστεροί αυτής της συγκεκριμένης Αριστεράς, οι οποίοι συχνά-πυκνά διαφώνησαν συμφωνώντας μαζί τους και το αντίστροφο, αγνοούν πως, στον προβλέψιμο χρόνο, υπάρχουν και κενά δυσαναπλήρωτα.

Το κείμενο που ακολουθεί[1], κομμάτια και θρύψαλα κοινών προσωπικών βιωμάτων και πολιτικών εγχειρημάτων με αυτούς τους ξεχωριστούς ανθρώπους, αποσκοπεί αφενός να λυτρώσει τον συγγραφέα του από την αφόρητη, ώρες-ώρες, παραδοχή της αμετάκλητης απουσίας τους και από την άλλη, να τους αποδώσει, ως τους ασυμβίβαστους, ακαταπόνητους, μανικούς επινοητές της ανεύρετης Αριστεράς, στην οποία κάποτε, κάποιοι, και οι ίδιοι πρώτοι απ’ όλους, πιστέψαμε.

Στον αστερισμό του λαϊκισμού. Μοναχικές αντιστάσεις

Πρωτομπήκα στο διώροφο διατηρητέο της Κέκροπος 2, στην Πλάκα, τον χειμώνα του 1979. Με πήγε ο ιστορικός και συνάδελφος σήμερα στο Πανεπιστήμιο Πέτρος Πιζάνιας που δούλευε, τότε, στον μηνιαίο Πολίτη. Μετά από λίγο, η «ψυχή» του περιοδικού, ο Άγγελος Ελεφάντης, με την προσωπικότητα του οποίου είχα ήδη (και δεν ήμουν ο μόνος) μαγευτεί, μου πρότεινε να γίνω μέλος της Συντακτικής Επιτροπής. Ο Πολίτης ήταν, ήδη, μαζί με το Αντί, του Χρήστου Παπουτσάκη (άλλη σημαντική απώλεια των ημερών) οι δύο «μεγάλες του Γένους Σχολές», κατά τη φράση του ιστορικού της τέχνης καθηγητή Ν. Χατζηνικολάου, για τα αντίστοιχης σημασίας περιοδικά της αντιδικτατορικής παροικίας του Παρισιού, των αριστερών της Μεταπολίτευσης[2]. Μια ματιά στα άλλα ονόματα που συμμετείχαν σε αυτή την ομάδα ή ακόμη και σε εκείνα των τακτικών συνεργατών, με κάνει σήμερα να απορώ για το θράσος μου να αποδεχθώ αυτή την πρό(σ)κληση. Αλλά αυτά ήταν τα (α)ήθη εκείνων των εποχών.

Ο Πολίτης, τότε, είχε ορκισμένους φίλους και εξίσου φανατικούς εχθρούς. Γενικώς ενοχλούσε. Η συχνότερη εναντίον του κατηγορία ήταν «η γλώσσα» που χρησιμοποιούσε. Διέβλεπαν οι επικριτές υπερβολή, αλαζονεία, εστετισμό, ναρκισσισμό. Για όλα αυτά αμυνόμουν σε φίλους και γνωστούς. Τώρα γνωρίζω ότι άλλη ήταν η κύρια αιτία των επικρίσεων. Είχε διαγνωσθεί εγκαίρως και επακριβώς, στο περιεχόμενο αλλά και στο γλωσσικό ήθος του περιοδικού, η προσήλωση στο καθήκον της συντριβής των λαϊκιστικών στερεοτύπων που σύχναζαν αφόρητα στον λεγόμενο, ακριβοδίκαια, «ξύλινο λόγο» της Αριστεράς. Αυτή η ανελέητη ομοβροντία αχρήστευσης του πολυκέφαλου λαϊκιστικού τέρατος, εκ μέρους κυρίως της στενής ομάδας των συνεργατών του περιοδικού, είχε βαθύτατα ενοχλήσει τους «άλλους», τους αντιπάλους, αλλά και τους «δικούς μας», τους συντρόφους που, σαν έτοιμοι από καιρό, συντόνιζαν, εκείνη την κρίσιμη δεκαετία του 1974-1985, το πολιτικό βήμα τους με τη σαρωτική μάζα της «αλλαγής». Ξεχωριστό παράδειγμα αυτής της αποκοτιάς είναι το τεύχος 46 του Σεπτεμβρίου 1981, παραμονές του εκλογικού θριάμβου του ΠΑΣΟΚ της «αλλαγής», που αρχίζει με το εύγλωττης απαξίωσης λακωνικό ερώτημα του Ελεφάντη: «Τι θα ψηφίσεις, σύντροφε;».

Τότε τα πράγματα ήταν καθαρά, ή έτσι τουλάχιστον νομίζαμε. Εμείς που γράφαμε, έτσι όπως γράφαμε, και αυτοί που μας αποδοκίμαζαν γι’ αυτά που γράφαμε, πολύ απλά, διαφωνούσαμε ριζικά σχετικά με τα –κατά τη δική μας άποψη– φληναφήματα της «μεγάλης Αριστεράς», των «δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων», του «αριστερού ΠΑΣΟΚ», του αντιδεξιού μετώπου κ.τ.λ., κ.τ.λ. Ευτυχώς έμεινε το περιοδικό ως μάρτυρας της αληθείας ή του ψέματος της εποχής και μια σούμα των καλύτερων άρθρων του, καλύτερου, κατά τη γνώμη μου, βιβλίου του Ελεφάντη με τον ευρηματικό τίτλο Στον αστερισμό του λαϊκισμού[3].

Παραιτήθηκα από τη Συντακτική Επιτροπή του Πολίτη μετά από κοντά έξι αλησμόνητα χρόνια μαθητείας και συντροφικότητας. Οι παραιτήσεις της μειοψηφίας, στην οποία ανήκα, δημοσιεύτηκαν, μαζί με την απάντηση της Γραμματείας Σύνταξης στο τεύχος 68, το 1986, κάτω από τον τίτλο «Διαφορές στον “Δεκαπενθήμερο”»[4]. Πρώτο όνομα της μειοψηφίας ήταν ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης, ο οποίος ξεκινούσε, από αυτό το σημείο την πολιτική του καριέρα ως ο μέλλων ηγέτης της «άλλης Αριστεράς», για την οποία περισσότερα παρακάτω. Με την ομάδα του είχαμε «διαφορές», ωστόσο, οι σχέσεις παρέμειναν φιλικές και αργότερα συνεργάστηκα αραιά με τον Άγγελο στον Πολίτη και, κυρίως, στα «Ενθέματα» της Αυγής, τα οποία διηύθυνε. Το σημειώνω γιατί δεν είναι διόλου αυτονόητες αυτές οι συμπεριφορές στην καθ’ ημάς Αριστερά.

Δεν είναι εδώ ο χώρος αναλυτικής αναφοράς στις αιτίες της συγκεκριμένης πολιτικής διαφωνίας. Να θυμίσω μόνο ότι αφορούσε διαφορετικές προτάσεις, που συζητήθηκαν στο 4ο Συνέδριο του ΚΚΕ Εσωτερικού ως προς την εξέλιξη του κόμματος. Η μία άποψη είχε συνταχθεί με την προοπτική «μετεξέλιξης» του κόμματος σε έναν νέο ευρύτερο φορέα της ανανεωτικής Αριστεράς, ενώ η άλλη άποψη υποστήριζε την «αναβάθμιση» του ίδιου του κόμματος. Η διαφορά φαντάζει σήμερα μανιχαϊκή, όπως αρμόζει στις χειρότερες παραδόσεις της Αριστεράς, αλλά συνδεόταν με το στρατηγικής σημασίας ζήτημα της υπέρβασης του κομμουνιστικού χαρακτήρα και τίτλου του κόμματος της ανανεωτικής Αριστεράς, στο οποίο, σημειωτέον, όλοι οι παραπάνω διαφωνούντες και μη, ήταν, με την αργκό της εποχής, «ανένταχτοι». Με τους συνυπογράφοντες της μίας άποψης είχαμε ταχθεί, με κάποιες τακτικές διαφοροποιήσεις, στο πλευρό της «μετεξέλιξης». Επιδιώκαμε, για να μιλήσω απερίφραστα, την αποκομμουνιστικοποίηση του «Εσωτερικού».

