Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

Και τώρα, τι κάνουμε;


[chef1.PNG]

του Νικηφόρου Σταματάκη*

Είμαστε εδώ, ουσιαστικά, για να συζητήσουμε και να αποφασίσουμε για το μέλλον της ανανεωτικής Αριστεράς. Συμμετέχουμε στο διάλογο και εμείς, αν και δεν είμαστε οργανωμένοι στο Συνασπισμό. Ανήκουμε σε άλλη συλλογικότητα του χώρου: την Πρωτοβουλία για την ανασυγκρότηση της Ανανεωτικής Αριστεράς.

Το ερώτημα στο οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε είναι: τι κάνουμε με το έκτακτο συνέδριο που αποφάσισε η πλειοψηφία του ΣΥΝ;

Ωστόσο, πριν απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να δώσουμε απάντηση σε ένα άλλο ερώτημα, που προηγείται: τι κάνουμε με τον ΣΥΡΙΖΑ;


Η δική θέση μας είναι ξεκάθαρη: Ο ΣΥΡΙΖΑ, και ως ένα πολιτική συμμαχία, όπως υποτίθεται ότι είναι, και ως οιονεί κόμμα, όπως σχεδιάζεται να γίνει, δεν είναι το κόμμα της Αριστεράς που χρειάζεται η εποχή μας και ο τόπος μας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει τίποτα να προσφέρει. Είναι ένα μόρφωμα, με ex officio ηγεσία, που με τη ρητορική και την πρακτική του έχει καταφέρει να ξεπεράσει σε λαϊκισμό το ΠΑΣΟΚ και σε αντιδημοκρατικότητα το ΚΚΕ.


Ας αφήσουμε, λοιπόν, το ΣΥΡΙΖΑ να τραβήξει τον δρόμο του. Για όλους εμάς, που ονειρευόμαστε μια σύγχρονη, δημοκρατική, μεταρρυθμιστική Αριστερά, μια Αριστερά που θα εμπνέεται από τη φιλοσοφία του δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό, είναι αδιανόητο να συμμετέχουμε στον ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό ανεξάρτητα από το αν θα εξελιχθεί, με αργό ή γρήγορο ρυθμό, σε οιονεί κόμμα. Με τον ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, τελειώσαμε. Αυτή πρέπει να είναι η πρώτη απόφασή μας.

Τι γίνεται, όμως, με το ΕΚΤΑΚΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ, δηλαδή πώς βλέπουμε τις σχέσεις μας με την άλλη οργανωμένη τάση-κόμμα του Συνασπισμού – το Αριστερό Ρεύμα.

Το Έκτακτο Συνέδριο, ίσως να είναι συνέδριο ξεκαθαρίσματος κάποιων λογαριασμών στο χώρο του Αριστερού Ρεύματος.

Προπαντός, όμως, είναι Συνέδριο κατά των ανανεωτικών ιδεών και κατά των φορέων αυτών των ιδεών. Γιατί προφανώς, οι εμπνευστές της στρατηγικής του τρίτου πόλου, οι θιασώτες μιας Αριστερής κυβέρνησης ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ, είναι λογικό να πιστεύουν ότι οι ανανεωτικές ιδέες θολώνουν το δήθεν επαναστατικό τους προφίλ. Από την ανανεωτική Αριστερά χρειάζονται μόνο τις ψήφους της – τίποτε άλλο.


Η συμμετοχή μας, λοιπόν, στο Συνέδριο δεν προσφέρει τίποτα. Τουναντίον, θα παγιώσει μια κατάσταση στον Συνασπισμού που είναι, έτσι κι αλλιώς, απαράδεκτη. Η δεύτερη απόφασή μας, επομένως, θα πρέπει να είναι: Δεν συμμετέχουμε στο Συνέδριο

Τι κάνουμε, όμως, μετά;


Ο Συνασπισμός δεν είναι στην πραγματικότητα ενιαίο κόμμα, ένα κόμμα των μελών του, με δημοκρατικό διάλογο παντού, με σύνθεση απόψεων. Είναι απλώς ένα πεδίο ανταγωνισμού για τον έλεγχο των οργανώσεων.

Η πλειοψηφούσα ομάδα –μέσα στο συνασπισμό, όχι όμως και στον κόσμο της Αριστεράς– για να εδραιώσει την κυριαρχία της χρησιμοποιεί κλασικά εργαλεία του σταλινικού οπλοστασίου: τις συκοφαντίες, τους αποκλεισμούς, τις διαγραφές.


Α. Να προτείνουμε στο Αριστερό Ρεύμα την αλλαγή του χαρακτήρα του Συνασπισμού από ενιαίο κόμμα σε συνασπισμό κομμάτων που συγκροτείται στη βάση των αντιλήψεων του δημοκρατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό.

Αν συμφωνήσουν, τότε πάμε μαζί στο Έκτακτο Συνέδριο, για να αποκαταστήσουμε τον αληθινό χαρακτήρα του Συνασπισμού και να πάψουμε να είμαστε συνεργοί σε μια πολιτική απάτη: να εμφανίζουμε δηλαδή ως δήθεν ενιαίο κόμμα κάτι που είναι, στην πραγματικότητα, συνασπισμός τάσεων-κομμάτων. Και να αποσαφηνίσουμε, ταυτόχρονα, το ιδεολογικοπολιτικό στίγμα του νέου Συνασπισμού, που θα πρέπει να είναι αυτό των ενωμένων δυνάμεων της Αριστεράς που εμπνέονται από το δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό.

Αν το αριστερό ρεύμα απορρίψει την πρότασή μας, τότε ας αποφασίσουν στο Έκτακτο Συνέδριό τους αν θέλουν ή όχι να μείνουμε μαζί στο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ – αλλά ως συνασπισμό κομμάτων.


Β. Να προχωρήσουμε εμείς σε συνέδριο των ανανεωτικών δυνάμεων. Να καλέσουμε να συμμετάσχει σε αυτό όλος ο κόσμος της ανανεωτικής Αριστεράς, ο οποίος, απογοητευμένος, έχει γυρίσει την πλάτη του στο υβρίδιο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ.


Σίγουρα ο δρόμος αυτός είναι δύσκολος. Για να είμαστε, όμως, ειλικρινείς εμείς τον κάναμε δύσκολο: με τις αδυναμίες μας, τις ανεπάρκειές μας, την ατολμία μας. Ο κόσμος της Αριστεράς, η κοινωνία γενικότερα είναι πολύ μπροστά από ’μας.

Ωστόσο, είναι γεγονός ότι ο δρόμος αυτός έχει μεγάλες δυσκολίες. Αλλά, τουλάχιστον, κρατά την ελπίδα ζωντανή.


Η συμμετοχή στο Συνέδριο μάς καταδικάζει να είμαστε, ουσιαστικά, απόντες από τις πραγματικές πολιτικές εξελίξεις, σε στιγμές κρίσιμες για τον τόπο.

Μας στερεί τη δυνατότητα να καταδείξουμε ότι η σημερινή κρίση είναι γνήσιο τέκνον της διαπλοκής και της διαφθοράς, της υποταγής του πολιτικού συστήματος στην οικονομική ολιγαρχία, της επιβολής των συντεχνιακών συμφερόντων στην κοινωνία, των ασύλληπτων ανισοτήτων, της περιθωριοποίησης δημιουργικών δυνάμεων της κοινωνίας.

Προπαντός μας στερεί τη δυνατότητα να μετατρέψουμε τη σημερινή κρίση σε ευκαιρία για τη προώθηση των μεγάλων αλλαγών που έχει ανάγκη ο τόπος.


Ο δρόμος μας σίγουρα θα είναι δύσκολος. Αλλά είναι ο μόνος δρόμος που έχουμε για να επαναφέρουμε στο προσκήνιο τις ιδέες της ανανέωσης της Αριστεράς, δίνοντάς τους ακόμη μεγαλύτερο βάθος και χαράζοντάς τους μια νέα προοπτική.



