Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Της αμύνης τα λεφτά


banksy

του Δημήτρη Χασάπη*

Τα δεδομένα και τα αυτονόητα

Η οικονομική ύφεση και οι δυσμενείς επιπτώσεις της στη δημοσιονομική κατάσταση, ιδίως των αναπτυγμένων χωρών, δεν είχε καμία επίπτωση στις στρατιωτικές δαπάνες. Όπως διαπιστώνεται σε πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI Yearbook 2009. Armaments, Disarmament and International Security, Stockholm International Peace Research Institute), το συνολικό ποσό των στρατιωτικών δαπανών αυξάνεται σταθερά και σημαντικά, ανεπηρέαστο από τις οικονομικές κρίσεις, παρουσιάζοντας κατά την τελευταία δεκαετία αύξηση σε παγκόσμιο επίπεδο κατά 45%, με σημαντικές βέβαια διακυμάνσεις κατά περιοχή.

Στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης η αύξηση ανήλθε στο 174%, ενώ στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης στο 6%. Σ’ αυτό το πανηγύρι των στρατιωτικών δαπανών προπορεύονται οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Βρετανία, χώρες οι οποίες αναπτύσσουν στρατιωτική δραστηριότητα σε πολλές περιοχές του πλανήτη. Η Ελλάδα, η οποία τυπικά δεν εμπλέκεται σε καμία στρατιωτική σύρραξη, διατηρεί έναν από τους μεγαλύτερους σε παγκόσμιο επίπεδο και αναλογικά με τον πληθυσμό της στρατούς, είναι δέκατη τρίτη στην παγκόσμια κατάταξη και πρώτη μεταξύ και των χωρών του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. σε στρατιωτικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ της (4,24%, 4,54%, 6,11% κατά τις δεκαετίες 2001-2005, 1991-2000, 1981-1990 αντίστοιχα), ενώ υλοποιεί εξοπλιστικά προγράμματα τεραστίου κόστους κατέχοντας την τέταρτη θέση σε εισαγωγές στην παγκόσμια κατάταξη. Για παράδειγμα, το δεκαετές εξοπλιστικό πρόγραμμα 2006-2015 προϋπολογίστηκε στα 22,64 δισ. ευρώ, στα οποία θα προστεθεί ένα ήδη καταγραμμένο χρέος 10,5 δισ. ευρώ από προηγούμενα εξοπλιστικά προγράμματα.

Η χώρα μας αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους αγοραστές της παραγωγής των μεγάλων ευρωπαϊκών βιομηχανιών πολεμικού υλικού, όπως των γερμανικών Krauss-Maffei Wegman, Thyssen Krup και Daimler Chrysler, της γαλλικής Dassault, της βρετανικής, ΒAE Systems, της ιταλικής Finmeccanica κ.ά. Κατά την περίοδο 2003-2007, για παράδειγμα, η χώρα μας απορρόφησε το 14% της γερμανικής και το 12% της γαλλικής παραγωγής οπλικών συστημάτων, δεύτερη στον κατάλογο των πελατών τους. Οι μεγάλες και πολυδάπανες αγορές στρατιωτικών εξοπλισμών χρησιμοποιήθηκαν από όλες τις κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης ως διαπραγματευτικό αντάλλαγμα στις διεθνείς σχέσεις της χώρας, με εγχώριας χρήσης επιχείρημα την τουρκική απειλή και τεκμηρίωση της απειλής αυτής τις παραβιάσεις ενός --ακατανόητου από την άποψη του διεθνούς δικαίου-- καθεστώτος διαφορετικής οριοθέτησης του εναέριου από το θαλάσσιο εθνικό μας χώρο. Γεγονός είναι πάντως ότι τα οικονομικά στοιχεία των ελληνικών στρατιωτικών δαπανών, και ιδίως των εξοπλιστικών, προσομοιάζουν μόνο με τα στοιχεία χωρών οι οποίες βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση ή υπό στρατοκρατικό καθεστώς!