Νομίζω ότι η συζήτηση περί του δίκιου κάθε πλευράς έχει πια, αν έχει, ιδιαίτερα μετά το «1989», μόνο ιστορικό ενδιαφέρον. Αναφέρθηκα σε αυτή γιατί συνδέεται άμεσα με τη δική μου σχέση με το περιοδικό, στο οποίο άλλωστε, όπως προανέφερα, δεν έπαψα, αν και όλο και πιο αραιά, να αρθρογραφώ. Κάτι δεν ήταν πια το ίδιο μέσα μου. Εξακολουθούσα να αγαπώ και να εκτιμώ το διευθυντή του. Αλλά ο Πολίτης με ενδιέφερε πλέον με την έννοια της νοσταλγίας ενός τετελεσμένου συμβάντος και όχι της σύμπλευσης προς το μέλλον, αυτή την αναπόφευκτη ενστικτώδη εμμονή κάθε αριστερού. Στο βαθμό που οι αιτίες, ή καλύτερα η αιτία, αυτής της προσωπικής αποστασιοποίησης αφορά και ένα γενικότερο φαινόμενο αποστασιοποίησης των αριστερών από την Αριστερά, δυο λόγια παραπάνω δεν είναι, ίσως, περιττά.

Θα φανεί αφελές αλλά είναι αληθινό. Δεν είχα καταλάβει τι τεκταινόταν στα σπλάχνα του Πολίτη, αυτού του κυττάρου αριστερής σκέψης, και η συμβολή του Ελεφάντη σε αυτή την άγνοιά μου ήταν σημαντική. Έχοντας από τα φοιτητικά μου χρόνια σταδιακά διαμορφώσει τη «θεωρία» ότι η σταλινική φρίκη είναι εγγεγραμμένη στον γενετικό κώδικα της κομμουνιστικής επαγγελίας του 19ου και του 20ού αιώνα δεν με απασχολούσε ο «κομμουνισμός» των άλλων αριστερών, εάν δεν ιεραρχείτο ως άμεσος πολιτικός στόχος. Πολύ περισσότερο όταν, μεταξύ αυτών, δεν σπάνιζαν οι διανοούμενοι υψηλής παιδείας και ανάλογης πολιτικής ευαισθησίας. Αυτή ήταν, πάντως, η περίπτωση του στενού κύκλου των συνεργατών του Πολίτη, τότε, και, αδιαμφισβήτητα, του ίδιου του Άγγελου. Μα, θα αναρωτηθεί κάποιος, ο Ελεφάντης δεν έκρυψε ποτέ τον κομμουνισμό του. Ναι, αλλά δεν τον προέτασσε πάντα με την ίδια ένταση. Ήταν ένας, πάνω από όλα, από μόνος του, ένα αστείρευτης παραγωγής εργαστήριο ιδεών. Με τις αμφιβολίες, τα ερωτήματα και τις αδιόρατες, συνήθως, μετακινήσεις του. Δεν μπορώ να πω ότι δεν με εντυπωσίασε αλλά και δεν με εξέπληξε η πρόσφατη πληροφορία ότι τη δεκαετία του 1960, στο Παρίσι, ο Άγγελος «ήθελε πάση θυσία» να μεταφρασθεί και να δημοσιευθεί στο περιοδικό του φοιτητικού συλλόγου Πορεία το βιβλίο του Μαξ Άντλερ για τα εργατικά συμβούλια[5]. Η πρόταση δεν πραγματοποιήθηκε τελικά, λόγω αντιρρήσεων της συντακτικής ομάδας, αλλά, με δεδομένο ότι ειδικά στις μεταφραστικές επιλογές του –συνήθως εξαιρετικής και ευρηματικής εκτέλεσης– ο Άγγελος υπηρετούσε πολύ συγκεκριμένες, βαθύτερης άρδευσης πολιτικές στοχεύσεις, αυτή η θετική στάση απέναντι στον αυστριακό μαρξισμό κάτι έχει να μας πει. Κυρίως, ποιο ήταν, εν τέλει, το είδος του δικού του κομμουνισμού και όχι εκείνου του, κατ’ αυτόν, «άλλου» ο οποίος ηττήθηκε, γιατί εκεί «αντί για έκσταση και πάθος περίσσεψε η νεύρωση και ο μοντερνισμός»[6]

Πάνω απ’ όλα, όμως, υπεύθυνη για την αθωότητα την οποία επικαλούμαι εδώ ήταν η συγκεκριμένη εποχή. Στη Μεταπολίτευση, αυτή την καθυστερημένη και παρατεταμένη, για την Ελλάδα, «δεκαετία του 1960», άνθησαν όλα τα λουλούδια της αριστερής αμφισβήτησης. Στο κέντρο και στην περιφέρεια του λεγόμενου «Εσωτερικού» διατάχθηκαν οργανωμένες και ανοργάνωτες δυνάμεις της Αριστεράς με κοινά γνωρίσματα, κατακτήσεις των πέτρινων χρόνων. Την ανεξαρτησία από το διεθνές κομμουνιστικό κέντρο, την εσωκομματική δημοκρατία, τον δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό και τον ευρωπαϊσμό. Ήταν τόσο λυσσαλέα η αντιμετώπιση αυτής της αποκαλούμενης «ανανεωτικής Αριστεράς» από τις άλλες ελευθεριακές, αριστερίστικες, δογματικές και κεντρώες δυνάμεις, ώστε η ίδια είχε σχεδόν λησμονήσει τις εντός της αντιθέσεις. Ή πάντως κάποιοι, σαν εμένα, τις είχαν πλήρως υποτιμήσει. Γι’ αυτό μίλησα πιο πάνω για μια εποχή αθωότητας. Αθωότητα γιατί πιστεύαμε ότι είχαμε όλοι στρατευθεί σε έναν κοινό στόχο, την ανανέωση της Αριστεράς για έναν δημοκρατικό σοσιαλισμό. Ήταν επόμενο η κρίση του συνολικού πολιτικού συστήματος, και ειδικότερα της βυθιζόμενης στα σκάνδαλα αντιπάλου ελληνικής Κεντροαριστεράς, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, να φέρει στο προσκήνιο και τις λανθάνουσες βαθύτερες αντιθέσεις της ανανεωτικής Αριστεράς. Όχι πια σαν αντιπολιτευόμενες τάσεις αλλά με το πάθος και την προοπτική μιας νέας διάσπασης. Ο κοινός στόχος και η τακτική επίτευξής του δεν μας ένωναν πια αλλά μας χώριζαν. Και, όπως απεδείχθη, οριστικά.

Ο Πολίτης, έκτοτε, υπηρέτησε, περισσότερο ρητά από κάθε άλλη φορά, την επιταγή ανανέωσης της κομμουνιστικής Αριστεράς. Πολέμησε το δικό μας κόμμα της «μετεξέλιξης», την «Ελληνική Αριστερά», αρθρογραφούσε κάθε εβδομάδα στο όργανο της κομμουνιστικής «αναβάθμισης» Εποχή, αλλά πρακτικά συγκατάνευσε, τηρώντας πάντοτε την κριτική απόσταση του ανένταχτου, στο –ας μην το ξεχνάμε– μη κομμουνιστικού τίτλου κόμμα του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, όπου κατέληξαν διαφόρων προελεύσεων πρώην δογματικοί κομμουνιστές και ανανεωτικοί αριστεροί. Τα πράγματα ήρθαν έτσι που η ανανεωτική Αριστερά ηττήθηκε κατά κράτος στον Συνασπισμό από τη σύμπραξη διάφορων δογματικών κομμουνιστικών μορφωμάτων παλαιάς και νέας κοπής.

Πώς αντιμετώπιζε ο Ελεφάντης αυτή την χονδροειδή «αριστερή στροφή» του Συνασπισμού; Παραδόξως, για μένα, με την κριτική του ανοχή ή και στήριξη. Στο τελευταίο, ωστόσο, πριν επέλθει το μοιραίο, κείμενό του στονΠολίτη, τον Ιανουάριο του 2008, διάβηκε, με απρόοπτη –για εκείνον– ωμότητα, τον Ρουβίκωνα. Καλούσε, όλους και όλες «να οργανώσουμε και να οργανωθούμε στον Συνασπισμό… στο κόμμα που μας έλαχε». Μάλιστα, στο υστερόγραφο εκείνου του εμβληματικού κειμένου, κάνει έκκληση ειδικότερα στο «εμείς», το οποίο προηγουμένως έχει περιγράψει ως το πολιτικό ρεύμα της ανανεωτικής Αριστεράς που επιχείρησα και εγώ να σκιαγραφήσω εδώ. Γράφει ότι «πρέπει να πάψουμε να είμαστε αυτό το ασαφές, όπως το 1981, “εμείς”, και να ενταχθούμε στο κόμμα που μας έλαχε, τον ΣΥΝ». Το κείμενο ξάφνιασε πολλούς, με την πολιτική του αμεσότητα, θετικά και αρνητικά. Στους δεύτερους συγκαταλέγονταν οι παλιότεροι σύντροφοι και φίλοι του. Θα ήθελα να προσθέσω τη δική μου ερμηνεία, βασισμένη σε όσα παραπάνω αφηγήθηκα.

