Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Ελληνική κρίση: μια τραγωδία εν τω γίγνεσθαι

του Μιχάλη Τρεμόπουλου
από την ppol.gr
Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στα γερμανικά στην ιστοσελίδα του γερμανικού ινστιτούτου Χάινριχ-Μπολ. Ευχαριστώ τον Γ. Παρασκευόπουλο, Ν. Μάντζαρη και Δ. Φουτάκη για τη συμβολή τους στη σύνταξή του ( Μιχάλης Τρεμόπουλος)
Η Ελλάδα όπως και πολλές άλλες χώρες αντιμετωπίζει από το 2009 τη δεύτερη φάση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Οι τράπεζες και μεγάλοι βιομηχανικοί όμιλοι αφού διασώθηκαν σε πρώτη φάση με κρατικά χρήματα, στράφηκαν στη συνέχεια εναντίον όσων τις διέσωσαν, περιορίζοντας το δανεισμό για τα αυξημένα κρατικά χρέη που οι ίδιες προκάλεσαν. Η Ελλάδα, ως ο πιο αδύναμος κρίκος της ευρωζώνης, βίωσε πρώτη τις συνέπειες αυτής της δανειακής ασφυξίας και οδηγήθηκε ταχύτατα σε βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση. Τα αίτια της κρίσης αυτής μοιράζονται μεταξύ ενός προβληματικού στο σχεδιασμό και τη λειτουργία του ευρώ και των εσωτερικών αδυναμιών και αντιφάσεων του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου και πολιτικού συστήματος.
Το κείμενο εστιάζεται κυρίως στο δεύτερο, δηλαδή την εσωτερική παράμετρο της ελληνικής κρίσης.

Οι αδυναμίες του οικονομικού μοντέλου

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 βρήκε την ελληνική οικονομία με μια σειρά από σοβαρές αδυναμίες:
Στήριξη σε «εύκολο χρήμα» (όπως από χρηματιστήριο, υπεραξίες ακινήτων, υπερτιμολογημένα δημόσια έργα και δημόσιες προμήθειες, υποπληρωμένη εργασία μεταναστών, αλλά και από εκτεταμένη διαφθορά και φοροδιαφυγή), καθώς και σε μια υπερδιογκωμένη ιδιωτική κατανάλωση, που τα τελευταία χρόνια στηριζόταν με τη σειρά της σε δάνεια.
Δυσανάλογα κεντρικός ρόλος «ατμομηχανής της οικονομίας» στην οικοδομή και τον κατασκευαστικό τομέα, όπως τη δεκαετία του '60.
Ιδιαίτερα υψηλό δημόσιο χρέος, που παρέμενε αμείωτο, παρά τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις της τελευταίας εικοσαετίας.
Υπέρμετρη εξάρτηση από τομείς που επηρεάζονταν ευθέως από τη διεθνή κρίση, όπως τουρισμός και ναυτιλία.
Υπέρμετρη εξάρτηση από το πετρέλαιο, ενεργειακή σπατάλη, ρυπογόνο ενεργειακό μοντέλο και προοπτικές για ακριβά «δικαιώματα εκπομπών» από το 2012 και μετά.
Εγκατάλειψη στις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές που αποτελούν τα δύο τρίτα της χώρας, ασφυξία και κορεσμός χρήσεων στο υπόλοιπο ένα τρίτο.
Απουσία ουσιαστικής προστασίας των φυσικών πόρων σε τομείς όπως το νερό, η δασική γη, ο αλιευτικός πλούτος ή οι φυσικές περιοχές και η βιοποικιλότητα.

«Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο διευρυνόταν σταθερά με ανησυχητικούς ρυθμούς, χωρίς καν να τίθεται ως θέμα στον πολιτικό διάλογο. Η πολιτική ηγεσία πρόβαλλε την εικόνα της "ισχυρής Ελλάδας" και τονιζόταν ότι τη λεγόμενη "ονομαστική σύγκλιση" θα ακολουθούσε η "πραγματική σύγκλιση", με τους μισθούς να εξομοιώνονται με εκείνους της Γερμανίας»

Οι περισσότερες από τις αδυναμίες αυτές συνδέονταν στενά με το μοντέλο οικονομίας που σχεδιάστηκε μεταπολεμικά στην Ελλάδα και ακολουθήθηκε διαχρονικά από όλες τις κυβερνήσεις στην Ελλάδα (συντηρητικές και σοσιαλιστικές). Οι σοσιαλιστικές κυρίως κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, ειδικά της δεκαετίας του 1990, είχαν οραματιστεί μια δυναμική οικονομία υπηρεσιών, με ορίζοντα αρχικά την εισαγωγή του ευρώ και στη συνέχεια τους ολυμπιακούς αγώνες του 2004. Πυλώνες της οικονομίας αυτής θα ήταν οι τραπεζικοί όμιλοι, ο κατασκευαστικός τομέας και το λιανικό εμπόριο, στηριγμένο κυρίως σε εισαγωγές.

Συγχωνεύσεις και εξαγορές τραπεζών, προγράμματα φαραωνικών δημόσιων έργων, επικεντρωμένα κυρίως στις οδικές και αεροπορικές μεταφορές, είσοδος στη χώρα διεθνών λιανεμπορικών αλυσίδων σε συνεργασία με ελληνικούς ομίλους, παρεκκλίσεις από τον πολεοδομικό σχεδιασμό προς όφελος μεγάλων εμπορικών κέντρων, ενθάρρυνση ελληνικών επενδύσεων σε όλες τις γειτονικές χώρες, επιστρατεύθηκαν ως μοχλοί ανάπτυξης.

Με πρόταγμα τον «εκσυγχρονισμό», επιδιώχθηκε η διασφάλιση κοινωνικών συναινέσεων μέσω ευκαιριών για εύκολο χρήμα σε όσο το δυνατόν ευρύτερα στρώματα, ως μέρισμα και απτή απόδειξη για τα οφέλη του εγχειρήματος.

Ο πολλαπλασιασμός των αυτοκινήτων, ιδιαίτερα των ακριβών «4Χ4» (SUV), προβλήθηκε ως νέο σύμβολο ευημερίας και αγοραστικής δύναμης, οδήγησε όμως σύντομα τις ελληνικές πόλεις σε κυκλοφοριακό κορεσμό παρά το πλήθος των νέων φιλόδοξων οδικών έργων. Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο διευρυνόταν σταθερά με ανησυχητικούς ρυθμούς, χωρίς καν να τίθεται ως θέμα στον πολιτικό διάλογο. Σε επικοινωνιακό επίπεδο, η πολιτική ηγεσία πρόβαλλε την εικόνα της «ισχυρής Ελλάδας» και τονιζόταν ότι τη λεγόμενη «ονομαστική σύγκλιση», με την εισδοχή στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, θα ακολουθούσε η «πραγματική σύγκλιση», με σύγκλιση των μισθών με εκείνους της Γερμανίας.

Μια τέτοια οικονομία θα κατέληγε άδοξα σε σοβαρή ύφεση αμέσως μετά τους αγώνες του 2004, όπως στην Ισπανία της δεκαετίας του 1990, αν η συντηρητική κυβέρνηση που ακολούθησε δε στήριζε με αποφασιστικότητα την περαιτέρω διόγκωση της φούσκας, με ενίσχυση του κατασκευαστικού τομέα, ενθάρρυνση του αλόγιστου τραπεζικού δανεισμού προς τα νοικοκυριά,πλήρη χαλάρωση της προσπάθειας κατά της φοροδιαφυγής και ανοχή σε εκτεταμένες παραβιάσεις της εργατικής και ασφαλιστικής και περιβαλλοντικής νομοθεσίας για συμπίεση του εργασιακού και εξωτερικού κόστους των επιχειρήσεων. Αποτέλεσμα ήταν η παγκόσμια κρίση να βρει τη χώρα με υψηλό χρέος και ελλείμματα και όταν άρχισε ο περιορισμός της διεθνούς χρηματοδότησης, η Ελλάδα να μπει σε βαθιά κρίση.