Σε εποχή οικονομικής κρίσης, κατά την οποία τα μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας, κατά κανόνα σε βάρος των μισθών, των συντάξεων και των κοινωνικών παροχών, αλλά και τα μέτρα στήριξης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, διαδέχονται το ένα το άλλο σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, αποσιωπάται επιμελώς το ζήτημα των στρατιωτικών δαπανών και των επιπτώσεών τους στις εθνικές οικονομίες. Στην Ελλάδα μάλιστα, η οποία δεν παράγει αλλά καταναλώνει ασύστολα στρατιωτικούς εξοπλισμούς και καταβάλλει τεράστια ποσά για στρατιωτικές δαπάνες, η υπεκφυγή όσον αφορά το ζήτημα αυτό στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία και η απάλειψή του από τις συζητήσεις για τη δημοσιονομική κρίση και την αντιμετώπιση της συνιστά πρόκληση. Ιδίως μάλιστα όταν η υπεκφυγή συνοδεύεται από το επιχείρημα που διατύπωσε ο Υπουργός Άμυνας σε πρόσφατη παρουσίαση βιβλίου, όταν, απαντώντας σε σχετική ερώτηση για τη μείωση των μεγάλων στρατιωτικών δαπανών της χώρας, δήλωσε:

«Δεν είναι εύκολο αυτό, όσο και αν κινηθούν γρήγορα τα πράγματα, όσο και αν κινηθούν με διάθεση υπέρβασης τα πράγματα. Άρα για κάποια χρόνια, πρέπει να συμβιώσουμε με μια κατάσταση την οποία θέλουμε να εκλογικεύσουμε […]. Θα μου πείτε, όταν με μια απόφαση μπορείς ν’ αυξάνεις τη δαπάνη ή να τη μειώνεις κατά 500 εκατομμύρια ή κατά 1 δισ., η απόφαση αυτή είναι μια πάρα πολύ δύσκολη απόφαση» (Ελευθεροτυπία 16.3.2010). Παρόμοια περίσκεψη βέβαια, δεν συνοδεύει τη μείωση του εισοδήματος των μισθωτών και των συνταξιούχων για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης. Πέρα όμως από πολιτική πρόκληση, το ζήτημα των εξοπλιστικών δαπανών σε συνθήκες οικονομικής κρίσης συνιστά για την Αριστερά και μια πρόκληση θεωρητική.


Η θεωρητική αμηχανία της Αριστεράς

Ποιος είναι ρόλος των στρατιωτικών δαπανών, ιδίως των δαπανών παραγωγής και κατανάλωσης πολεμικών εξοπλισμών σε μια καπιταλιστική οικονομία γενικότερα, και ιδίως σε μια καπιταλιστική οικονομία σε συνθήκες ύφεσης; Η αποσπασματικότητα και εν τέλει η ανεπάρκεια των μαρξιστικών απαντήσεων στο ερώτημα είναι εντυπωσιακή, ενώ οι επιπτώσεις της θεωρητικής αυτής ανεπάρκειας στην πολιτική των κομμάτων της Αριστεράς δεν είναι αμελητέες. Με αφετηρία τους οικονομικούς «νόμους» οι οποίοι διέπουν τη λειτουργία και την ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος, διαμορφώνονται διαδοχικά, από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας, δύο θεωρητικές οπτικές προσέγγισης του ζητήματος των στρατιωτικών εξοπλισμών. Εντελώς σχηματικά και απλοποιημένα, οι πρώτες ιστορικά θεωρητικές προσεγγίσεις ερμηνεύουν τις στρατιωτικές δαπάνες με τους όρους της καπιταλιστικής συσσώρευσης και τις αναγκαιότητες επέκτασης των αγορών στη λογική της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Αφετηρία τους αποτελούν οι αναλύσεις του Κάουτσκυ και της Λούξεμπουργκ για τον οικονομικό ρόλο των στρατιωτικών δαπανών και κατάληξή τους η θεωρία του ιμπεριαλισμού του Λένιν.

Ο ιμπεριαλισμός, «ανώτατο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού», για τον Λένιν, ενέχει ως αναπόσπαστο στοιχείο του τον μιλιταρισμό και ως αναπόφευκτη συνέπειά του τις πολεμικές επιχειρήσεις για την κατάκτηση νέων αγορών, ώστε να αντισταθμιστεί η τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, η οποία χαρακτηρίζει την καπιταλιστική παραγωγή. Σε μια ουσιαστικά εμποριοκρατική λογική, ο πόλεμος για τις θεωρίες του ιμπεριαλισμού αποτελεί την ακραία μορφή οικονομικού ανταγωνισμού των καπιταλιστικών επιχειρήσεων και των εθνικών κρατών και «νομοτελειακά» την αφετηρία της κατάρρευσης του καπιταλισμού.