Επειδή μόνο για καιροσκοπισμό, πολιτική αφέλεια ή αθεμελίωτη βουλησιαρχία δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει κανείς τον συνήθως προσεκτικό Ελεφάντη, η τριπλή, εν ταυτώ, αναφορά στην «ένταξη», «στο κόμμα που μας έλαχε» (δις) και στο «εμείς», μία ανάγνωση μόνο μπορεί να έχει, που δικαιολογεί και τη μέχρι τότε στάση του. Ίσως, σκέφτηκε, ότι απέναντι στον κυρίαρχο, αυτή τη φορά «εντός των τειχών», λαϊκισμό, αντιευρωπαϊσμό και δήθεν ριζοσπαστισμό, μόνο η οργάνωση της συγκυριακά υπαρκτής υψηλής λαϊκής διαθεσιμότητας θα μπορούσε να διασώσει και να ανασυγκροτήσει τα κεκτημένα της ανανεωτικής Αριστεράς. Ώστε το κόμμα να αλλάξει κατευθύνσεις. Ακολουθώντας το δρόμο που αυτός, ο μεγάλος εν τέλει ρομαντικός της «Ανεύρετης Αριστεράς»[7] στον πολιτικό του βίο, όσο μπόρεσα να τον καταλάβω, επέλεγε συνεχώς. Έστω και αν δεν ήταν διανοητικά πεισμένος, νομίζω ότι, από ψυχική διάθεση, η υπέροχη ρίμα του Λέοναρντ Κοέν, στο μελαγχολικό Εμβατήριο, «υπάρχει πάντα μια χαραμάδα από την οποία περνάει το φως», τον κατάκλυζε και ακούραστα την έψαχνε. Αυτό έκανε και λίγα χρόνια πριν, προετοιμάζοντας την εικοστή επέτειο έκδοσης τουΠολίτη[8]. «Τοανατρεπτικό ερώτημα “τι να κάνουμε;”, χωρίς το οποίο δεν υπάρχουμε», έγραφε, «ανοίγει συνεχώς τους πόρους για να περάσει μέσα το στοιχείο της αταξίας και της κριτικής, που θα ταράξει τις σιγουριές και θα ανασυγκροτήσει τις αντιλήψεις».

Είναι βέβαια ένα άλλο και πιο δύστροπο το ερώτημα αν αυτή η στάση διατηρούσε την επικαιρότητά της, δώδεκα χρόνια αργότερα, στην υπαρκτή ριζοσπαστική και ανανεωτική Αριστερά προς την οποία αποτάθηκε. «Εξ υστέρου», όπως του άρεσε να γράφει, γνωρίζουμε ότι η έμφυτη απαισιοδοξία της σκέψης του δεν κατάφερε, αυτή, την έσχατη φορά, να προλάβει τη βεβιασμένη βούλησή του. Αν δεν είχε φύγει τόσο αιφνίδια, λίγο μετά τα εβδομήντα, ποιος ξέρει τι θα έλεγε ο Άγγελος σήμερα για αυτή την πολυσυζητημένη θέση του; Όμως τον πρόλαβε ο θάνατος και αυτός ο βαθύνους άνθρωπος έμεινε με αυτή την παρεξηγημένη κουβέντα στα χείλη. Τι τραγικό παιχνίδι της μοίρας.

Στα παραπάνω θα μπορούσε εύκολα να αντιταχθεί, πιστεύω από όσους δεν τον ήξεραν από παλιά, μια πιο απλή εξήγηση. Ότι δηλαδή ήδη βρισκόταν εκτός ενεργού πολιτικής. Άλλωστε, όλο και πιο συχνά στην αγαπημένη θεματολογία του σύχναζαν η οικολογία, η ιστορία και οι μαρτυρίες του Εμφυλίου, η εθνογένεση καθώς και –αν και ο ίδιος το αρνιόταν πεισματικά– «τα προσωπικά του» minima memorialia, η ανθρωπογεωγραφία των βιωμάτων του, όπως την επεξεργάστηκε στο, κατά γενική ομολογία, διαμάντι της ακαταπόνητης και πάντοτε ενδιαφέρουσας συγγραφικής του δημιουργίας, την Ιστορία του παππού μου[9].

Μαχητικά στη μειοψηφία της Αριστεράς του συγκεκριμένου

Ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης (συνομήλικος του Ελεφάντη) στη γενιά μου έγινε γνωστός πρώτα ως πανεπιστημιακός δάσκαλος και τακτικός αρθρογράφος στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο ήδη από τη δεκαετία του 1960 και εντονότερα από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης[10]. Τράβηξε την προσοχή μου με ένα συγκεκριμένο άρθρο του στον Πολίτη. Όντας πιστός αναγνώστης του κάτι μου έλειπε στο αγαπημένο μου περιοδικό. Αυτό ήταν η παραγνώριση ή, για να το πω ελαφρότερα, το μειωμένο ενδιαφέρον για την ποσοτική διάσταση των οικονομικών και κοινωνιολογικών φαινομένων στις, κατά τα λοιπά, εμβριθείς και στοχαστικές αναλύσεις του. Δεν αντέχω στον πειρασμό να γενικεύσω λέγοντας ότι αυτή την αναλυτική αδυναμία, εν μέρει δικαιολογημένη, ως συνειδητή επιλογή αποστασιοποίησης από τις αγκυλώσεις του οικονομισμού και του αφελούς θετικισμού της γραφειοκρατικής Αριστεράς, πλήρωσε και πληρώνει ακόμη και σήμερα η ανανεωτική Αριστερά. Γι’ αυτό, εξαιτίας της παραπάνω αιτίας και, σίγουρα, της τεχνοκρατικής μου παιδείας, αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη η ανάγνωση, ενός άρθρου, των άγνωστών μου τότε αδελφών Λευτέρη και Μιχάλη Παπαγιαννάκη, για την οικονομία των νοτιοευρωπαϊκών χωρών το 1977[11]. Ήταν χαρακτηριστικό ότι του πλούσιου σε ποσοτικούς πίνακες και στατιστικές επεξεργασίες του συγκεκριμένου κειμένου προηγείτο το εξής σχόλιο, ενδεικτικό της δυσεύρετης στην καθ’ ημάς Αριστερά, ακόμη και σήμερα, οπτικής γωνίας των συγγραφέων του: «Στα παρακάτω κείμενα δίνεται κάτι λιγότερο από μια θεωρητική τοποθέτηση και κάτι περισσότερο από μια στατιστική ανάλυση της διάρθρωσης και της ανάπτυξης τω οικονομιών της Νότιας Ευρώπης».