Οι ευρωπαϊκές πολιτικές έπαιξαν κι αυτές σε ορισμένους τομείς κρίσιμο αρνητικό ρόλο, καθώς είχαν σχεδιαστεί για δεδομένα που δεν ανταποκρίνονταν στις ελληνικές συνθήκες.
Η κοινή αγροτική πολιτική (ΚΑΠ) των δεκαετιών του 1980 και του 1990 οδήγησε σε ερήμωση τις ορεινές και ημιορεινές περιοχές που αποτελούν τα 2/3 της χώρας, καθώς ήταν προσανατολισμένη στο μοντέλο εντατικής γεωργίας που απαιτεί μεγάλες πεδιάδες και άφθονους υδατικούς πόρους.
Την περίοδο 2008-2009 τα ευρωπαϊκά προγράμματα για τόνωση της ζήτησης βιομηχανικών καταναλωτικών αγαθών προϊόντων όπως αυτοκίνητα και κλιματιστικά, συνέβαλαν στην κατάρρευση του εμπορικού ισοζυγίου καθώς τέτοια αγαθά δεν παράγονται στην Ελλάδα. Μέρος του επιπλέον αυτού ελλείμματος καλύφθηκε με επιπλέον δημόσιο δανεισμό.

Η καταναλωτική άνθηση του 1995-2009 αποτέλεσε την τελική φάση ενός πολύχρονου κοινωνικού συμβολαίου, όπου το πολιτικό σύστημα υποσχόταν στους πολίτες βελτίωση της ζωής τους μέσα από τη βελτίωση της αγοραστικής τους δύναμης ή την επαγγελματική τους τακτοποίηση.

«Ήδη τη δεκαετία πριν την κρίση, η επιβάρυνση των ασθενέστερων αποτελούσε την κρυφή πλευρά της "καταναλωτικής άνθησης". Οι αυξήσεις στους μισθούς ήταν σημαντικά υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αντιστοιχούσαν όμως σε ανάλογη αύξηση της παραγωγικότητας αλλά και σε υπερδιπλάσιο πληθωρισμό από αυτόν της Γερμανίας. Πρακτικά τα χαμηλότερα εισοδήματα ελάχιστα βελτίωσαν τη ζωή τους, ενώ η άνοδος της κατανάλωσης αποτέλεσε αποκλειστικό σχεδόν προνόμιο των μεσαίων και ανώτερων εισοδημάτων»

Ήδη όμως τη δεκαετία πριν την κρίση, η επιβάρυνση των ασθενέστερων αποτελούσε την κρυφή πλευρά όλης αυτής της «καταναλωτικής άνθησης». Οι αυξήσεις στους ελληνικούς μισθούς ήταν σημαντικά υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αντιστοιχούσαν όμως σε ανάλογη αύξηση της παραγωγικότητας αλλά και σε υπερδιπλάσιο πληθωρισμό από αυτόν της Γερμανίας. Με τη σειρά τους, οι αυξήσεις τιμών στα βασικά αγαθά στέγασης, διατροφής και μετακίνησης ήταν κατά πολύ υψηλότερες από τον επίσημο τιμάριθμο (και από τις αυξήσεις μισθών και συντάξεων), ενώ πολύ λιγότερο αυξήθηκαν οι τιμές σε καταναλωτικά αγαθά όπως ηλεκτρονικά, αυτοκίνητα ή αεροπορικά ταξίδια. Ο δυαδικός αυτός πληθωρισμόςπαραπέμπει και σε βασικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, όπως η απουσία ισχυρού κινήματος προστασίας καταναλωτών ή η ανεπάρκεια των μηχανισμών ελέγχου του ανταγωνισμού. Πρακτικά τα χαμηλότερα εισοδήματα ελάχιστα βελτίωσαν τη ζωή τους, ενώ η άνοδος της κατανάλωσης αποτέλεσε αποκλειστικό σχεδόν προνόμιο των μεσαίων και ανώτερων εισοδημάτων.