Όμως, η περίοδος της αλματώδους καπιταλιστικής ανάπτυξης που ακολούθησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διέψευσε κραυγαλέα τη λενινιστική επαγγελία και οδήγησε τον μαρξιστικό προβληματισμό για τον ρόλο των στρατιωτικών δαπανών στην καπιταλιστική οικονομία σε δύο θεωρήσεις βασισμένες στους όρους της ομαλής λειτουργίας και της αντιμετώπισης των κρίσεων του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Η πρώτη θεώρηση --κεϋνσιανής λογικής--, αποδίδοντας τις οικονομικές κρίσεις στην έλλειψη αποτελεσματικής ζήτησης έναντι της προσφοράς, θεωρεί τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς ως ιδιότυπα «καταναλωτικά προϊόντα» και τις στρατιωτικές δαπάνες ως αναγκαία για τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος ελεγχόμενη τόνωση της κατανάλωσης, χωρίς αύξηση της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας, και άρα ως ένα από τα βασικά μέσα για την αναίρεση της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους της καπιταλιστικής παραγωγής. Οι στρατιωτικές δαπάνες, η διαφήμιση, η ταχεία απαξίωση των εμπορευμάτων και η ανάπτυξη του δανεισμού, άρα και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθίστανται μετά το 1980 κύρια μέσα δημιουργίας ζήτησης, έναντι των δαπανών του «κοινωνικού κράτους» της μεταπολεμικής περιόδου.

Μια δεύτερη θεώρηση, σε κάποιες εκδοχές συμπληρωματική και σε άλλες αντιθετική της προηγούμενης, εκκινεί από την παραδοχή ότι, σε συνθήκες κυριαρχίας ενός μονοπωλιακού καπιταλισμού, η κύρια αιτία των οικονομικών δυσλειτουργιών και της δημιουργίας οικονομικών κρίσεων δεν είναι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους του κεφαλαίου, αλλά η τάση αύξησης του πλεονάσματος και τα προβλήματα απορρόφησής του. Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, οι στρατιωτικές δαπάνες αποτελούν συστατικό στοιχείο μιας αναγκαίας για την οικονομική ισορροπία απορρόφησης του οικονομικού πλεονάσματος. Συμπερασματικά, παρά τη θεωρητική αποσπασματικότητα ή και την ερμηνευτική ανεπάρκεια με την οποία αντιμετωπίζουν όλες οι εκδοχές των μαρξιστικών θεωρήσεων τις στρατιωτικές δαπάνες, αυτές, και ιδίως οι εξοπλιστικές, αποτελούν ένα από τα σημαντικά μέσα διατήρησης της ομαλής λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος, με πρόταγμα την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Αποτελούν, επομένως, αποτελεσματικότερες δαπάνες πόρων για το κεφάλαιο έναντι των κοινωνικών δαπανών. Έτσι, η αμφισβήτησή τους, σε συνδυασμό με την αμφισβήτηση όλων των ιδεολογημάτων για την άμυνα, την ασφάλεια ή και την ειρήνη τα οποία τις νομιμοποιούν, δεν χρειάζεται όρκους στην ειρηνική συνύπαρξη των λαών, εκκλήσεις αφοπλισμού των κρατών ή απλουστευτικές ερμηνείες για τον ιμπεριαλισμό, αλλά τεκμηριωμένες οικονομικές αναλύσεις και αποτελεσματικές πολιτικές δράσεις.


Η αδυναμία της ελληνικής Αριστεράς

Η αδυναμία της ελληνικής Αριστεράς να προσεγγίσει πολιτικά το ζήτημα των στρατιωτικών δαπανών και να το εντάξει στους αγώνες για την προστασία του εισοδήματος των εργαζομένων, πέρα από απλοϊκά ερμηνευτικά σχήματα περί «συμμόρφωσης με την επεκτατική πολιτική των ΗΠΑ» και ιδεαλιστικές εκκλήσεις για την ειρήνη, αποτελεί (σε συνδυασμό με έναν ενδημικό εθνικισμό, κατάλοιπο των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων της, καθώς και μια ιστορική φοβία απέναντι στη μομφή της εθνικής μειοδοσίας) μια από τις βασικές αιτίες της πολιτικά παθητικής της στάσης απέναντι στην καταφανή σπατάλη πόρων για στρατιωτικές δαπάνες και εξοπλισμούς και της νομιμοποίησής της, με το πρόσχημα των αναγκών της εθνικής άμυνας απέναντι σε υποθετικούς ή εν δυνάμει εχθρούς. Συγκυριακά, η πρόσφατη πρόταση του Τούρκου πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν για τερματισμό του εξοπλιστικού ανταγωνισμού των δύο χωρών αποδυναμώνει σημαντικά το πρόσχημα της «εθνικής άμυνας». Άλλωστε, ο όρος «αμυντικές» αντί «στρατιωτικές» δαπάνες αποτελεί ένα ιδεολογικό περίβλημα μιας σπατάλης δημόσιων πόρων την οποία η Αριστερά οφείλει, ιδίως σήμερα, με αφορμή τις συζητήσεις και την κυβερνητική πολιτική αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης, να αναδείξει απερίφραστα. Και πρέπει να καταστήσει σαφές ότι η «αμυντική» σπατάλη τεράστιων και δανεικών χρημάτων εξυπηρετεί απλώς οικονομικά συμφέροντα και πολιτικές διαπλοκές, συντηρεί την αδιαφάνεια και υποθάλπει τη διαφθορά στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος.