*Η ομιλία του σ. Νικηφόρου Σταματάκη, μέλους της ΠΑΑΑ, στη συγκέντρωση της Ανανεωτικής Πτέρυγας, 21 Φεβρουαρίου 2010


Δείτε σχετικά: Σπύρος Λυκούδης: Αισθάνομαι ασφυξία, αλλά ο Συνασπισμός είναι το σπίτι μου *Από τις αποφάσεις του συνεδρίου θα κρίνουμε αν σπάει το ιδρυτικό μας συμβόλαιο




Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Όταν η οικονομική κρίση συναντά την φιλανθρωπία


"Το αίτημα των καιρών είναι απλό και επιτακτικό συνάμα: Μέσα από την διαδικασία της οικονομικής κρίσης όπου τα πάντα μπορούν να επαναξιολογηθούν, η ιδεολογική και πολιτική θωράκισης των κινημάτων που εκφράζουν τις αποκλεισμένες ομάδες όπως τα ΑμεΑ είναι η μόνη αποτελεσματική άμυνα απέναντι στην επελαύνουσα φιλανθρωπία. Την αγριότερη και ταυτόχρονα υποκριτικότερη μορφή εμκμετάλλευσης..."

του Κώστα Θεοδωρόπουλου

Η οικονομική κρίση στο καπιταλιστικό σύστημα αποτελεί την πλέον σκληρή και επαχθή αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου. Πλήττει ιδιαίτερα τα πλέον φτωχά στρώματα και κοινωνικές ομάδες που κατά κανόνα ζουν σε συνθήκες περιθωριοποίησης και κοινωνικού αποκλεισμού χωρίς πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων. Πρόκειται για σκληρή και ανελέητη διαδικασία που εκμηδενίζει και συνθλίβει τις όποιες κοινωνικές δομές «προστασίας» αυτών των ομάδων με άμεσα αποτελέσματα. Την ίδια στιγμή, ο πλούτος συσσωρεύεται σε ολοένα λιγότερους βαθαίνοντας ακόμη περισσότερο την κοινωνική ανισότητα. Ακριβώς σε αυτό το κρίσιμο σημείο της αναδιανομής, η λεγόμενη «φιλανθρωπία» με αλτρουιστικές αναφορές βασισμένη σε υπαρκτές κοινωνικές ανάγκες, επιχειρεί στο ιδεολογικό επίπεδο να προσδώσει ηθική κάλυψη και νομιμοποίηση αλλά και να αποκρύψει το ένα και μοναδικό αίτιο της σύνθλιψης κοινωνικών ομάδων που δεν είναι άλλο απο την συσσώρευση του πλούτου.

Το φαινόμενο της φιλανθρωπίας, είναι ομολογουμένως προγενέστερο του καπιταλισμού. Ωστόσο, κοινή τους ρίζα είναι το άτομο που υπερέχει του συνόλου, το άτομο που έχει διακριθεί (οικονομική επιφάνεια, πολιτική ή θρησκευτική δύναμη), και ως τέτοιο συνδράμει αυτούς που δεν είχαν την ικανότητα ή την τύχη να ανταπεξέλθουν στις συνθήκες της ζωής . Η φιλανθρωπία λειτουργεί ως ιδεολογικός μηχανισμός μίας προνοιακής εκδοχής που βασίζεται στην ευαισθησία του διακεκριμένου ατόμου, που υποκαθιστά τις συλλογικές και κρατικές δομές προστασίας ή αλληλοβοήθειας. Εξ’ ορισμού, λοιπόν, η φιλανθρωπία υπηρετεί την νεοφιλελεύθερη αντίληψη.

Τα άτομα με αναπηρία αποτελούν προνομιακό πεδίο εφαρμογής του φιλανθρωπικού μοντέλου. Για συγκεκριμένους και εύκολα κατανοήσιμους λόγους: Είναι μία ομάδα κοινωνικά αποκλεισμένη, με κατά κανόνα μη χειραφετημένη πολιτική σκέψη, αλλά και με χειραγωγημένους μηχανισμούς διαμεσολάβησης. Και όλα αυτά, παρά το δεδομένο ότι το έναυσμα δημιουργίας οργανωμένου και χειραφετημένου αναπηρικού κινήματος στην χώρα μας πριν μερικές δεκαετίες ήταν η μετωπική αντιπαράθεση με το φιλανθρωπικό κατεστημένο, δεσπόζουσας της εκκλησίας. Πράγματι, από το αναπηρικό κίνημα διατυπώθηκε αρχικά κάθετος, ριζοσπαστικός και διακριτός πολιτικός λόγος κατά της φιλανθρωπίας, που αξίωνε την δημιουργία συλλογικών δομών πρόνοιας (κοινωνικό κράτος). Στην πορεία των χρόνων, όμως, αυτός ο λόγος υποχώρησε, παρατηρήθηκε διαρκής τάση ενσωμάτωσής του στο φιλανθρωπικό και κρατικιστικό μοντέλο. Γι΄αυτό και πλέον δεν έχει απήχηση. Αυτού δεδομένου, δυστυχώς, στις υφιστάμενες συνθήκες όπου η οικονομική κρίση θα οξύνει τις ανισότητες και θα οδηγεί την κοινωνία σε όλο και πιο συντηρητικές κατευθύνσεις, όλο και συχνότερα πλέον θα ακούμε για την ανάγκη της φιλανθρωπίας ως αποτελεσματικού μοντέλου κοινωνικής πολιτικής.

Δυό λόγια και για τους πλέον αντιδραστικούς κομματικούς σχηματισμούς που λειτουργούν ως ...πρωτοπορίες προς τα πίσω πρωταγωνιστώντας και στην επαναφορά με όρους προπολεμικούς του φιλανθρωπικού μοντέλου. Εξηγούμαι: Ενώ επί χρόνια η φιλανθρωπία ασκείτο συγκεκαλυμμένη μέσω μη κυβερνητικών οργανώσεων, πλέον το εκφράζον τα πιο συντηρητικά και ρατσιστικά ανακλαστικά της κοινωνίας μας κόμμα του ΛΑΟΣ την εισάγει απροκάλυπτα στο κεντρικό προσκήνιο της πολιτικής. Ένα αποκαλυπτικό επ’ αυτού παράδειγμα : Παραμονές των βουλευτικών εκλογών του 2009 , στις 24 του Σεπτέμβρη, ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ Γ. Καρατζαφέρης επισκέπτεται συνοδεία πλήθους ραδιοτηλεοπτικών συνεργείων και οφθαλμιάτρων τις εγκαταστάσεις του Φάρου τυφλών της Ελλάδος. Αντί της οιαδήποτε, έστω τυπικής, πολιτικής αναφοράς σε θέματα προνοιακής πολιτικής, ο Καρατζαφέρης θέτει τους οφθαλμίατρους στην διάθεση των τυφλών(!) και παράλληλα προσφέρει ...δωρεά 20 χιλιάδων ευρώ όπως μας πληροφορεί το σχετικό δελτίο τύπου.

Θα αναμένετο μιά στοιχειωδώς αποδοκιμαστική αντίδραση των παρισταμένων διοικούντων τον Φάρο Τυφλών, μιας και η όλη στάση Καρατζαφέρη ευθέως προσβάλλει τα “ιερά και όσια” που όρισαν καθεαυτό τον λόγο ύπαρξης του αναπηρικού κινήματος. Αντ’ αυτού δόθηκε η κάτωθι απάντηση δια στόματος προέδρου του φορέα την οποία αυτούσια παραθέτουμε:

«Κύριε Καρατζαφέρη. Ειλικρινά εκείνο το οποίο είναι αξιοθαύμαστο σε εσάς, είναι ότι παρ' όλο που και πρώην πρόεδρος της δημοκρατίας μας επισκέφθηκε και υπουργοί προσπάθησαν, δεν κατάφεραν να μας βοηθήσουν. Εσείς όμως τα καταφέρατε, μαςσυμπαραστέκεστε και βοηθάτε πολύ κόσμο. Αγγίξατεπολλά συναισθήματα στις καρδιές των Ελλήνων, σας ευχαριστούμε πάρα πολύ».