Τις παραμονές της κρίσης, η ελληνική κοινωνία είχε πανευρωπαϊκά από τα υψηλότερα ποσοστά νοικοκυριών σε κίνδυνο φτώχειας, καθώς και από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας των νέων. Πολύ πριν αρχίσει να διαβρώνεται η αγοραστική δύναμη, είχαν διαβρωθεί η στοιχειώδης εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτών, η προτεραιότητα στην προστασία των συλλογικών αγαθών, αλλά και η ίδια η έννοια του δημόσιου συμφέροντος. Η πολιτισμική αυτή κρίση αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, το υπόβαθρο για την εκτεταμένη δυσλειτουργία της δημόσιας διοίκησης και την έκρηξη της διαφθοράς, εντείνοντας τις παραδοσιακά μεγάλες κοινωνικές ανισότητες στη χώρας μας.

Τα δημοσιονομικά πριν την κατάρρευση

Η δημοσιονομική πλευρά ήταν ακόμη πιο σύνθετη. Παραδοσιακά οι ελληνικές δημόσιες δαπάνες ήταν κοντά στα επίπεδα της Γερμανίας, η αποδοτικότητά τους όμως για την κοινωνία ήταν όμως πολύ χαμηλότερη.

Μεγάλο μέρος των δημόσιων δαπανών χανόταν επί δεκαετίες σε καταβόθρες όπως οι υπερδιογκωμένες στρατιωτικές δαπάνες, που στο μεγαλύτερο μέρος υπηρετούσαν άλλους σκοπούς. Ακόμη και την περίοδο 2001-2008, όταν οι σχέσεις με την Τουρκία βελτιώνονταν θεαματικά και οι εξοπλισμοί της γείτονος μειώνονταν, τα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα συνέχισαν να διογκώνονται. Η συντηρητική κυβέρνηση του 2004-2009 έκανε ανοικτά λόγο για «διπλωματία των εξοπλισμών» στα πλαίσια της εκστρατείας της για το όνομα της πρώην γιουγκοσλαβικής δημοκρατίας της Μακεδονίας, ενώ ακόμη και την ώρα της οικονομικής κατάρρευσης του 2010 οι σοσιαλιστές του κ. Παπανδρέου προχωρούσαν σε παραγγελίες πολλών δις ευρώ για γερμανικά και γαλλικά οπλικά συστήματα, παραγγελίες που ο διεθνής τύπος θεωρούσε ανταλλάγματα για τη δημιουργία του μηχανισμού στήριξης1.

«Οι φόροι επί της περιουσίας ήταν 40% χαμηλότεροι από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο... Βασική όμως διαφορά ήταν ότι στην Ελλάδα τα πραγματικά κρατικά έσοδα ήταν κατά πολύ χαμηλότερα (στα επίπεδα της Ιρλανδίας και της Πολωνίας, ως ποσοστό του ΑΕΠ) λόγω της εκτεταμένης φοροδιαφυγής»