* Ενθέματα της Αυγής, 21/3/10

Ο Δημήτρης Χασάπης διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

3 σχόλια:

  1. Το κείμενο του ΔΧ, με έβαλε σε σκέψεις, όσον αφορά την ερμηνεία της λειτουργίας τους, στην αναπαραγωγή του καπιτασλισμού και την παραθέτω, πρόχειρα στην συνέχεια.
    Τα πράγματα νομίζω ότι είναι απλά και δεν χρειάζονται κάποια ιδιαίτερη ερμηνεία. Αρκεί η Λογική.

    Οι στρατιωτικές δαπάνες, είναι ένα ιδιόρυθμο προιόν.
    Η αύξηση της παραγωγής τους αντί να ρίχνει το μέσο ποσοστό κέρδους το αυξάνει, επειδή ο καταναλωτής είναι ο αντίπαλος και όχι ο χρήστης τους.

    Οταν μία χώρα αυξάνει τις αμυντικές δαπάνες, υποχρεώνει τον αντίπαλο να αυξάνει και αυτός τις δικές του, έτσι η ανάγκη για κατανάλωση και νέων αμυντικών δαπανών μεγαλώνει και ώς γνωστόν οι τιμές ανεβαίνουν όταν ανεβαίνει η ζήτηση.
    Είναι το μόνο προιόν που δεν έχει κρίση υπερπαραγωγής.
    Στην βάση αυτή μπόρεσε να ζήσει κοντά 30 χρόνια ο Υπαρκτός Σοσιαλισμός, όπως γνωρίζουμε.

    Σε ανταγωνιζόμενους καπιταλισμούς, είναι το μόνο προιόν που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με αναλογικά ποσά, αλλά με απόλυτα ίσα ποσά, πράγμα που οδηγεί τον λιγώτερο ανεπτυγμένο σε πλήρη εξόντωση.

    Αυτό από την μεριά του "καταναλωτή".
    Από την μεριά του παραγωγού, η αύξηση των πωλήσεων οδηγεί σε μεγαλύτερη αύξηση των πωλήσεων. Αυτό έβλεπε ο Κέυνς και μιλούσε για τον πολλαπλασιαστή 1:2.5 αν θυμάμαι, πράγμα το οποίο προφανώς ήταν απλώς στατιστική παρατήρηση και δεν έχει κάτι ιδιαίτερο μυστηριακό.

    Το ότι συνέπεσε η εφαρμογή του Κευνσιανισμού στις ΗΠΑ στην δεκαετία του 30 , πρίν τον πόλεμο, με την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη, τον εμφύλιο στην Ισπανία , την επέμβαση της Ιταλίας στην Ερυθραία κλπ, οδήγησε σε παρανόηση και θεωρήθηκε ότι οι δημόσιες επενδύσεις αποδίδουν με τον ίδιο πολλαπλασιαστή νομίζω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ σημαντικό άρθρο και πολύ χρήσιμη επιλογή Γιώργο. ΜΑς δίνει και χαρά γιατί τουλάχιστον σε αυτό τον ιστότοπο έχουμε βάλει από καιρό το ζήτημα με την ίδια λογική. Αυτό απλά σημαίνει ότι είμαστε μέσα στα πράγματα και προχωράμε. Καλη μέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Στην πρόταση Ερντογκάν δεν απάντησε ο Γιωργάκης. Ίσως μετά το δάνειο; Προφανως είναι στα αντισταθμιστικά του...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Θέλετε να βάλετε ενεργό link στο σχόλιό σας; BlogU