Συμπερασματικά: Eνώ με την στάση του ο Καρατζαφέρης ευτέλισε τις βαθύτερες κοινωνικές αναφορές/λόγους ύπαρξης του αναπηρικού κινήματος, όχι απλώς δεν αποδοκιμάστηκε αλλά – αντίθετα – αντιμετωπίστηκε ως ευεργέτης! Καμμιά αντίδραση όχι μόνο απ’ τους ανθρώπους του Φάρου αλλά και από το ευρύτερο αναπηρικό κίνημα. Μοναδική εξαίρεση του κανόνα ήταν η Εθνική Ομοσπονδία Τυφλών που εξέδωσε μετά από 5 ημέρες ανακοίνωση υπό τον τίτλο «ΨΑΡΕΨΤΕ ΑΛΛΟΥ, ΚΥΡΙΕ ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ». Η συγκεκριμένη ανακοίνωση αν μη τι άλλο διέγνωσε τις πραγματικές προθέσεις του προέδρου του ΛΑΟΣ.

Μετά τα παραπάνω ενδεικτικά της άμβλυνσης των κοινωνικών αμυνών, χρήσιμη είναι μιά αναφορά στην οικονομική πλευρά του θέματος. Διότι η φιλανθρωπία υπήρξε και εξακολουθεί εξ’ ορισμού να είναι θερμοκήπιο αδιαφάνειας και παράνομου πλουτισμού.

Τα πράγματα με το όνομά τους: Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως το «φιλανθρωπικό έργο» παρέχεται σε συνθήκες πλήρους αδιαφάνειας. Τα λεγόμενα φιλανθρωπικά σωματεία λειτουργούν ως ΜΚΟ με βάση αναχρονιστικό νομοθετικό διάταγμα της χούντας (ΠΔ 1111/1972). Ολες αυτές οι οργανώσεις, λοιπόν, που διαχειρίζονται όχι μόνο τις εισφορές των πολιτών αλλά συνδιαχειρίζονται και κρατικές ή κοινοτικές δράσεις λειτουργούν με την ολοκληρωτική απουσία ελεγκτικών μηχανισμών . Ο καθένας μπορεί να δημιουργήσει μια ΜΚΟ με την μορφή σωματείου και να λειτουργεί ανεξέλεγκτα. Χιλιάδες διαχρονικά είναι τα οικονομικά σκάνδαλα και χιλιάδες επίσης οι καταγγελίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας για τον ρόλο φιλανθρωπικών σωματείων ή Μ.Κ.Ο. Σκάνδαλα και καταγγελίες που έχουν να κάνουν με οργανώσεις - σφραγίδες, με έκδοση πλαστών τιμολογίων, με γραφεία που συμπίπτουν με τα σπίτια ή τα γραφεία παραγόντων του πολιτικού και επιχειρηματικού κόσμου. Ακριβώς αυτό το αδιαφανές πλαίσιο καθιστά δυνατή μία ακόμη πηγή πλουτισμού και ιδιοποίησης των κοινωνικών πόρων.

Πρέπει να διατυπωθούν με την αμεσότητα που οι καιροί απαιτούν τα προοδευτικά “δια ταύτα” που ολίγον αναλυτικά έχουν ως ακολούθως:

Το αίτημα των κοινωνιών για συλλογικές δομές κοινωνικής προστασίας εκφράστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα με την θεσμοθέτηση και ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους. Η αριστερά αποτέλεσε τον φορέα της προοδευτικής αντίληψης στο πεδίο των πολιτικών και κοινωνικών αγώνων. Ας την ξαναθυμίσουμε προς εμπέδωση:Η κοινωνική προστασία αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας, ενώ η αλληλεγγύη εκφράζεται με την ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών. Η υπόθεση της κοινωνικής προστασίας/φροντίδας πρέπει να είναι υπόθεση των πολλών για τους πολλούς, σε αντιδιαστολή με το δόγμα πως η προστασία μπορεί να παρέχεται από μία ομάδα “ευαίσθητων” και “πεφωτισμένων” φιλ-ανθρώπων.

Ωστόσο, απεδείχθη στην διάρκεια ότι η έμπρακτη εφαρμογή αυτής της αντίληψης αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα λόγω της ίδιας της δομής του κράτους. Επί του πρακτέου, η γραφειοκρατία, η διαφθορά, η υποχρηματοδότηση, η αποξένωση του κράτους από την κοινωνία, μετέτρεψε το κοινωνικό κράτος σε έναν μηχανισμό παροχής χαμηλών υπηρεσιών με υψηλό κόστος, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα . Εντέλει καταλήξαμε στο θλιβερό σημείο, το κοινωνικό κράτος να έχει απωλέσει όχι μόνο την χρησιμότητα του αλλά και το πλεονέκτημα της ηθικής υπεροχής και της ιδεολογικής ηγεμονίας. Ενα πλεονέκτημα που για λόγους ιστορικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς, θα έπρεπε να λογίζεται αδιαμφισβήτητο.

Παραταύτα : Αδιαμφισβήτητη ήταν, είναι και θα είναι η κοινή λογική, που κραυγάζει ότι σε κάθε περίπτωση η κοινωνική προστασία είναι ένα δημόσιο αγαθό. Η πρόνοια δεν είναι υπόθεση των λίγων (αυτών που έχουν φιλάνθρωπα αισθήματα) αλλά ολόκληρης της κοινωνίας και αυτών που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες της κοινωνικής προστασίας. Και η ασφαλέστερη εγγύηση προς αυτή την κατεύθυνση είναι το κάθε κίνημα που διεκδικεί ουσιαστική και αποτελεσματική κοινωνική πολιτική, αξιώνει να είναι δύναμη άσκησης κοινωνικού ελέγχου και όχι συνδιαχειριστής της εξουσίας.

Το αίτημα των καιρών είναι απλό και επιτακτικό συνάμα: Μέσα από την διαδικασία της οικονομικής κρίσης όπου τα πάντα μπορούν να επαναξιολογηθούν, η ιδεολογική και πολιτική θωράκισης των κινημάτων που εκφράζουν τις αποκλεισμένες ομάδες όπως τα ΑμεΑ είναι η μόνη αποτελεσματική άμυνα απέναντι στην επελαύνουσα φιλανθρωπία. Την αγριότερη και ταυτόχρονα υποκριτικότερη μορφή εμκμετάλλευσης...

*Ελευθεροτυπία, 24/2/10



Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Δυο κείμενα μια πολιτική … και το Έκτακτο Συνέδριο



[δυσίατη φυσιογνωμική μετάλλαξη]


"Όσοι πραγματικά θεωρούν ότι η υφιστάμενη κατάσταση εναγκαλισμού με το ΣΥΡΙΖΑ και το εν εξελίξει πολιτικό σχέδιο έχουν επιφέρει δυσίατη φυσιογνωμική μετάλλαξη στο ΣΥΝ, οφείλουν να εντείνουν τις προσπάθειες και την παρουσία τους εν όψει συνεδρίου για την ανακοπή αυτής της πορείας. Διαφορετικά, θα ολοκληρωθούν οι συνθήκες ασφυξίας για τις ανανεωτικές ιδέες και την πολιτική μιας σύγχρονης δημοκρατικής αριστεράς και το επικείμενο συνέδριο μπορεί να καταγραφεί ως ο τελευταίος σταθμός στη σχέση και στην ταύτιση της Ανανεωτικής Αριστεράς με τον ΣΥΝ."

του Γεράσιμου Γεωργάτου

Μέσα στο Φεβρουάριο δημοσιεύτηκαν δύο κείμενα που παρουσιάζουν αξιοσημείωτες ομοιότητες: στις 8/2, dosepasa.wordpress.com, το «Μέτωπο Ανατροπής» του Α. Αλαβάνου και στις 19/2, Αυγή, «Η ομιλία στον Πανελλήνιο» του Α. Τσίπρα.