Δημόσια έργα και προμήθειες του δημόσιου τομέα αποτελούν μια ακόμη πηγή αιμορραγίας, που τροφοδοτεί ένα εκτεταμένο κρατικοδίαιτο ιδιωτικό τομέα, με προεκτάσεις στα μέσα ενημέρωσης, την ενέργεια και τις εξορύξεις. Υπερκοστολογημένα συμβόλαια, εκτεταμένη διαφθορά αλλά και κατασπατάληση των ευρωπαϊκών κονδυλίων σε σχεδιασμούς που αντιμάχονταν κάθε έννοια βιωσιμότητας, δημιουργούσαν ένα καθεστώς που συσσωρεύει οικονομικά και περιβαλλοντικά αδιέξοδα. Τα δημόσια έργα χρησιμοποιήθηκαν ως μοχλός για να προωθηθεί η κυριαρχία των οδικών μεταφορών και να απαξιωθεί ο σιδηρόδρομος, για να κυριαρχήσει η εντατική γεωργία των λίγων μεγάλων πεδιάδων και να ερημώσει η υπόλοιπη ύπαιθρος, για να μετατραπούν σε οικοδομήσιμη γη οι παραγωγικές γεωργικές εκτάσεις γύρω από τις μεγαλύτερες πόλεις. Λίγο πριν τις εκλογές του 2004, ο τότε πρωθυπουργός κ. Σημίτης υποσχέθηκε δίκτυο κλειστών αυτοκινητοδρόμων σε απόσταση το πολύ μιας ώρας από κάθε σημείο της ηπειρωτικής χώρας, υπόσχεση που προώθησε με συνέπεια η συντηρητική κυβέρνηση που ακολούθησε και που στη συνέχεια προσπαθούσαν να τηρήσουν με κάθε τίμημα οι υπουργοί του κ. Παπανδρέου. Τα ολυμπιακά έργα καθιέρωσαν ένα καθεστώς αδιαφορίας των πολιτικών για το τελικό κόστος κάθε έργου, ενώ χωροθετήθηκαν με άξονα την κατάληψη ελεύθερων χώρων σε περιοχές με υψηλές αξίες γης και με πλήρη αδιαφορία για τη νομιμότητα. Έργα όπως η προαστιακή σιδηροδρομική σύνδεση με το νέο διεθνές αεροδρόμιο ή το παραλιακό τραμ της πρωτεύουσας, κατασκευάστηκαν μόνο με επιμονή της «διεθνούς ολυμπιακής επιτροπής» (ΔΟΕ), ενώ στις κατασκευές που θωρακίστηκαν νομικά με ειδικές παρεκκλίσεις, ως «ολυμπιακά έργα» περιλαμβάνονται εμπορικά κέντρα που λειτούργησαν... 1.5 χρόνο μετά τους αγώνες.

Παρά το θεωρητικά επαρκές τους ύψος, οι δημόσιες δαπάνες ελάχιστα απέδιδαν στην κοινωνία. Όλα αυτά τα χρόνια η Ελλάδα δεν απέκτησε ούτε ολοκληρωμένο κοινωνικό κράτος, ούτε λειτουργική δημόσια διοίκηση, ούτε ουσιαστικές πολιτικές στήριξης για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ούτε αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου, ούτε θεσμικά εργαλεία όπως κτηματολόγιο, δασολόγιο και χωροταξικό σχεδιασμό. Ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αποδείχθηκε ότι ήταν στα ίδια επίπεδα με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι δυνατότητές τους όμως έμειναν αναξιοποίητες σε ένα περιβάλλον πελατειακών σχέσεων, γραφειοκρατικών αντιλήψεων και απουσίας στόχων και λογοδοσίας.

Οι φορολογικοί συντελεστές ήταν κατά μέσο όρο αντίστοιχοι με το ύψος των δημόσιων δαπανών. Οι φόροι περιουσίας ήταν όμως 40% χαμηλότεροι από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, οι έμμεσοι φόροι και οι φόροι στην εργασία πολύ υψηλότεροι, ενώ συμφέροντα όπως η εκκλησία και οι πολιτικοί διατηρούσαν ειδικά φορολογικά προνόμια. Βασική όμως διαφορά ήταν ότι στην Ελλάδα τα πραγματικά έσοδα ήταν κατά πολύ χαμηλότερα (στα επίπεδα της Ιρλανδίας και της Πολωνίας ως ποσοστό του ΑΕΠ) λόγω της εκτεταμένης φοροδιαφυγής. Ειδικά τα χρόνια λίγο πριν την κρίση, η τελευταία οδήγησε σε δραματική αύξηση του δανεισμού, καθώς μάλιστα η συντηρητική κυβέρνηση είχε καταργήσει τη φορολογική αστυνομία, όπως είχε υποσχεθεί προεκλογικά.