Νομίζω ότι αυτή την οπτική γωνία του, «κάτι λιγότερο… κάτι περισσότερο…», κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα είτε της ιπτάμενης θεωρητικολογίας είτε του αβαθούς εμπειρισμού της ελληνικής Αριστεράς, υπηρέτησαν, ανοίγοντάς την, όσο τους ήταν δυνατό αλλά με συνέπεια και πρωτοτυπία, σε όλη την υπόλοιπη δημόσια παρουσία τους, τα δύο αδέλφια. Ο Λευτέρης σε θέματα βιομηχανικής και ενεργειακής οικονομίας, περιφερειακής ανάπτυξης και πολιτικής της ανώτατης εκπαίδευσης, ο Μιχάλης σε θέματα οικονομίας, προστασίας του περιβάλλοντος, ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Από εκεί ξεκινώντας, ο Μιχάλης αναδείχθηκε αργά αλλά σταθερά, όπως άλλωστε αρμόζει σε αυτοδημιούργητους πολιτικούς και όχι σε προϊόντα του δοκιμαστικού σωλήνα επικοινωνιακών τεχνασμάτων, σε ηγετική προσωπικότητα της ανανεωτικής Αριστεράς ή, με τον δικό του ορισμό, «της ευρωπαϊκής, ριζοσπαστικής και οικολογικής Αριστεράς», ευρύτερης απήχησης και αποδοχής. Πώς το κατάφερε αυτό ο Μιχάλης μόνο η μελέτη της πολιτικής βιογραφίας και του έργου του μπορεί να απαντήσει. Εδώ, απλώς υπαινίσσομαι ότι ήταν ο ιδανικός και μοναδικός, πιστεύω, σε αυτό το επίπεδο δημόσιας «αναγνωρισιμότητας», εκφραστής αυτής της Αριστεράς που ο λατινοαμερικανός συγγραφέας Κάρλος Φουέντες, σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη στον Ανταίο Χρυσοστομίδη, όρισε, αφού απαξίωσε, ως νέο Μουσολίνι, τον αγαπημένο της σημερινής ηγετικής ομάδας του Συνασπισμού, Τσάβες, ως την ελευσόμενη (άγνωστον πότε) Αριστερά του Συγκεκριμένου. Αυτός ο απολογισμός, όταν γίνει, ίσως επιβεβαιώσει ότι η πολιτική δεν είναι αφηρημένη θεωρία ή θετική επιστήμη αλλά πρόταξη οράματος, υπηρετούμενου «μεροδούλι-μεροφάι» και ανατροφοδοτημένου από το μεγαλύτερο δυνατό εύρος θεωρητικής παιδείας, ώστε να συλλαμβάνεται, κατά το δυνατόν, το αενάως διαφεύγον «πραγματικό». Μόνο δι’ αυτής της εξαντλητικής μεθόδου εργασίας, αυτή η ψυχολογική διαθεσιμότητα, η οποία τροφοδοτεί την αδιάπτωτη βούληση παρέμβασης στο «πραγματικό» δεν παγιδεύεται είτε στον θεωρητικό υποκειμενισμό είτε στον τυφλό αντικειμενισμό. Χωρίς αυτή τη συστηματική μελέτη αλλά παρακολουθώντας χρόνια την εξέλιξή του, τολμώ να ισχυρισθώ ότι η πολιτική βούληση του Μιχάλη Παπαγιαννάκη κινιόταν συνεχώς μεταξύ αυτών των άκρων, υποστηρίζοντας, ακριβώς αυτό το «κάτι λιγότερο… κάτι περισσότερο» της πρώιμης αρθρογραφίας του, καταθέτοντας απόψεις και επιχειρήματα θεωρητικώς ενήμερα και εμπειρικώς τεκμηριωμένα.

Με δεδομένη την κατάσταση της σημερινής ελληνικής Αριστεράς είναι απογοητευτικό αλλά όχι παράδοξο ότι αυτή η μέθοδος Παπαγιαννάκη, όπως και η τάση του να μη μασάει τα λόγια του, του απέφεραν μεγαλύτερη αντιπαλότητα εντός παρά εκτός των τειχών ακόμη και της θεωρούμενης ως ανανεωτικής Αριστεράς. Κορυφαίο δείγμα αυτής της αντιπαλότητας ήταν η ακατανόητη, εκ πρώτης όψεως, κομματική εκπαραθύρωσή του από την υποψηφιότητα στις δημοτικές εκλογές πριν από τρία, μόλις, χρόνια. Ο ίδιος ο Παπαγιαννάκης άντεξε αυτή την εντελώς παράλογη βία εναντίον του. «Δεν σε θέλουν», του είπε, απλώς, ο τότε ο υποτιθέμενος φίλος του, Πρόεδρος του Συνασπισμού. Και ο Παπαγιαννάκης, με τη, για μένα, εξίσου ακατανόητη, σιωπηλή υποχώρησή του στο όνομα της κομματικής πειθαρχίας και του καθοδηγητικού δικαιώματος της πλειοψηφίας, επέλεξε το δρόμο της σιωπής. Η μόνη δυνατή εξήγηση, επειδή δεν ήταν πολιτικός που δίσταζε, όπως ήδη ανέφερα, να εκθέτει τα επιχειρήματά του σε σειρά αντιδημοφιλών για τη λαϊκιστική Αριστερά θεμάτων, είναι η ενδεχόμενη ταύτιση της υπόθεσης με την προσωπική του, έστω και καλώς εννοούμενη, φιλοδοξία. Είναι βέβαιο ότι για έναν άνθρωπο απεχθανόμενο την «πάλη χωρίς αρχές» και τις σκοτεινές μεθοδεύσεις του κομματικού μηχανισμού ο κίνδυνος να εμπλακεί σε αυτή τη διαμάχη «επί του προσωπικού», ως σκέψη, θα του ήταν αφόρητη. Επιπλέον, μπορεί να προαισθάνθηκε ότι αυτό που αποτελούσε τη βαθύτερη ουσία του ανανεωτικού εγχειρήματος της Αριστεράς, στο οποίο είχε ενταχθεί ως επίλεκτο στέλεχος από δεκαετίες, δηλαδή ότι «ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα», είχε εξαντλήσει την όποια δυναμική του και δεν είχε το κουράγιο ή την παλιά διαθεσιμότητα να επιμείνει ρίχνοντας και άλλο λάδι στη φωτιά. Άλλωστε, το τέλος, όπως και να το εκλάβει κανείς ή όπως, ίσως, το είχε προαισθανθεί ο ίδιος, πλησίαζε και προτίμησε να επιδοθεί, με ό,τι κουράγιο του απόμενε, στο τελευταίο πολιτικό του εγχείρημα, τον Όμιλο Προβληματισμού και Παρέμβασης «Αριστερά Σήμερα».

Βέβαια, δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που ο Μιχάλης αποφάσιζε ότι «το κόμμα ξέρει καλύτερα». Υπενθυμίζω όσα ανέφερα προηγουμένως για την παραίτησή του, το 1986, από τη Συντακτική Επιτροπή του Πολίτη, ενώ, λίγο αργότερα, πρωταγωνίστησε στην ίδρυση της «Ελληνικής Αριστεράς». Ως μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του νεοπαγούς σχήματος αποδέχθηκε, όπως είμαι σε θέση να γνωρίζω, σαν ψυχρολουσία την απαράδεκτη, με πολιτικούς όρους, καταρχήν μυστική συμφωνία Φλωράκη - Κύρκου για την ίδρυση του Συνασπισμού. Στη συνέχεια αναδείχθηκε, κατά την ομολογία φίλων και αντιπάλων, σε έναν από τους επιτυχέστερους και πλέον «αναγνωρίσιμους», όχι μόνο στην Ελλάδα, ευρωβουλευτές. Τα γράφω αυτά γιατί και ο ίδιος, στην τελευταία, πριν επέλθει το μοιραίο, συνέντευξή του, αποστασιοποιήθηκε εκείνης της επιλογής του να μείνει στο Συνασπισμό, του οποίου ήδη είχε διεκδικήσει ανεπιτυχώς να ηγηθεί αναμετρώμενος με τον εξοστρακιστή του σύντροφο Πρόεδρο και το «Αριστερό Ρεύμα» του. Η ετυμηγορία του, λίγο πριν το τέλος, ήταν σαφής και τελεσίδικη: «Ο Συνασπισμός 20 χρόνια μετά τη γέννησή του δεν απέδωσε πολιτικά ούτε καν αυτά που πίστευαν οι πλέον ειλικρινείς “αρχιτέκτονες” εκείνης της εποχής και πολιτικής»[12]. Στην ίδια συνέντευξη προσθέτει και άλλες ψηφίδες στο πολιτικό του προφίλ ομολογώντας ότι τότε, σε σχέση με την άρση της διάσπασης του 1968, «εμένα αυτό δεν με ενδιέφερε, άλλους ακόμη και σήμερα τους ενδιαφέρει», ενώ μετά το 1989 στο κόμμα του «παραμερίστηκαν οι απόψεις και οι προτάσεις της ανανεωτικής Αριστεράς». Ωστόσο αυτός επέλεξε τότε να μείνει, όντως ως αντιπολίτευση, και το πλήρωσε ακριβά.

Δεν υποστηρίζω ότι τα διλήμματα, ειδικότερα στην εξόχως ταραγμένη συγκυρία του τέλους της δεκαετίας του 1980, ήταν απλά ούτε ότι μπορεί, από όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα, να υπάρξει Αριστερά χωρίς κόμμα, αλλά επειδή στην πολιτική όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος αυτή είναι ακόμη μια ενδιαφέρουσα πτυχή της σκέψης ενός πεπαιδευμένου, οραματιστή και πραγματιστή, διακεκριμένου πολιτικού που αξίζει να μελετηθεί προσεκτικότερα. Πόσο μάλλον που ο Μιχάλης, ομιλητικότατος και φιλικός προς γνωστούς και αγνώστους αλλά αυστηρός στις αρχές και τις στρατηγικές επιλογές του, απόφευγε συστηματικά, σχεδόν πεισματικά, να μιλήσει για τα βιώματα τα οποία τον διαμόρφωσαν ως πολιτικό, ιδιαίτερα στη συγκλονιστική περίοδο της δεκαετίας του 1960 και μέχρι τη Μεταπολίτευση, όταν διακρίθηκε ως στέλεχος του φοιτητικού κινήματος στην Ελλάδα και έξω, του Ομίλου Παπαναστασίου και της Δημοκρατικής Άμυνας. Μια ανάλογη, με τις διαφορές της, πορεία σαν αυτή του Παπασπηλιόπουλου.