Και στις δύο περιπτώσεις κλίνονται με έμφαση και σε όλες τις πτώσεις η Αντίσταση, η Ανατροπή και η Ενότητα της Αριστεράς, με την Ενότητα νοούμενη ως ενότητα με τον Σταλινισμό και τον Αριστερισμό. Η Μεγάλη Αριστερά και οι εκκλήσεις προς το ΚΚΕ επανέρχονται στην ημερήσια διάταξη, μαζί με την πάση θυσία και τίμημα συμπόρευση, πολύ πέρα από την κοινή μόνο δράση, με τους φορείς και τις ομάδες που συγκροτούν τον ΣΥΡΙΖΑ. Καλείται φυσικά να προσέλθει και ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ, ώστε με την προσδοκία της συρρίκνωσης ή της κάποτε διάσπασής του να γίνει επιτέλους πραγματικό το όνειρο του ανατρεπτικού Τρίτου Πόλου. Όσο για τη συνάντηση με τους Οικολόγους, αυτή εξαντλείται στην επίκληση κάποιων - άραγε ποιών - δυνάμεων της ριζοσπαστικής οικολογίας.

Και στις δύο περιπτώσεις αφθονεί το καταγγελτικό σφυροκόπημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ απουσιάζουν οι θετικές προτάσεις. Ζητούν την κατάργηση των συγκροτητικών συνθηκών της Ε.Ε, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση τη διάλυσή της, όταν υπάρχει όσο ποτέ ανάγκη προώθησης της κοινής οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης, ακόμα και με συμβιβασμούς με συντηρητικές δυνάμεις που θα ομονοούσαν σε μια τέτοια κατεύθυνση. Μόνο έτσι αντιμετωπίζεται η δικτατορία των αγορών. Αλλιώς διευκολύνεται το έργο της νεοφιλελεύθερης κατεδάφισης. Τα πανευρωπαϊκά και εγχώρια κοινωνικά μέτωπα και οι «εξεγέρσεις» που προτείνουν, για «μια άλλη από τα κάτω Ευρώπη», ως απόλυτη προτεραιότητα, υποκαθιστούν μεταμορφωμένη στο σήμερα την αντίληψη της δι` εφόδου κατάληψης της εξουσίας και της επίλυσης των προβλημάτων στο σοσιαλιστικό παράδεισο, εν προκειμένω «της άλλης Ευρώπης».

Και στις δύο περιπτώσεις είναι χαρακτηριστική η υποβάθμιση και η αδιαφορία για την εγχώρια θεσμική υστέρηση και τις χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας που απλώς περιγράφονται και καταγγέλλονται, ενώ, είτε ρητώς είτε υπαινικτικώς, είναι σαφής ο προσανατολισμός προς τη συγκρότηση μιας αντισυστημικής – αντικαπιταλιστικής αριστεράς, με όχημα βεβαίως έναν μετεξελισσόμενο προς αυτή την κατεύθυνση ΣΥΡΙΖΑ και με τον ΣΥΝ υποβαθμισμένο σε συνιστώσα του.

Οι απαράλλακτες σχεδόν πολιτικές που καταγράφονται στα δύο κείμενα επιβεβαιώνουν πως ό,τι επακολουθήσει, από το έκτακτο συνέδριο του ΣΥΝ μέχρι την προαναγγελθείσα 4η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του συμμαχικού σχήματος, δεν θα είναι τίποτα άλλο παρά μια αμείλικτη μάχη ισχυροποίησης μηχανισμών για ανακαθορισμό συσχετισμών και τελική επικράτηση εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Γεγονός που επαληθεύει ότι οι εντός ΣΥΝ δημοκρατικές δήθεν ευαισθησίες για έκφραση της βάσης, η ρητορική κατά των τάσεων και το εφεύρημα της επανεκκίνησης του κόμματος, δεν αποτελούν παρά φθηνό λαϊκισμό.

Η εκτίμηση αυτή ισχυροποιείται ακόμα περισσότερο καθώς ασκούνται πιέσεις για χρονολογική επίσπευση του συνεδρίου, μείωση του μέτρου εκλογής αντιπροσώπων και αύξηση του αριθμού των συνέδρων. Εδώ ο λαϊκισμός κορυφώνεται. Με πρόσχημα τη δημοκρατία και την ευρύτερη δυνατή έκφραση και αντιπροσώπευση των μελών, στην πράξη όλα αυτά περιστέλλονται μέχρι πλήρους κατάλυσης. Η χρονική συρρίκνωση του προσυνεδριακού διαλόγου - αν επικυρωθεί - φανερώνει απόλυτη αδιαφορία και περιφρόνηση στη δυνατότητα να ακούσουν, να ερωτήσουν και να τοποθετηθούν πολύ περισσότερα μέλη από τα ελάχιστα που θα εγγραφούν στον κατάλογο των ομιλητών τις ημέρες του συνεδρίου. Εκτός αν ως έκφραση και τοποθέτηση θεωρείται πλέον και στην Αριστερά το χειροκρότημα, η ανάταση του χεριού και η ψήφος για αρχηγό και ΚΠΕ.

Και φυσικά, με τη μείωση του μέτρου και την αύξηση του αριθμού των συνέδρων επιβεβαιώνεται απροκάλυπτα η βεβιασμένη απόπειρα αλλαγής συσχετισμών. Σύμφωνα μάλιστα με τα νέα ήθη και τις «φρέσκιες ιδέες», ένας πολυπληθέστερος αριθμός συνέδρων θα αναδείξει και τον πρόεδρο του κόμματος. Αυτό κι αν είναι εφαρμοσμένος παπανδρεϊσμός και ενισχυμένος προεδροκεντρισμός στην κατά τα άλλα ριζοσπαστική αριστερά της βάσης και του κόμματος των μελών. Και σε κάποιο μεθεπόμενο συνέδριο θα αναδεικνύεται επιτέλους ο πρόεδρος από εκεί που πρέπει, δηλαδή με ψηφοφορίες στα καφενεία ή δια βοής σε πολυπληθέστερα συνέδρια, ίσως με τον Τσάβες παραπλεύρως, όπως άλλοτε ο Αείμνηστος με τον Αραφάτ.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον και με ένα τέτοιο πολιτικό σχέδιο και τέτοιες πρακτικές εν εξελίξει, είναι απορίας άξιο πώς ορισμένοι διακηρύσσουν ότι είναι «ώρα για επιστροφή στο κόμμα», (Α. Μανταδάκης, Αυγή, 19/2/10) και αυτό να το επιχειρούν τοποθετούμενοι δήθεν στο κέντρο, δηλαδή δια της αφωνίας και της συμπόρευσης με αυτούς που υλοποιούν αυτό το σχέδιο και συναινώντας, αν όχι πρωταγωνιστώντας, σε αυτές τις πρακτικές.

Όσοι πραγματικά θεωρούν ότι η υφιστάμενη κατάσταση εναγκαλισμού με το ΣΥΡΙΖΑ και το εν εξελίξει πολιτικό σχέδιο έχουν επιφέρει δυσίατη φυσιογνωμική μετάλλαξη στο ΣΥΝ, οφείλουν να εντείνουν τις προσπάθειες και την παρουσία τους εν όψει συνεδρίου για την ανακοπή αυτής της πορείας. Διαφορετικά, θα ολοκληρωθούν οι συνθήκες ασφυξίας για τις ανανεωτικές ιδέες και την πολιτική μιας σύγχρονης δημοκρατικής αριστεράς και το επικείμενο συνέδριο μπορεί να καταγραφεί ως ο τελευταίος σταθμός στη σχέση και στην ταύτιση της Ανανεωτικής Αριστεράς με τον ΣΥΝ.

25/2/10, ananeotiki.gr


Πως επιβιώνει ο καπιταλισμός (2)

"Η μόνη Αριστερή απάντηση είναι , να καταφέρει να κερδίσει το στοίχημα της εποχής μας. Να μπορέσει δηλαδή η αριστερά, να παράξει πολιτική που θα μπορεί να διευθύνει την παγκοσμιοποίηση.

Η απάντηση στην πρόκληση αυτή, είναι μονόδρομος. Δεν φτάνουν καταγγελίες και ξόρκια, αλλά χρειάζεται να καταφέρει να φτιάξει πολιτικές δομές , ικανές να διαχειριστούν στο εσωτερικό τους , επαρκείς ροές των «Δικτύων παραγωγής», ώστε να της δίνουν μία στοιχειώδη επάρκεια και αυτοτέλεια σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση.