Το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας είχε χρεοκοπήσει πολύ πριν έρθει η οικονομική κατάρρευση: με πολιτικές που αντιστρατεύονταν την περιβαλλοντική, κοινωνική και οικονομική βιωσιμότητα, με αδυναμία να εμπνεύσει στην κοινωνία εμπιστοσύνη προς την πολιτική, με στατιστικά στοιχεία που υπονόμευσαν τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας, με πελατειακές σχέσεις που διαμόρφωναν συνειδήσεις έτοιμες να κινητοποιηθούν για ιδιαίτερη μεταχείριση αλλά ελάχιστα πρόθυμες να αγωνιστούν για δικαιώματα και δημόσιο συμφέρον, με υπερδιογκωμένο κρατικό μηχανισμό και περιορισμένο κοινωνικό κράτος, με κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα που μετέφερε και στον ιδιωτικό τομέα τις περισσότερες από τις παθογένειες του δημόσιου, με αποτυχία να αξιοποιήσει ουσιαστικά τα μεγάλα ποσά των ευρωπαϊκών πόρων.

Η λάθος θεραπεία για τον αδύνατο κρίκο του συστήματος

Στην κατάσταση αυτή η Ελλάδα ήταν εύκολο να γίνει ο αδύναμος κρίκος της ευρωζώνης. Σε μια οικονομία εθισμένη στην εύκολη ρευστότητα, η εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών του «μηχανισμού στήριξης» που ακολουθούν αδιακρίτως τις κλασσικές θεραπείες-σοκ του «διεθνούς νομισματικού ταμείου» (ΔΝΤ) άνοιξαν το δρόμο προς την οικονομική και δημοσιονομική κατάρρευση.

«Διαφορετική θα ήταν η πορεία μόνο αν η δημοσιονομική εξυγίανση ξεκινούσε σταδιακά -και συνδυαζόταν με ευρύ πρόγραμμα επενδύσεων για αναπροσανατολισμό της οικονομίας σε "πράσινη" κατεύθυνση- αν το πολιτικό σύστημα και οι οικονομικές ελίτ αναλάμβαναν δικές τους θυσίες, αν δινόταν προτεραιότητα στη μάχη κατά της διαφθοράς και των περιουσιών από αφορολόγητο χρήμα και αν σχεδιαζόταν μια ολοκληρωμένη και δίκαιη φορολογική μεταρρύθμιση. Με δύο λόγια: αν τα μέτρα ήταν σχεδιασμένα με κοινωνική δικαιοσύνη και προσφερόταν στους πολίτες ένα απτό αντιστάθμισμα για τις θυσίες στην αγοραστική τους δύναμη»

Επιπλέον τα μέτρα λιτότητας εφαρμόστηκαν χωρίς προσπάθεια για δίκαιη κατανομή των βαρών, χωρίς πολιτική βούληση για πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής (μέσα σε εννέα μόλις μήνες, δόθηκε δύο φορές φορολογική αμνηστία σε φοροφυγάδες) και χωρίς καμιά βεβαιότητα για το ποιο θα ήταν το νέο οικονομικό τοπίο. Πρακτικά είχαμε τα χειρότερα των συνταγών λιτότητας, με μέτρα σκληρότερα από της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, συνδυασμένα με τα χειρότερα του πριν την κρίση πελατειακού συστήματος.

Διαφορετική θα μπορούσε να ήταν η πορεία μόνο αν η δημοσιονομική εξυγίανση ξεκινούσε σταδιακά και συνδυαζόταν από την αρχή με ένα ευρύ ευρωπαϊκό πρόγραμμα επενδύσεων για αναπροσανατολισμό της οικονομίας σε πράσινη κατεύθυνση, αν οι εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος και των οικονομικών ελίτ αναλάμβαναν από την αρχή ουσιαστικές δικές τους θυσίες, ανη μάχη κατά της διαφθοράς και των περιουσιών από αφορολόγητο χρήμα γινόταν προτεραιότητα και αν, αντί για οριζόντιες αυξήσεις έμμεσων φόρων, σχεδιαζόταν μια ολοκληρωμένη και δίκαιη φορολογική μεταρρύθμιση. Με δύο λόγια: αν τα μέτρα ήταν σχεδιασμένα με άξονα την κοινωνική δικαιοσύνη και στους πολίτες προσφερόταν ένα απτό αντιστάθμισμα για τις θυσίες στην αγοραστική τους δύναμη.