Αλλά ο Μιχάλης είχε και μια άλλη διάσταση, την οποία, εν τέλει, από δική του επιλογή, και καθώς τα χρόνια περνούσαν, επισκίασε η πολιτική του λάμψη. Υπήρξε ένας εκπληκτικός δάσκαλος της διεθνούς οικονομίας και ειδικότερα της οικονομίας των μεσογειακών χωρών. Αρκετοί συνάδελφοί μου στις γεωπονικές και οικονομικές σχολές της χώρας δεν ξεχνούν τα μεταπτυχιακά τους στο Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ, όταν ο Παπαγιαννάκης τους δίδασκε αγροτική οικονομία και ανάπτυξη μεταδίδοντάς τους αυτή την αίσθηση της ιστορίας και της πολιτικής η οποία, όταν αρδεύεται από τη δική του, χωνεμένη στο πεδίο της εφαρμογής, ευρυμάθεια και την ανοιχτή στην περιπέτεια του κόσμου αναζήτηση, καθιστά τις πανεπιστημιακές σπουδές αυτό που θα έπρεπε να είναι και όλο και πιο σπάνια είναι, μια ανεπανάληπτη μύηση στα μεγάλα ερωτήματα των κοινωνιών της δικής μας, ύστερης νεωτερικότητας.

Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι, όπως και ένας άλλος ύποπτος «δεξιών αποκλίσεων», από την κατεστημένη Αριστερά, ο Σπήλιος Παπασπηλιόπουλος, για τον οποίο θα μιλήσω πιο κάτω, ο Μιχάλης ανήκει στην εξαίρεση των οικονομολόγων οι οποίοι δεν πασπάλιζαν την επιστήμη τους με «ολίγη οικολογία», αλλά επιχειρούσαν επίμονα να καταδείξουν ότι τα εγχειρήματα της «βιώσιμης» ή της επίκαιρης σήμερα, όσο ποτέ, «πράσινης οικονομίας» αφενός δεν είναι αυτονόητα, αφετέρου είναι αλληλένδετα με την πορεία της Ενωμένης Ευρώπης. Επ’ αυτού συμφωνώ απόλυτα με τον κοινό μας φίλο, τον ιστορικό Βασίλη Παναγιωτόπουλο, ότι «η οικολογία ήταν, για τον Παπαγιαννάκη, ένα νέο γνωστικό πεδίο θεματολογικής και μεθοδολογικής διεύρυνσης της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας και όχι μια νέα μορφή ζωοφιλίας ή μια άμυνα στο όχι και τόσο φανταστικό ενδεχόμενο καταστροφής του πλανήτη»[13].

Αναρωτιέμαι, όπως φαντάζομαι και πολλοί άλλοι αριστεροί της ίδιας κοπής, τι θα μείνει από τον αριστερό λόγο του πολιτικού Παπαγιαννάκη; Μοιάζει μελοδραματικό αλλά δεν απέχει από την ουσία ότι, στην τελευταία παράγραφο της τελευταίας συνέντευξης που έδωσε στη ζωή του, συνοψίζει την πολιτική παιδεία και τον (αν οι λέξεις διατηρούν ακόμη τη σημασία τους) ριζοσπαστικό ρεαλισμό του: «Όσο κι αν κάποιοι στην Αριστερά εξακολουθούν να μην αποδίδουν στους θεσμούς τη σημασία και τη δύναμη που πραγματικά έχουν, ωστόσο οι θεσμοί έχουν δύναμη, συνέχεια και, κυρίως, απαιτούν δράση και όχι λόγια. Και πάλι προβοκατόρικα θα έλεγα ας γίνουν αυτά ακόμη και με δεξιές κυβερνήσεις. Οι κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται, αλλά οι θεσμοί μένουν και διευρύνονται»[14]. Λόγος προφητικός και εκκρεμής προς ώτα, αποδεδειγμένως, μη ακουόντων. Διότι δεν μπορώ να φαντασθώ ποιος άλλος από τους γνωστούς και διακεκριμένους εκπροσώπους της υπαρκτής Αριστεράς όλων των αποχρώσεων θα τολμούσε να καταθέσει μια ανάλογη άποψη στο ορατό μέλλον. Δυστυχώς για τον τόπο και, δευτερευόντως, για την κυρίαρχη Αριστερά η οποία, μετά βίας, τον ανεχόταν.

Με παιδεία και ρεαλισμό: από τη Νέα Οικονομία στη Νέα Οικολογία

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, είχε ξεχωρίσει ένας γνωστός Έλληνας οικονομολόγος, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να τονίζει ότι: «Η οικονομική επιστήμη από μόνη της δεν μπορεί να προσδιορίσει την αειφόρο ανάπτυξη γιατί ασχολήθηκε μόνο με τον κύκλο παραγωγή-κατανάλωση, χωρίς να την απασχολήσει αυτό που προ-ηγείται (οι πρωτογενείς πηγές της βιόσφαιρας) ή αυτό που έρχεται μετά (η αξία ή απαξία της κατανάλωσης). Αυτή η υπόθεση συνεπάγεται και μια άλλη: ότι η ευημερία εξαρτάται από την παραγωγή κι ότι όσο πιο πολύ παράγουμε, η ευημερία αυξάνεται. Έτσι το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν) έγινε ένας δείκτης-φετίχ, ενώ ο τρόπος που υπολογίζεται η αύξησή του αφήνει έξω όλο το κοινωνικό και το οικολογικό κόστος αυτής της αύξησης – που, βέβαια, εκφράζει την οικονομική μεγέθυνση (growth) και όχι την ανάπτυξη (development)»[15].

Ο οικονομολόγος στον οποίο αναφέρομαι, δεν είναι άλλος από τον Σπήλιο Παπασπηλιόπουλο. Γεννήθηκε το 1928 στην Αθήνα, κατά μια δεκαετία μεγαλύτερος από τον Ελεφάντη και τον Παπαγιαννάκη. Ένας φιλελεύθερος αριστερός διανοούμενος και ενεργός πολίτης, ο οποίος έχει ήδη, πριν διατυπώσει αυτές τις σκέψεις, διανύσει ένα μακρύ οδοιπορικό. Οι περισσότεροι από μας τον διάβαζαν στη δεκαετία του 1960. Στην αφετηρία αυτού του οδοιπορικού, τριάντα χρόνια πριν, αφού πρώτα αναλύει και υιοθετεί το αναπτυξιακό πρότυπο που ακολουθούν οι δυτικές κοινωνίες, κατά δεύτερο λόγο επισημαίνει τα προβλήματα υπανάπτυξης από την εκλεκτική και μηχανιστική μεταφορά του σε χώρες όπως η Ελλάδα, οι οποίες κατά τη δική του έκφραση, σε ένα άρθρο της έγκυρης επιθεώρησης Η Νέα Οικονομία[16], δεν έχει περάσει από το «Καθαρτήριο της Βιομηχανικής Επαναστάσεως», στη γέννηση της οποίας αφιέρωσε, ειρήσθω εν παρόδω, ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του στο αφιέρωμα του Οικονομικού Ταχυδρόμου κατά την επέτειο των 200 χρόνων της, το 1983[17].

Δεν ήταν πάντοτε εναντίον της ανάπτυξης ο Σπήλιος. Αν κάποιος ιστορικά αφελής απομόνωνε μία μόνο φράση από την εισήγησή του, ως εκπροσώπου του Ομίλου Παπαναστασίου, στο Α΄ Δημοκρατικό Συνέδριο, που έγινε στην Αθήνα το 1966, θα μπορούσε να μιλήσει για στροφή 180 μοιρών. Γιατί σε εκείνη την περίσταση ο Παπασπηλιόπουλος υποστηρίζει ρητά: «Η οικονομική ανάπτυξη γίνεται σήμερα το ιστορικό καθήκον της γενιάς μας και προβάλλει σαν η Μεγάλη Ιδέα του σήμερα»[18]. Η φράση αυτή και μόνο θα προκαλούσε ρίγος αποστροφής στο οικολογικό κίνημα των επόμενων δεκαετιών, το οποίο παίρνοντας αφορμή από τις εξαγγελίες της Λέσχης της Ρώμης και το Σχέδιο για την Επιβίωση, του έγκυρου περιοδικού The Ecologist, στη δεκαετία του 1970, περί «μηδενικής ανάπτυξης» ή «στάσιμης κατάστασης» της οικονομίας, απέρριπτε ασυζητητί κάθε πρόγραμμα ανάπτυξης. Αυτή ήταν η κυρίαρχη τάση του οικολογικού κινήματος, τουλάχιστον μέχρι την οριστική «διόρθωση» της Έκθεσης Μπρούτλαντ των Ηνωμένων Εθνών, το 1987, περί «βιώσιμης ανάπτυξης», στην Ελλάδα αλλά και στο διεθνές προσκήνιο.