Ένα τέτοιο μέγεθος είναι η ΕΕ."


Εθνικισμός και Αριστερά

του Κώστα Ανδρέου


Το ζήτημα της σχέσης εθνικισμού και αριστεράς είναι ένα θέμα που πρέπει να μας απασχολήσει για δύο κυρίως λόγους.

Ο πρώτος και σημαντικότερος λόγος απορρέει από το ότι ο εθνικιστικός λόγος, κατάφερε να γίνει κεντρικός ιδεολογικός λόγος τα τελευταία 15 χρόνια, με πρακτικές συνέπειες την μεταφορά του κέντρου της πολιτικής συζήτησης, στην περιοχή της ΝΔ και του ΛΑΟΣ.

Ο δεύτερος λόγος αφορά την ίδια την αριστερά, που απέναντι στις στοιχίσεις του εθνικιστικού λόγου, πολυδιασπάστηκε, όπως είδαμε στα 3 σημαντικά θέματα , όπου κλήθηκε να πάρει θέση. Στο Μακεδονικό, στο ζήτημα των ταυτοτήτων αλλά και στο ζήτημα του Σχεδίου Ανάν.

Όμως εκεί που οι διαφορετικές στοιχίσεις σχηματοποιήθηκαν, ήταν στο ζήτημα του βιβλίου της ΣΤ’Δημοτικού.

Είναι φανερό πλέον ότι οι ερμηνείες για το έθνος, δεν είναι ίδιες για όλους τους αριστερούς.

Ο εθνικιστικός χώρος, που είχε καταδικαστεί και εξοβελιστεί από την πολιτική σκηνή μετά την χούντα, κατάφερε να επιστρέψει ιδιαίτερα δυναμικά, ακόμη από την 10ετία του 80, με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ «της Ελλάδας που ανήκει στους Ελληνες» στην κυβέρνηση που διαβάζει τον κόσμο με την τριτοκοσμική αντιιμπεριαλιστική οπτική του «Κέντρου και της περιφέρειας» , που οφείλει να τα βρεί με την εκκλησία, αλλά και με το ρεύμα των Νεορθοδόξων (Ζουράρις, Μοσκώφ, Σαβόπουλος κλπ) , πού έκανε συζητητές, νομιμοποιημένους στην αριστερά, «διανοούμενους» παρακοιμώμενους των σκοταδιστών της εκκλησίας , όπως ο Ράμφος και ο Γιανναράς.

Ιδιαίτερη στιγμή για το εθνικιστικό ρεύμα απετέλεσε ασφαλώς η εκλογή του Χριστόδουλου Παρασκευαίδη, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.

Η είσοδος του ΛΑΟΣ στην βουλή , είναι ασφαλώς ιδιαίτερης σημασίας γεγονός και δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους. Δεν μπορούμε να μιλάμε απλώς για ένα φαινόμενο «γραφικών» αμετανόητων νοσταλγών, όπως λέγαμε την δεκαετία του 80.

Η παρουσία του ΛΑΟΣ στα ΜΜΕ και η άνεση με την οποία τα χρησιμοποιεί, δεν είναι τυχαία. Ο λόγος του έχει μια Νέου Τύπου λαϊκίστικη δυναμική. Δεν απολογείται, αλλά συναρθρώνει ιδεολογικά μέτωπα, εναντίον του πολιτικού συστήματος, εναντίον των μεταναστών, εναντίον των «εσωτερικών εχθρών του έθνους». Επίθετα όπως Νενέκοι, νεοταξίτες, ευρωλιγούρηδες, αμερικανοτσολιάδες , ενεργούμενα των Εβραίων και της Παγκόσμιας Ελίτ, τα συναντάμε κάθε μέρα μπροστά μας.

Όλα αυτά είναι νομίζω κοινός τόπος και ασφαλώς απετέλεσαν και θα αποτελέσουν στο μέλλον αντικείμενο συζήτησης.

Θα περιοριστώ όμως σε κάποιες πρώτες σκέψεις γύρω από το πρόβλημα εθνικισμός και Αριστερά.

Ποιες είναι οι απόψεις της Αριστεράς για το έθνος. Τι είναι το έθνος. Υπάρχει σαφής τοποθέτηση, είναι ξεκαθαρισμένη στο μυαλό των αριστερών, με τον ίδιο τρόπο η απάντηση;

Προσωπικά έχω υπόψη μου δύο διαφορετικές «νόμιμες» απαντήσεις σ’αυτό το ερώτημα.

Η μία μας δίνεται από τον Μάρξ και τον Εγκελς, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, όπου θέτει ως καθήκον για το επαναστατικό κίνημα, την συγκρότηση του «έθνους των εργατών» σε αντίθεση και διάκριση με τα «έθνη των αστών». Η τέτοια διατύπωση έχει και μια έλλη σημασία που θέλω να την επισημάνω. Ο Μάρξ και ο Εγκελς είναι σχετικά κοντά στην γέννηση των εθνών των αστών, με «υλικά» γνωστά σ’ αυτούς, που δεν έχουν καμία σχέση με κάποιο «ιστορικό έθνος» που παλιγεννάται.

Ο Μάρξ είδε την αστική τάξη στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία κλπ να φτιάχνουν το κράτος-έθνος με τη δύναμη των επαναστάσεων και των όπλων που διέλυαν τις αυτοκρατορίες της Ευρώπης , αλλά και τη δύναμη της καπιταλιστικής οικονομίας και των ιδεών του διαφωτισμού.

Η δεύτερη άποψη για το έθνος μας έρχεται από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ουίλσον , με την περιβόητη αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών.

Η άποψη αυτή έγινε κεντρική άποψη για το Λένιν, αφού εξειδικευτεί ακόμη περισσότερο η έννοια «λαών» , ως εθνών, εθνοτήτων, εθνοτικών ομάδων, λαοτήτων κλπ.

Η γενικευμένη εφαρμογή αυτής της αρχής , γέννησε περίπου 200 κράτη σε όλο τον κόσμο, από τα οποία τα μισά περίπου μπόρεσαν να επιτελέσουν τον ρόλο τους ικανοποιητικά. Στην Αφρική εκτός από δύο τρείς χώρες, όλες οι άλλες έχουν χρεωκοπήσει. Στην Ασία και στα Βαλκάνια έχουμε αντίστοιχα θέματα που θα σήκωναν συζήτηση, για την γενική αξία της αρχής της αυτοδιάθεσης, από την πλευρά της ικανότητας της να δημιουργεί ασφαλή περιβάλλοντα για την ζωή των ανθρώπων, από μόνη της.

Είναι φανερό εδώ ότι η άποψή του, έχει άλλο υποκείμενο στην συγκρότηση των εθνών, από τα υποκείμενα του Μάρξ και του Εγκελς.

Τα έθνη προϋπάρχουν της αστικής τάξης και η εργατική τάξη εκτός από το να δημιουργήσει το «έθνος των εργατών» , συντάσσεται με το δικαίωμα των εθνών που υπάρχουν σε προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς.

Τα έθνη αυτά ο Μάρξ δεν τα συναντάει στις αναφορές του στους προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς, με εξαίρεση, το εβραϊκό έθνος, στο εβραϊκό ζήτημα και κατά κάποιον τρόπο τα υπαινίσσεται στις κοινωνίες με ασιατικό τρόπο παραγωγής, όπου δεν βλέπει τον «εξατομικευμένο-απομονωμένο» δουλοπάροικο, αλλά βλέπει τις κοινότητες που συλλέγουν μόνες τους και αποδίδουν τους φόρους στο Δεσπότη και αντιμετωπίζονται απ’ αυτόν ως υποτελείς κοινότητες.

Όμως, ούτε αναφέρεται σ’ αυτές τις κοινότητες, ως έθνη, ούτε φαίνεται να τις βλέπει σαν φορείς εξέγερσης και οργάνωσης των «κρατών-εθνών» του καλπάζοντος καπιταλισμού. Υποκείμενα γέννησης των καπιταλιστικών σχηματισμών, παραμένουν για το Μαρξ οι αστικές τάξεις που γεννώνται ως έμποροι και τεχνίτες στις μεσαιωνικές πόλεις.