Η αρχική, λοιπόν, ανοχή της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας γρήγορα μετατράπηκε σε οργή από την άνοιξη του 2011, όταν έγινε σαφές ότι το πρόγραμμα που σχεδιάστηκε από την τρόικα ΕΕ-«ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας» (ΕΚΤ)-ΔΝΤ και την ελληνική κυβέρνηση αποτύγχανε στους δημοσιονομικούς της στόχους, ενώ η ύφεση γινόταν βαθύτερη και διαρκέστερη, η ανεργία εκτοξεύθηκε σε πρωτοφανή για τη χώρα ύψη και οι μέχρι τότε θυσίες των πολιτών δεν είχαν φέρει αποτέλεσμα.

Αντί να απολογηθεί στην κοινωνία με πειστικές εξηγήσεις για τους λόγους της αποτυχίας, η κυβέρνηση επέλεξε να απευθυνθεί στο υπόλοιπο πολιτικό σύστημα για συναίνεση. Όταν συνάντησε και εκεί κλειστές πόρτες, εξάντλησε όλο το πολιτικό κεφάλαιο που της είχε απομείνει προκειμένου να ψηφιστεί τον Ιούνιο από την οριακή σοσιαλιστική πλειοψηφία στο κοινοβούλιο το «μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής».

«Εξαιρετικά προβληματικές για το μέλλον όλης της Ευρώπης και τη δημοκρατική της ταυτότητα, ήταν τέλος οι παρεμβάσεις στην εσωτερική πολιτική ζωή της Ελλάδας, που παραπέμπουν πολύ περισσότερο σε λογικές "μεγάλων δυνάμεων" του 19ου αιώνα παρά σε μια Ευρώπη του 21ου αιώνα που βαδίζει προς την ισότιμη ενοποίησή της»

Η ψήφος αυτή, που η «ευρωπαϊκή επιτροπή» (Κομισιόν) και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις χαιρέτισαν ως βήμα ελληνικής αξιοπιστίας, αποδείχθηκε στη συνέχεια η αρχή του τέλους. Για να ψηφιστεί το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, η σοσιαλιστική κυβέρνηση είχε υποσχεθεί στους βουλευτές της επαναδιαπραγμάτευσή του αμέσως μετά την ψήφιση, είχε ενισχύσει την παρουσία των αρνητών της πολιτικής λιτότητας στο υπουργικό συμβούλιο, ενώ είχε υιοθετήσει, με κάλυψη και της τρόικας, πελατειακές προτάσεις της συντηρητικής αντιπολίτευσης όπως η διαγραφή προστίμων 10 δις ευρώ για παράνομες οικοδομές και η μαζική νομιμοποίησή τους με μικρά ανταλλάγματα. Παράλληλα οι δημοσιονομικοί στόχοι που είχαν υπαγορευθεί από την τρόικα αποδεικνύονταν εξωπραγματικοί και οι αποκλίσεις έφθαναν σε ύψη δις ευρώ. Στις συνθήκες αυτές, η ευρωπαϊκή αξιοπιστία της χώρας βρέθηκε να καταρρέει, ενώ στο εσωτερικό τα πρόσθετα μέτρα προβάλλονταν ως όρος για να αποτρέψουμε την άμεση χρεοκοπία και όχι πια ως δρόμος διεξόδου από την κρίση.