Ο οικονομολόγος Παπασπηλιόπουλος, όμως, ως οικολόγος, αντιστάθηκε σθεναρά και εκ των ένδον, με τη διπλή του αυτή ιδιότητα, σε αυτή τη θεωρητική πλάνη, επιμένοντας, όπως είδαμε στο κείμενο του 1996, είτε στη διαφορά μεταξύ οικονομικής μεγέθυνσης και ανάπτυξης, στην οποία συμπεριλαμβάνεται όλο το κοινωνικό και το οικολογικό κόστος αυτής της μεγέθυνσης, είτε, στο ίδιο κείμενο λίγες αράδες πιο κάτω, όταν επιχειρεί να γεφυρώσει το χάσμα της αντιαναπτυξιακής ιδεολογίας με την οικονομική θεωρία ανατρέχοντας στους κλασικούς, τον Ρικάρντο, τον Τζον Στιούαρτ Μιλ και τον Κέινς. «Οι μεγάλοι κλασικοί», γράφει, «πίστευαν ότι σε κάποια στιγμή η μεγέθυνση έπρεπε να παραχωρήσει τη θέση της στη “στάσιμη κατάσταση” – αλλά στάσιμη δεν σημαίνει στατική (…) σε μια “στάσιμη κατάσταση” η οικονομία δεν παύει να είναι δυναμική, ν’ ανανεώνεται η σύνθεση της παραγωγής και να υπάρχει βελτίωση της ποιότητάς της. Μια τέτοια κατάσταση της οικονομίας βρίσκεται κοντά στη “μηδενική ανάπτυξη” της Λέσχης της Ρώμης, την “οικοανάπτυξη” της Συνδιάσκεψης για το Περιβάλλον των Ηνωμένων Εθνών στη Στοκχόλμη, το 1972, την “αειφόρο ανάπτυξη” της “Έκθεσης Μπρούτλαντ” των Ηνωμένων Εθνών».

Αλλά και στο ίδιο, το προ τεσσαρακονταετίας κείμενό του, στη Νέα Οικονομία, ο σημερινός αναγνώστης δύσκολα θα παραβλέψει σπέρματα της οικολογικής προβληματικής, στην οποία θα μεταστραφεί οριστικά ο Παπασπηλιόπουλος στην αυγή της Μεταπολίτευσης. Εκεί, εκτιμά ότι «Η στρατηγική αναπτύξεως, βασισμένη στα νεοκλασικά και φιλελεύθερα δόγματα, που εφαρμόσθηκε στην οκταετία 1956-63, απότυχε στην ταχεία και ισόρροπη ανάπτυξη και την εκβιομηχάνιση». Αφού υπογραμμίσω την αναφορά στην «ισόρροπη ανάπτυξη» θα σημειώσω, μεταξύ αρκετών άλλων ενδιαφερόντων επιχειρημάτων, την έμφαση που αποδίδει στην «υδροκεφαλική ανάπτυξη του τέρατος των Αθηνών», την έλλειψη πολεοδομικού σχεδιασμού και δημόσιων συγκοινωνιακών μέσων και, πάνω απ’ όλα, στη μείωση των παραγωγικών επενδύσεων προς όφελος της πολυτελούς κατανάλωσης των ολίγων. Σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα πρώιμης, οιονεί οικολογικής, καταγγελίας, ο Σπήλιος υπερβαίνει τα εσκαμμένα του καθωσπρεπισμού η οποία χαρακτηρίζει το φιλοξενούν έντυπο: «Μια κοινωνία, πρέπει, λόγω στενότητος των παραγωγικών πόρων, να επιλέξει ανάμεσα στα κομμωτήρια σκυλιών και τα επιστημονικά εργαστήρια ή ανάμεσα στα πολυτελή ιδιωτικά αυτοκίνητα και τους τόρνους. Αν επιλέξει υπέρ των κομμωτηρίων σκυλιών και των ιδιωτικών αυτοκινήτων, η κοινωνία αυτή δεν είναι δημοκρατική και η οικονομία της δεν θα αναπτυχθεί».

Επειδή δυστυχώς γνωρίζουμε, αφού το ζούμε καθημερινά, τι τελικώς επέλεξε αυτή η κοινωνία, είναι δίκαιο, νομίζω, απαντώντας και στο αρχικό μου ερώτημα περί της εξέλιξης της σκέψης του Σπήλιου Παπασπηλιόπουλου, τα τελευταία σαράντα χρόνια, να χαιρετίσουμε το γεγονός ότι παρέμεινε σταθερός στην υπεράσπιση της δημόσιας σφαίρας, του συμφέροντος των πολλών που, σ’ αυτή τη χώρα, είναι καταδικασμένοι να υπερασπίζονται οι λίγοι. Μάλιστα, έμεινε πιστός, μέσω της ανανέωσης των εργαλείων της επιστήμης του και του εμπλουτισμού του λόγου του με την οικολογική προβληματική, όταν συναντήθηκε μαζί της –κατ’ ευτυχή συγκυρία για τον ίδιο– σε πλήρη επιστημονική και πολιτική ωριμότητα. Είχε ήδη, πριν την επιστροφή στην Ελλάδα το 1978, από την οποία είχε διαφύγει ως αντιστασιακός πριν μια δεκαετία, προλάβει να διδάξει οικονομικά, μεταξύ άλλων, στη Dauphine, στην Αρχιτεκτονική του Παρισιού και στο Ινστιτούτο Προγραμματισμού της Αλγερίας. Επιστημονική δραστηριότητα που συνέχισε με τη συμμετοχή του ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης Μελετών και Προγραμματισμού της Α.Τ.Ε. και, αργότερα, διευθυντής του Μορφωτικού Ινστιτούτου της.

Όμως, αυτή η ενδεικτική αναδρομή στη σταδιοδρομία και την αρθρογραφία του Σπήλιου –ακαταπόνητη αν συνυπολογισθεί η επί σαράντα χρόνια τακτική συνεργασία του με τον Οικονομικό Ταχυδρόμο– κινδυνεύει να αλλοιώσει την ουσία της κοινωνικής προσφοράς του, η οποία έγκειται, κυρίως, στην «προφορικότητα» αν όχι στη «σωματικότητα» της πολιτικής του παρουσίας. Γιατί ένας άνθρωπος σαν τον Σπήλιο Παπασπηλιόπουλο, με την έμμονη εστίαση στο ερώτημα της πολιτικής, όπως ήταν και έμεινε, όσο του επέτρεψε η επιδείνωση της υγείας του, δεν περιορίσθηκε ποτέ στον ελεφάντινο πύργο της επιστημοσύνης του. Αισθανόταν την υποχρέωση να ανοίγεται στον δημόσιο χώρο, να δίνει το παρών στις οργανωμένες μορφές πολιτικής συμμετοχής και, όταν αυτές δεν τον ικανοποιούσαν, να δημιουργεί με τους ομοϊδεάτες του εκείνες που εκπροσωπούσαν, όσο ολιγομελείς και να ήταν, τις διεκδικήσεις του. Παρέες, ομάδες, πρωτοβουλίες, κόμματα και κομματίδια, περιοδικά, συνέδρια, σεμινάρια και συζητήσεις, πολλές συζητήσεις, ήταν ο ζωτικός του χώρος και χρόνος. Και ο Σπήλιος υπήρξε αστείρευτα εφευρετικός σε αυτόν τον μαραθώνιο της συνάντησής του με τον άλλον, τον πολιτικό φίλο και, υποχρεωτικά, τον πολιτικό αντίπαλο.