Οι δύο αυτές θέσεις για το έθνος, παρά το διαφορετικό εννοιολογικό φορτίο, δεν φαίνεται να απασχόλησαν ιδιαίτερα την αριστερά και τις σπάνιες φορές που βρέθηκε αντιμέτωπη με την σημασία τους, έλυσε το πρόβλημα με τον πιο εύκολο κάθε φορά τρόπο. Χρησιμοποίησε την ερμηνεία που της έδινε καλύτερη δυνατότητα για παρέμβαση κάθε φορά. Μετέτρεψε δηλαδή τη θεωρητική ασάφεια και αδυναμία σε τακτικό πλεονέκτημα. Θα το δούμε αυτό στην συνέχεια.

Όμως πριν προχωρήσω πάρα κάτω και για να κερδίσω χρόνο θα κάνω μια συνοπτική περιγραφή σ’ αυτό που εγώ θεωρώ «μήτρα» από την οποία γεννήθηκε η Αριστερά, οι μεταμορφώσεις της οποίας , απετέλεσαν την αιτία των αλλαγών της Αριστεράς στην ιστορική διαδρομή της και κατά τη γνώμη μου αποτελούν σήμερα το λόγο που η Αριστερά παράγει ή έστω φιλοξενεί στις γραμμές της, δυνάμεις του εθνικισμού.

Η Αριστερά γεννήθηκε ως κίνημα από τη μήτρα της ερμηνείας των κοινωνικών ανισοτήτων. Η Μαρξιστική Αριστερά ηγεμόνευσε τις δύο τελευταίες εκατονταετίες στην Αριστερά, ακριβώς επειδή έδωσε την πειστικότερη ερμηνεία στο ζήτημα.

Η Μαρξιστική Αριστερά με τη θεωρητική δουλειά πρώτα απ’όλα του ίδιου του Μαρξ, κατάφερε να πείσει το εργατικό κίνημα, ότι η κοινωνική αδικία δεν είναι αποτέλεσμα κλοπής, δεν είναι δηλαδή ζήτημα ηθικής, αλλά αποτέλεσμα της ταξικής φύσης του καπιταλισμού.

Ο Μαρξ στο Κεφάλαιο περιγράφει τον καπιταλισμό, ως το κοινωνικό σύστημα που συναρθρώνεται γύρω από τους ρόλους που επιφυλάσσει στους ανθρώπους ως παραγωγούς, το στρατηγείο του, που δεν είναι άλλο από το γνωστό εργοστάσιο.

Η καπιταλιστική παραγωγή δεν είναι τίποτε άλλο, από το μηχανισμό παραγωγής εμπορευμάτων, που αποτελείται από την συνάντηση τριών παραγόντων:

Α) Του σταθερού κεφαλαίου, που είναι ο χώρος όπου τοποθετούνται οι μηχανές , το εργοστάσιο

Β) Των πρώτων υλών που θα επεξεργαστεί και

Γ) Των εργατών που θα λειτουργήσουν τις μηχανές και θα μετατρέψουν τις πρώτες ύλες σε εμπορεύματα.

Η μη πληρωμή μέρους του χρόνου της εργατικής δύναμης, παράγει την υπεραξία που πραγματώνεται στην αγορά και από την οποία προκύπτει το κέρδος για τον καπιταλιστή, που η ζωή του δίνει στους εργάτες το μέτρο της κοινωνικής αδικίας.

Για το Μαρξ ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα τριών παραγόντων: δύο σταθερών , το Α εργοστάσιο και το Β οι πρώτες ύλες και μιας μεταβλητής που είναι η αξία της εργατικής δύναμης, ή το μέγεθος της υπεραξίας, η διεύρυνση ή ο περιορισμός με άλλα λόγια του κέρδους.

Αυτή η μεταβλητή, απετέλεσε το λόγο συγκρότησης των εργατικών συνδικάτων, όπως ξέρουμε και ασφαλώς τον κεντρικό πυλώνα του αριστερού κινήματος, την ιδρυτική αιτία της Αριστεράς, το πρώτο στοιχείο της ταυτότητάς της. Αριστερά σημαίνει πάντα κίνημα μεγιστοποίησης της αμοιβής της εργασίας των εργαζομένων, ως μέτρο και αποτέλεσμα της ταξικής πάλης.

Ο Λένιν όμως έχει μπροστά του 50 χρόνια περίπου δράσης της Αριστεράς του Μαρξ και έχει συνειδητοποιήσει, όπως το δηλώνει σαφώς στην εισαγωγή του έργου του «Ιμπεριαλισμός το ανώτατο σημείο ανάπτυξης του Καπιταλισμού», ότι εκτός από το μεταβλητό του εργατικού μισθού στο εργοστάσιο, μεταβλητή είναι και η αξία των πρώτων υλών, μέσα από τον Ιμπεριαλισμό των μεγάλων κρατών-εθνών της εποχής του για χάρη των «εθνικών μονοπωλίων». Τα Βρετανικά ή τα Γερμανικά μονοπώλια μπορούν να έχουν μεγαλύτερα κέρδη , ελέγχοντας την παραγωγή πρώτων υλών και αγορών , με τη δύναμη των κανονιοφόρων.

Στο σχήμα του λοιπόν ο εργαζόμενος δεν είναι πάντα αδικούμενος με το μηχανισμό της απόσπασης της υπεραξίας. Ειδικά στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η εργατική τάξη μπορεί να καρπούται όχι μόνο την αξία των κόπων της, αλλά να καρπούται και μέρος από τη ληστεία των ελεγχόμενων χωρών.

Στις εξαρτημένες ιμπεριαλιστικά χώρες από την άλλη μεριά, η εκμετάλλευση προκύπτει από τη διπλή μεταβλητότητα στην αξία και της εργατικής δύναμης και την στέρηση των πρώτων υλών με εξεφτελιστικές τιμές.

Εδώ λοιπόν εκτός από το κλασσικό εργατικό κίνημα τίθεται και ζήτημα εθνικοαπελευθερωτικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Εδώ το έθνος του Λένιν γίνεται υποκείμενο που έχει ρόλο απελευθερωτικό και ταυτόχρονα γίνεται υποκείμενο του αιτήματος δημιουργίας των νέων κρατών-εθνών.

Εδώ το έθνος προϋπάρχει όχι ως απελευθερωτικό αποτέλεσμα της αστικής επανάστασης, αλλά ως υποκείμενο της αστικής εκμετάλλευσης.

Η αυτοδιάθεση των εθνών γίνεται μέρος της νέας αριστερής ταυτότητας.

Ο Καπιταλισμός του Λένιν είναι ένα σύστημα τριών ξανά παραγόντων, εκ των οποίων όμως μόνο ένας είναι σταθερός, το εργαστάσιο και οι δύο άλλοι παράγοντες, είναι μεταβλητές. Ένα σύστημα τριών παραγόντων , ενός σταθερού και δύο μεταβλητών.

Δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα βέβαια, αν δεν βρισκόμασταν σήμερα μπροστά στο φαινόμενο της μετατροπής σε μεταβλητή του συστήματος και του σταθερού παράγοντα του συστήματος, αλλά και στην ποιοτική μεταβολή της μεταβλητικότητας των άλλων δύο προηγηθεισών μεταβλητών.

Έτσι με λίγα λόγια.

Η μεταβλητότητα της μεταβλητής εργατικής δύναμη, απέκτησε συνταρακτικές διαστάσεις. Πέρασε από το φαινόμενο της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης και έφτασε μέχρι την μεταβολή της, στη σύζευξη με τη σύγχρονη τεχνολογία στο φαινόμενο του υβριδίου ανθρώπου και της πληροφορικής.

Σήμερα στις 20 πιο προηγμένες χώρες το 55% των νέων προχωρούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μας λέει ο Ερικ Χομπσμπάουμ.

Το 50% των ανθρώπων από φέτος κατοικούν σε μεγαλουπόλεις και σε 50 χρόνια το ποσοστό αυτό θα αγγίξει το 100%.

Το αγροτικό τοπίο στις προηγμένες χώρες, είναι άδειο από ανθρώπους. Ακόμη και οι αγρότες δεν ζούν πλέον στους αγρούς αλλά σε κοντινές πόλεις και μετακινούνται σ’ αυτούς με αυτοκίνητα το πρωί και επιστρέφουν στην πόλη το βράδυ.

Από τη Νεολιθική εποχή μέχρι τη δεκαετία του 50-για 10.000 χρόνια δηλαδή-, ο άνθρωπος επέζησε κατά βάση στηριζόμενος στη γνώση να ξέρει να δουλεύει τους αγρούς, τα ζώα και τα δένδρα.

Από την δεκαετία του 50 ήδη όμως , περισσότερο από το 50% των παραγόμενων προιόντων είναι αποτέλεσμα της εμπορευματικής παραγωγής στην βιομηχανία και όχι στο χωράφι.

Τις τελευταίες δεκαετίες παράγονται βιομηχανικά, ως προϊόντα, σημαντικά κομμάτια της ζωής όπως η επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους, η διαχείριση του «ελεύθερου χρόνου», οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις εν τέλει, δεύτερες και τρίτες ζωές σε κόσμους του διαδικτύου, με εξίσου σημαντική αξία , αν όχι και σημαντικότερη με την «πραγματική ζωή τους», με αποτελέσματα ικανοποίησης, αυτοπραγμάτωσης, δευτέρων ευκαιριών, για μια καλύτερη επαφή με την ευτυχία, εν τέλει.

Αν την εποχή του Ιμπεριαλισμού του Λένιν οι πρώτες ύλες ήταν προϊόντα αγροτικών κοινωνιών, με προκαπιταλιστικά χαρακτηριστικά κατά βάση, σήμερα οι πρώτες ύλες είναι προϊόντα της βιομηχανικής παραγωγής στις πρώην αγροτικές εξαρτημένες χώρες ή προϊόντα της επιστήμης και της επινοητικότητας, όπως τα πλαστικά για παράδειγμα.

Η μεταβλητή αξία των πρώτων υλών, είναι υπόθεση που λίγη σχέση έχει πλέον με προνομιακές αγορές για κάποιο εθνικό μονοπώλιο, με εξαίρεση ίσως κάποια προνομιακή σχέση με την ενέργεια, λόγω της εξάρτησής της από την εξόρυξη του πετρελαίου σε κάποιες χώρες , όπως αυτές της Αραβικής Χερσονήσου, ό,που για πολλά χρόνια η στρατιωτική ισχύς των ΗΠΑ λειτούργησε ως κλασσικός Ιμπεριαλισμός.

Η σημαντικότερη όμως μεταβολή είναι αυτή της φύσης της μονάδας παραγωγής. Του εργοστασίου.

Το εργοστάσιο δεν είναι πλέον η σταθερή βάση του καπιταλιστή, ο ναός από τον οποίο ρέουν τα κέρδη του. Ο σύγχρονος καπιταλιστής είναι χρηματιστικό κεφάλαιο, είναι επενδυτής, που κάνει έξυπνες κινήσεις αγοράς και πώλησης, ολοκληρωμένων προϊόντων, είτε τμημάτων των προϊόντων, είτε υπηρεσιών για την παραγωγή προϊόντων, στο πεδίο της αγοράς, ανάλογα με τη στιγμή και τη ζήτηση.

Ο σύγχρονος εργοστασιάρχης έχει μπροστά του τα «παγκόσμια δίκτυα» παραγωγής και κάνει κάθε στιγμή την καλύτερη είσοδο στη ροή τους.

Για την παραγωγή ας πούμε ενός αυτοκινήτου, άλλοτε κατασκευάζουν κάποιο τμήμα και άλλοτε το αγοράζουν από κάποιο εργοστάσιο στη Βραζιλία που έχει προσφορά μερικών κομματιών και την επόμενη από κάποιο φασονατζίδικο στην Κίνα ή την Ινδία.

Άλλοτε αγοράζουν τον κινητήρα και άλλοτε τον παράγουν οι ίδιοι, ανάλογα με τις εξελίξεις στα τμήματα σχεδιασμού τους.

Το εργοστάσιο σήμερα είναι ένα από τα πολλά «δίκτυα» που μπορεί να διαλέξει ανάλογα με το αποτέλεσμα που δίνει ο επιλεγόμενος συνδυασμός.

Ο σύγχρονος καπιταλιστής παύει πλέον να ασχολείται με το εργοστάσιό του και απλά αγοράζει μέσα από το χρηματιστήριο, μετοχές σε διάφορα εργοστάσια ανά τον κόσμο, από τις οποίες προαγοράζει κέρδη, χωρίς τις περισσότερες φορές να ενδιαφέρεται να μάθει ή να ξέρει τι ακριβώς παράγει και αν τελικά πωλήθηκε το προϊόν. Τον ενδιαφέρει μόνο να παράγει ΚΕΡΔΗ.

Αυτός λοιπόν ο χαρακτήρας του καπιταλιστή, ο χρηματιστικός, προσδιορίζει ως συμφέρον του, κάθε μέρα να αλλάζει πολλές φορές «εθνικότητα».

Η ανάπτυξη μονοπωλιακών πρακτικών εκ μέρους του, είναι προδήλως ενάντια στο επιχειρηματικό συμφέρον του. Μόνο σε περιπτώσεις που η «εθνικότητα» του δίνει πλεονεκτήματα έναντι τρίτων, τη θυμάται.

Τέτοιες περιπτώσεις στην εποχή μας είναι η διαχείριση στοιχείων του κοινωνικού κράτους, μέσα από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων. Τα μόνα προϊόντα που δεν αλλάζουν πατρίδα είναι τα προϊόντα του έθνους, όπως για παράδειγμα η παιδεία, η υγεία, οι μεταφορές στις άγονες γραμμές, οι τηλεπικοινωνίες μέχρι πρόσφατα, η εθνική άμυνα αύριο (βλέπε επαγγελματικός στρατός και παραχώρηση δε ιδιωτικούς στρατούς δύσκολων ρόλων, όπως στο ΙΡΑΚ η Blackwater).

Η αντιιμπεριαλιστική εθνική ρητορική, μετατρέπεται σε σπόνσορα συγκρότησης των «εθνικών συμφερόντων» που θα εμπορευτούν οι ποικίλοι «εθνικοί επιχειρηματίες».

Αυτά είναι μονοπώλια, που δεν θα είχε να τους δώσει τίποτε ένας ιμπεριαλιστικός μηχανισμός, αντίθετα οι καπιταλιστές ενδιαφέρονται για την οριοθέτηση του «εθνικού» μέσα στην ίδια τη χώρα τους.

Ο Νεοφιλελευθερισμός και το σύνθημα για λιγότερο κράτος είναι κατά βάθος η πολιτική που ανακαλύπτει δρόμους, για την παγκοσμιοποίηση στοιχείων του κράτους – έθνους. Το λιγώτερο κράτος σημαίνει ότι λειτουργίες που επιτελούσε θα αναληφθούν από τον ιδιωτικό τομέα. Θα φτάσει η στιγμή που η προσφορά κοινωνικών υπηρεσιών, θα πάψει να είναι υπόθεση της πολιτικής ως του υποκειμένου που παράγει κρατική πολιτική και θα γίνουν υποθέσεις της ίδιας της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας (ασφάλεια , υγεία, παιδεία, τουρισμός κλπ).

Ο εθνικισμός της εποχής μας δεν είναι κατά συνέπεια, παρά η έκφραση της διάθεσης για προνομιακή σχέση των «εθνικών καπιταλιστών» που ασχολούνται με το κράτος-έθνος, είτε είναι αυτοί ΜΜΕ, είτε εθνικοί προμηθευτές του συστήματος υγείας, είτε εθνικοί προμηθευτές του στρατού κλπ.