Η δαιδαλώδης διαδρομή του Παπασπηλιόπουλου στην πολιτική κοινωνία είναι διδακτική. Από την Εταιρεία Κοινωνικοοικονομικών Μελετών Αλέξανδρος Παπαναστασίου, στα περιοδικά Νέα Οικονομία και Οικονομία και Κοινωνία, στη Δημοκρατική Άμυνα, στα ιδρυτικά βήματα του ΠΑΣΟΚ, της Σοσιαλιστικής Πορείας, της Ελληνικής Αριστεράς και της Ομοσπονδίας Οικολόγων Εναλλακτικών. Πορεία ομόκεντρη αλλά όχι υποταγμένη στα καυδιανά δίκρανα της «αντιδεξιάς» ή της «μεγάλης δημοκρατικής παράταξης». Ξεχωρίζω σε αυτή την αναζήτηση μιας «άλλης Ελλάδας» τη μαχητική συμμετοχή του στις πρωτοποριακές διαδικασίες ίδρυσης του Πανεπιστημίου Πατρών, ως γραμματέας της προσωρινής διοικούσας επιτροπής του. Μεγάλης βαρύτητας πρωτοβουλία αλλά σχεδόν άγνωστη, επειδή ο Σπήλιος, όπως άλλωστε ο Άγγελος και ο Μιχάλης, δεν μιλούσαν ποτέ «για τα προσωπικά τους». Ευτυχώς, για τους επιγόνους, τις λυσσώδεις αντιστάσεις του πολιτικού και ακαδημαϊκού κατεστημένου της εποχής εναντίον τού πρωτοποριακής σύλληψης νέου Πανεπιστημίου διέσωσε ένας άλλος εκ των πρωταγωνιστών αυτής της Επιτροπής, ο καθηγητής Κώστας Κριμπάς[19].

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις θεωρητικές παρεμβάσεις ενός ψαρομάλλη υπέρκομψου ζωηρού εκπροσώπου της «Τοπικής Οργάνωσης Δερβενίου - Μαύρων Λιθαρίων» στην ιδρυτική συνεδρίαση της Σοσιαλιστικής Πορείας, το 1976! Νόμιζα ότι έκανε πλάκα, όμως όχι. Το εννοούσε, είχε δεσμούς, όπως διαπίστωσα όταν γίναμε φίλοι, με τον τόπο και τους ανθρώπους του. Μόλις είχε πει ένα από τα πολλά «όχι» στον πολιτικό του βίο. Κατηγορούσε τον Ανδρέα Παπανδρέου για την αλλοίωση του κανόνα της εσωκομματικής δημοκρατίας και την αναβάπτιση του ενδημούντος λαϊκισμού με τη σοσιαλιστική του λεοντή. Αν και μιλούσε τόσο κολακευτικά γι’ αυτόν δέκα χρόνια πριν, θα ασκήσει έγκαιρα έντονη κριτική στο ΠΑΣΟΚ και τον ιδρυτή του, η οποία θα συνοψισθεί, το 1996, με τη φράση: «η διακυβέρνησή του κατέληξε σε ένα τεράστιο φιάσκο, σε μια τεράστια χαμένη ευκαιρία – την τρίτη στον αιώνα μας μετά από αυτή του 1909 και του ΕΑΜ[20].

Όχι θα πει και στον εκδότη φίλο του, Αντώνη Λιβάνη, το 1984, όταν δεν θα αποδεχθεί την προσπάθεια του τελευταίου να θέσει υπό κομματικό έλεγχο την πρώτη μαζικής κυκλοφορίας, επιτυχή, με κριτήρια επιστημονικής επάρκειας και εκδοτικής επιμέλειας, διμηνιαία επιθεώρηση, με τίτλο Οικολογία και Περιβάλλον, που διηύθυνε, από τον Μάρτιο του 1982. Μάλιστα θα ακολουθήσει, ως απλό μέλος της Γραμματείας Σύνταξης, την ομάδα των αποχωρούντων από την Οικολογία και Περιβάλλον, που ιδρύουν, το 1984, με πρωταγωνιστές τους Μιχάλη Μοδινό και Ηλία Ευθυμιόπουλο, τη δεύτερη επιτυχή μηνιαία επιθεώρηση, τη Νέα Οικολογία. Με όλους αυτούς, τους περισσότερους από τους οποίους έχει ο ίδιος συστήσει στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, θα συμμετάσχει, ενταγμένος στο ρεύμα της φιλελεύθερης Οικοαριστεράς, στις επώδυνες διαδικασίες ίδρυσης της Ομοσπονδίας Οικολογικών και Εναλλακτικών Οργανώσεων, η οποία θα αποφέρει την πρώτη έδρα οικολόγου στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, το 1989. Το ναυάγιο και αυτού του πολιτικού πειράματος θα τον οδηγήσει, όπως άλλωστε και τον Παπαγιαννάκη, στον μοναδικό χώρο που, όπως αποδείχθηκε, δεν τον διέψευσε ποτέ, την Ένωση Πολιτών για την Παρέμβαση και την Κίνηση Πολιτών για μια Ανοιχτή Κοινωνία[21]. Έτσι έκλεισε ο πολιτικός κύκλος του Παπασπηλιόπουλου, όπως ξεκίνησε, με τα οργανωτικά σχήματα της κοινωνίας των πολιτών. Από τον Όμιλο Παπαναστασίου της δεκαετίας του 1960 στις Κινήσεις Πολιτών της δεκαετίας του 2000.

Τελευταία αλλά όχι έσχατη προσφορά του στην οικολογική σκέψη είναι η πάνω από μια δεκαετία συμμετοχή του στην οργάνωση του Οικολογικού Εργαστηρίου, στο πλαίσιο των θερινών Σεμιναρίων της Ερμούπολης. Εκεί, ο ίδιος μας πρωτομίλησε για τους αγαπημένους του θεωρητικούς, τον Αντρέ Γκορζ, τον Σερζ Μοσκοβιτσί, τον Εντγκάρ Μορέν, τον Πιερ Σαμουέλ, τον Γκεοργκέσκου Ρέντγκεν, τον Ρενέ Πασέ, τον Ζαν Πολ Ντελεάζ και τόσους άλλους. Εκεί αφιέρωσε, με το ίδιο πάντοτε εφηβικό πάθος, την τελευταία ομιλία του στην Ηθική της Ευθύνης του γερμανού φιλοσόφου Χανς Γιόνας.

Για την εποχή που μιλάω και τους ανθρώπους που είχα την τύχη να συναναστραφώ ή να συναντηθώ με τα έργα και τον δημόσιο βίο τους, ο Παπασπηλιόπουλος ανήκει στους λίγους οι οποίοι δεν λησμόνησαν ποτέ ότι και οι πιο ριζοσπαστικές προτάσεις της ανανεωτικής Αριστεράς, όπως αυτή της οικολογίας, καταλήγουν επώδυνα επικίνδυνες όταν δεν υπηρετούν απαρέγκλιτα τους δημοκρατικούς θεσμούς και την αυτονομία της ατομικής ελευθερίας.

Και η Αριστερά χωρίς αριστερούς;

Ο Άγγελος, ο Μιχάλης και ο Σπήλιος δεν είναι πια μαζί μας. Όπως και οι αυταπάτες της δικής μας πολιτικής νεότητας. Αν υπήρξαν αριστεροί, όπως κάποιοι από εμάς πιστέψαμε, καμιά Αριστερά δεν είναι εδώ για να το βεβαιώσει, πέρα από την υποκειμενική μας κρίση. Η Αριστερά που πρέσβευαν φοβάμαι στοίχειωσε μόνο στα όνειρά μας πριν και αυτά μεταβληθούν σε έναν, όπως έγραφε προσφυώς για ανάλογες πραγματικότητες κοινωνικής διάλυσης πριν από μισό αιώνα, ο Χένρι Μίλερ, «κλιματιζόμενο εφιάλτη».

Η υπαρκτή Αριστερά εγκλωβισμένη στα προπολεμικά και μετεμφυλιακά απωθημένα της, στον καιροσκοπισμό της ανέξοδης καταγγελίας και στη μεταφυσική του παράκλητου λαού, ανίκανη να ισορροπήσει το συναίσθημα με τη λογική, δεν άκουσε τους δικούς της ανθρώπους που της έδειχναν, ο καθένας από τη δική του καταγωγική φλέβα ιδεών, τη γλώσσα της Νέας Σύνθεσης. Δεν είναι απλά κρίμα αλλά έγκλημα ότι αυτός ο πλούτος των ιδεών δεν μπορεί να αποδοθεί σήμερα στην Αριστερά ως συλλογικό υποκείμενο, αλλά σε μεμονωμένα πρόσωπα τα οποία έδρασαν μια συγκεκριμένη εποχή στο όνομά της. Πρόσωπα τα οποία, αν ήδη όλα δεν έφυγαν, είναι πασιφανές ότι ανήκουν σε είδος προς εξαφάνιση.

Τι φταίει; Είναι η εποχή της τηλεοπτικής χειραγώγησης των μαζών και της καταναλωτικής μανίας η οποία δεν ευνοεί την αναπαραγωγή τους; Πολλές εικασίες μπορούν να γίνουν για την αλλαγή του κλίματος και τις συνέπειες τις προϊούσας ξηρασίας. Σημασία έχει, όπως μας προετοίμαζε πριν από χρόνια ο Αναγνωστάκης, τώρα τι λες, πριν εμπιστευθείς, από την αμηχανία ή την κούραση του λογικού αδιέξοδου, τη δύναμη του φυσικού νόμου. Δεν θα διστάσω να ομολογήσω ότι δεν γνωρίζω την απάντηση. Οι αιτιοκράτες, συνάδελφοί μου στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο ισχυρίζονται βασίμως ότι τα καμένα δάση θα αναγεννηθούν μόνα τους από σπόρους που επιβίωσαν της καταστροφής και ήδη ταξιδεύουν, σπρωγμένοι από τους ανέμους για να ριζώσουν σε νέα, παρακείμενα, απείραχτα από τη φωτιά χώματα. Αυτοί έχουν σίγουρα δίκιο. Εμείς, οι υπόλοιποι, δύσκολα θα αγνοήσουμε τη σημασία της απουσίας αριστερών διανοουμένων, όπως ο Ελεφάντης, ο Παπαγιαννάκης και ο Παπασπηλιόπουλος, ειδικά στα χρόνια της κυριαρχίας όσων, ακόμη και εντός των τειχών,και την ειωθυίαν αξίωσιν των ονομάτων εις τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει[22].



[1] Οι αναφορές στους Σ. Παπασπηλιόπουλο και Μ. Παπαγιαννάκη, εδώ αναθεωρημένες και συμπληρωμένες για τις ανάγκες του παρόντος κειμένου, έχουν δημοσιευθεί στο ένθετο περιοδικό της εφ. Κυριακάτικη Αυγή, «Δαίμων της Οικολογίας» τχ. 78 και 95 του 2009.

[2] Από τον ίδιο γνωρίζουμε ότι το εγχείρημα δεν προέκυψε από το πουθενά, είχε τη μακρά ιστορία της αναμόχλευσης και ανασύνθεσης της ελληνικής Αριστεράς, κυρίως στο Παρίσι της δεκαετίας του 1960. Από εκεί ξεκίνησε ό,τι αργότερα αποκρυσταλλώθηκε ως «ανανεωτική Αριστερά», παρ’ όλες τις υπαρκτές ή ανύπαρκτες διαφορές των συνιστωσών της στο άνυσμα σοσιαλισμός-κομμουνισμός. Βλέπε την εξαιρετικά διαφωτιστική συζήτηση μεταξύ των Σ. Ασδραχά, Α. Μανιτάκη και Ν. Χατζηνικολάου, στα «Ενθέματα» της Αυγής της Κυριακής, 24.5.2009 και 31.5. 2009, την οποία επιμελήθηκαν η Μ. Κόντη και ο Σ. Μπουρνάζος.

[3] Α. Ελεφάντης, Στον αστερισμό του λαϊκισμού, εκδ. Ο Πολίτης, 1991.

[4] Βλ. περ. Δεκαπενθήμερος Πολίτης, τχ. 68, 1986.

[5] Βλ. τη συζήτηση μεταξύ των Σ. Ασδραχά, Α. Μανιτάκη και Ν. Χατζηνικολάου, ό.π.

[6] Το απόσπασμα παραθέτει ο Γ. Λυκιαρδόπουλος στο Άνθρωπος στη θάλασσα. Συνειρμοί και προκηρύξεις, εκδ. ύψιλον/βιβλία.

[7] Ο Ελεφάντης μίλησε για τον Ανεύρετο Σοσιαλισμό (εκδ. Ο Πολίτης, 1982) στην πρώτη επέτειο του καταστροφικού για τη δική του (μας) Αριστερά θριάμβου των λαϊκιστών του Ανδρέα Παπανδρέου.

[8] Βλ. περ. Ο Πολίτης, τχ. 22, 1996.

[9] Α. Ελεφάντης, Minima memorialia. Ιστορία του παππού μου. Εκδ. Πόλις, 2001.

[10] Ο Γ. Ζεβελάκης ανέσυρε μια «περίεργη» μετάφραση Γάλλου τεχνοκριτικού του εικοσαετούς Παπαγιαννάκη στο φύλλο της εφ. Πανσπουδαστική, αρ. 33 της 15ης Δεκεμβρίου 1961. Το κείμενο αν και απορριπτικό της «αστικής» τέχνης διέσωζε τον αντισυμβατικό Πικάσο (βλ. Δαίμονα της Οικολογίας, εφ. Κυριακάτικη Αυγή, 2 Αυγούστου 2009).

[11] Βλ. σχετ. Λευτέρη και Μιχάλη Παπαγιαννάκη, «Υλικά για συγκρίσεις και συμπεράσματα από μια σύντομη θεώρηση της οικονομίας των νοτιοευρωπαϊκών χωρών», περ. Ο Πολίτης, τχ. 9, 1977.

[12] Βλ. Μ. Παπαγιαννάκη, συνέντευξη στον Τ. Καμπύλη, εφ. Η Καθημερινή, 29.3.2009.

[13] Βλ. Β. Παναγιωτόπουλου, «Τι είδους αριστερός ήταν ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης;», εφ. Η Αυγή, 31.5.2009.

[14] Συνέντευξη Μ. Παπαγιαννάκη στην εφ. Η Καθημερινή, Ειδική Έκδοση 30 χρόνια από τη συμφωνία ένταξης, 24.5.2009.

[15] Σ. Παπασπηλιόπουλος, «Επιστημονική και πολιτική οικολογία: ενεργειακές και άλλες προσεγγίσεις», στο Μ. Μοδινός (επιμ.) Ενέργεια και Περιβάλλον στη Βιομηχανική και Μεταβιομηχανική Κοινωνία, εκδ. Νέα Οικολογία - ΓΓΝΓ με την υποστήριξη της Ε. Επιτροπής της ΕΕ, 1996, σσ. 19-28.

[16] Σ. Παπασπηλιόπουλος, «Παράγοντες αναπτύξεως και υπαναπτύξεως», περ. Νέα Οικονομία, τχ. 6, Ιούνιος 1966.

[17] Σ. Παπασπηλιόπουλος, «Πώς γεννήθηκε η βιομηχανική επανάσταση», περ. Οικονομικός Ταχυδρόμος, αρ. φύλλου 12 (1507), 24 Μαρτίου 1983.

[18] Σ. Παπασπηλιόπουλος, «Οικονομική ανάπτυξη και δημοκρατία», περ. Νέα Οικονομία, τχ. 8, 1966.

[19] Βλ. Κ. Κριμπάς, Θραύσματα Κατόπτρου, Εκδ. Θεμέλιο, 1993, σσ. 185-223.

[20] Βλ. Σ. Παπασπηλιόπουλος, Εισαγωγικό σημείωμα, στο Σ. Παπασπηλιόπουλος (επιμ.) ΠΑΣΟΚ. Κατάκτηση και άσκηση της εξουσίας. εκδ. Ι. Σιδέρης, 1996, σ. 9.

[21] Υπό την αιγίδα τριών εξ αυτών, την Κίνηση Πολιτών, το Σύλλογο Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών και του Παγκόσμιου Ταμείου για τη Φύση-WWF-Ελλάς, θα επιμεληθεί, με τον Θύμιο Παπαγιάννη και τον Σπύρο Κουβέλη, το πρώτο στο είδος του συλλογικό έργο: Το Περιβάλλον στην Ελλάδα 1991-1996.

[22] «Και κατήντησαν να μεταβάλλουν αυθαιρέτως την καθιερωμένην σημασίαν των λέξεων, διά των οποίων δηλούνται τα πράγματα», Θουκυδίδου Ιστορίαι, Μετάφραση Ε.Κ. Βενιζέλου, Επιμέλεια Στέφ. Στεφάνου - Κωνστ. Στεργιόπουλου. Τυπογραφικός και Εκδοτικός Οίκος «Πατρίς» Ε.Π.Ε., Αθήνα, 1960.

* The Athens Review of Books, τεύχος 1, Νοέμβριος ΄09

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θέλετε να βάλετε ενεργό link στο σχόλιό σας; BlogU