Η Αριστερά με εξαίρεση μικρό κομμάτι της, αυτό που κεντράρει στην αντινεοφιλελεύθερη πολιτική μέσα από την ανασυγκρότηση και την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, εύκολα υιοθέτησε τη λογική του εθνικού συμφέροντος και της συστράτευσης με τον εθνικισμό, κάτω από την επιρροή μιας στρεβλής ερμηνείας του αντιιμπεριαλισμού, με παραδείγματα από τις αποτυχημένες περιπέτειες του ελέγχου της ενέργειας, από τον αμερικάνικο εθνικισμό, ειδικά στο ΙΡΑΚ.

Όπως όμως μας έδειξε η επίθεση του νεοφιλευθερισμού στο ανάξιο κράτος των συντεχνιών, εύκολα μέσα από τους ικανούς μάνατζερ, έγινε κατορθωτό τα φιλέτα του κοινωνικού κράτους να περάσουν στον έλεγχο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, με φαινόμενα που η πλέον σκοτεινή πλευρά τους, ήταν η καταλήστευση των ασφαλιστικών ταμείων. Η Αριστερά ως εγγυητής του κοινωνικού κράτους, πρέπει να καταλάβει, ότι ακόμη και η αποποίηση ευθυνών, αποτελεί ομολογία της χρεοκοπίας, της, ως εγγυητή των κοινωνικών κατακτήσεων.

Εδώ θα ήθελα να επισημάνω ειδικά για την Ελληνική Αριστερά και έναν άλλο παράγοντα , βιωματικό αυτή την φορά, που έπαιξε σημαντικό ρόλο, στην ιδιαίτερη σχέση της με το έθνος. Αυτή ήταν η εμπειρία του ΕΑΜ, που παρά το όνομά του, ούτε μπόρεσε να γίνει στην κυριολεξία εθνικό μέτωπο, αφού εκτός από το ΚΚΕ καμία σοβαρή αστική δύναμη δεν προσέτρεξε στην συγκρότησή του, ώστε να δικαιολογεί το επίθετο εθνική, ούτε στη συνέχεια απετέλεσε τον κορμό της εθνικής ανασυγκρότησης του έθνους-κράτους, αλλά αντίθετα η διάλυσή του με τον εμφύλιο, απετέλεσε κύριο στοιχείο της ανασυγκρότησης.

Η επιλογή της συγκρότησης του ΕΑΜ και όχι κάποιου αντιφασιστικού-αντικατοχικού μετώπου έγινε εξ αιτίας των ιδεολογικών προτεραιοτήτων της ΕΣΣΔ στην άμυνά της στη Γερμανική προέλαση και επειδή μετά τη γραμμή του σοσιαλφασισμού ήταν δύσκολο να φτιαχτεί ένα αντιφασιστικό -αντικατοχικό μέτωπο με τις άλλες δημοκρατικές δυνάμεις.

Την ώρα της κρίσης πηγαίνεις με όποια υλικά έχεις πρόχειρα, δεν προλαβαίνεις να φτιάξεις αυτά που θα ήθελες και η μεταξική Ελλάδα, εθνικισμό παρήγαγε και το ΚΚΕ δεν είχε περιθώρια να διαλέξει κάτι διαφορετικό.

Επανερχόμενος λοιπόν στο γιατί η Ελληνική Αριστερά εγκλωβίστηκε στον εθνικιστικό λόγο, δεν πρέπει να παραβλέψουμε αυτή την κομβική εμπειρία της.

Η μεταβλητότητα των τριών παραγόντων της καπιταλιστικής παραγωγής και ιδιαίτερα η μεταβλητότητα της σταθερής βάσης που αποτελούσε το «εργοστάσιο», η αβεβαιότητα που παράγει η παγκοσμιοποίηση της, η αδυναμία του κράτους να παράσχει επαρκείς απαντήσεις στους εργαζόμενους, οδηγεί στην αναζήτηση λύσεων με δύο δρόμους.

Αφ’ ενός παρατηρείται μια ένταση στον τομέα της εκπαίδευσης των νέων, που όπως είπαμε και στην αρχή, στις 20 πλέον αναπτυγμένες χώρες, το 55% συνεχίζει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η συντριπτική πλειοψηφία μαθαίνει αγγλικά και υπολογιστές, σε βαθμό που όποιος δεν τα ξέρει να θεωρείται πρακτικά αναλφάβητος πλέον. Ίσως ζούμε την πρώτη εποχή που ο γραπτός λόγος, ειδικά αυτός του διαδικτύου, παίζει σημαντικότερο ρόλο από τον προφορικό λόγο στην εργασία αλλά και στην ζωή των ανθρώπων. Αυτή είναι η προετοιμασία της γενιάς της παγκοσμιοποίησης, που λίγη σημασία έχει αν έχει κοσμοπολίτικα ή διεθνιστικά χαρακτηριστικά.

Αφ’ ετέρου οι μεγαλύτερες γενιές αλλά και τα τμήματα της κοινωνίας που αδυνατούν να γίνουν πολίτες της παγκοσμιοποίησης, αντιδρούν προσφεύγοντας σε θεωρίες , μύθους και πρακτικές ξενοφοβικές, εθνικιστικές, με αιχμή και προφανές εφικτό πεδίο άσκησης το ρατσισμό ενάντια στους ξένους εργάτες και τις μειονότητες.

Αυτά τα κομμάτια, είναι πολύ δύσκολο η Αριστερά να τα εκπροσωπήσει και είναι πολύ φυσικό ότι θα βρίσκουν στο ΚΚΕ και στους ποικίλους λενινιστές τον οικείο χώρο, όπου οι συνωμοσιολογίες τους θα μπορούν ευκολότερα να γίνονται ανεκτές ή και να βρίσκουν ερμηνείες.

Ο Λενινισμός έχει μετατραπεί πλέον σε ιδεολογικό άλλοθι , σε μήτρα του ιδιότυπου εθνικισμού της αριστεράς, όπως τον είδαμε να εκφράζεται στο Σχέδιο Ανάν, στο Μακεδονικό, αλλά και στα δημοψηφίσματα για το Ευρωσύνταγμα.

Ο λαϊκισμός είναι ο κοινός τόπος με τα πιο καθυστερημένα πολιτικά μορφώματα, όπως το ΛΑΟΣ και η ΝΔ, που όπως είπαμε και στην αρχική παρατήρηση έχουν γίνει πλέον η περιοχή ό,που βρίσκεται το κέντρο των πολιτικών και ιδεολογικών συζητήσεων τα τελευταία χρόνια.

Η μόνη Αριστερή απάντηση είναι , να καταφέρει να κερδίσει το στοίχημα της εποχής μας. Να μπορέσει δηλαδή η αριστερά, να παράξει πολιτική που θα μπορεί να διευθύνει την παγκοσμιοποίηση.

Η απάντηση στην πρόκληση αυτή, είναι μονόδρομος. Δεν φτάνουν καταγγελίες και ξόρκια, αλλά χρειάζεται να καταφέρει να φτιάξει πολιτικές δομές , ικανές να διαχειριστούν στο εσωτερικό τους , επαρκείς ροές των «Δικτύων παραγωγής», ώστε να της δίνουν μία στοιχειώδη επάρκεια και αυτοτέλεια σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση.

Ένα τέτοιο μέγεθος είναι η ΕΕ.

Προσωπικά είμαι αισιόδοξος για την επίτευξή της.

Η επερχόμενη οικονομική κρίση –στεγαστική πίστη, ακρίβεια του πετρελαίου, αμερικάνικα ομόλογα κλπ- θα την κάνει κοινωνική απαίτηση.

Οι εθνικές περιχαρακώσεις στις οποίες καλεί ο Αριστερός εθνικισμός, είναι φανερό ότι θα χρεοκοπήσουν.

Η Αριστερά πρέπει με συνέπεια να τον απομυθοποιήσει , να αποκαλύψει τον καμουφλαρισμένο σε αντιιμπεριαλισμό εθνικισμό και να οριοθετηθεί σαφώς απ’ αυτόν.

Δεν πιστεύω ότι η συζήτηση εξαντλείται εδώ, αλλά προσπάθησα να την ανοίξω. Ελπίζω να το κατάφερα.


Αθήνα ,17/11/07

Κώστας Ανδρέου