Σε όλη αυτή την πορεία, δυσάρεστη έκπληξη ήταν για τους Έλληνες ο ρόλος της Κομισιόν ως ζηλωτή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Οι αρχικές εκτιμήσεις ότι ο «κακός» της τρόικας θα ήταν το ΔΝΤ και ότι η ΕΕ θα έπαιζε ρόλο εξισορρόπησης των προγραμμάτων με τις ευρωπαϊκές αξίες, διαψεύστηκαν πολύ σύντομα. Στο ευρωκοινοβούλιο η Κομισιόν δημιούργησε μια γκρίζα ζώνη απροσπέλαστη στο δημοκρατικό έλεγχο, καθώς για τα μέτρα παραπέμπει αποκλειστικά στην ελληνική κυβέρνηση που με τη σειρά της παραπέμπει στην Κομισιόν και την τρόικα. Πολλά από τα μέτρα αντιμάχονται και υπονομεύουν ανοικτά ευρωπαϊκές πολιτικές και συνθήκες, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις η τρόικα προσφέρει πολιτική κάλυψη σε πελατειακές πολιτικές και φαινόμενα διαφθοράς. Η στάση της Κομισιόν και του «ευρωπαϊκού συμβουλίου» θα ήταν ίσως περισσότερο κατανοητή αν οδηγούσε τουλάχιστον την υπόλοιπη Ευρώπη σε διέξοδο, προς το παρόν όμως φαίνεται να αντιμάχεται και τα ίδια τα ευρωπαϊκά συμφέροντα καθώς όλος ο ευρωπαϊκός νότος (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, αλλά και Ιρλανδία) βυθίζεται διαρκώς στα χρέη και βρίσκεται πλέον πρακτικά σε καθεστώς επιτήρησης από το ΔΝΤ.

Εξαιρετικά προβληματικές για το μέλλον όλης της Ευρώπης και τη δημοκρατική της ταυτότητα, ήταν τέλος οι παρεμβάσεις στην εσωτερική πολιτική ζωή της Ελλάδας. Η πολύμηνη επιδίωξη για κυβέρνηση συνεργασίας, η ανοικτή παρέμβαση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στην απόπειρα του Γ. Παπανδρέου να προκηρύξει δημοψήφισμα, αλλά και το πάγωμα της έκτης δόσης του δανείου -παρά το ότι η Ελλάδα είχε ήδη εκπληρώσει όλους τους σχετικούς όρους της τρέχουσας σύμβασης με την τρόικα- παραπέμπουν πολύ περισσότερο σε λογικές «μεγάλων δυνάμεων» του 19ου αιώνα παρά σε μια Ευρώπη του 21ου αιώνα που βαδίζει προς την ισότιμη ενοποίησή της.

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα ως σύνολο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στα όσα οδήγησαν τη χώρα σε αδιέξοδο. Το εκλογικό σύστημα έχει σχεδιαστεί ώστε να δίνει αυτοδύναμες μονοκομματικές πλειοψηφίες στο κοινοβούλιο, ενώ το αναλογικότερο σύστημα του 1989-1991 σημαδεύτηκε από τρεις εκλογές σε μόλις δέκα μήνες και συνδέθηκε με κυβερνήσεις που θεωρήθηκαν από όλους αποτυχημένες. Κουλτούρα συνεργασιών δεν υπάρχει, με τα δύο κόμματα εξουσίας να επιδιώκουν αυτοδύναμες κυβερνήσεις για τον εαυτό τους και με το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς να αρνείται κάθε κυβερνητική σύμπραξη.

Θα ήταν όμως άδικο να αποδώσουμε την αποτυχία των μέτρων στην απουσία διακομματικής συναίνεσης γι' αυτά: το κύρος τους στην κοινωνία είναι πια πάρα πολύ χαμηλό, ενώ οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν ότι σοσιαλιστές και συντηρητικοί θα συγκέντρωναν σήμερα αθροιστικά λιγότερο από 50%, έναντι 80% περίπου το 2009. Τα μέτρα δεν αποτυγχάνουν από την ένταση των αντιδράσεων αλλά από λανθασμένη φιλοσοφία, κακό σχεδιασμό, απουσία προσαρμογής στα ελληνικά δεδομένα και αδυναμία να εμπνεύσουν μέρος έστω της κοινωνίας.

«Από το σιδηροδρομικό δίκτυο του 2009, που ήταν ήδη το δεύτερο αραιότερο της ΕΕ, σήμερα έχει κλείσει τελείως το 1/3 ενώ άλλο 1/3 λειτουργεί με μόλις 2 δρομολόγια ημερησίως. Ακόμη χειρότερες προοπτικές ανοίγουν οι ρυθμίσεις που επιτρέπουν ελεύθερη αλλαγή χρήσεων γης σε μόλις 12 μήνες από τη διακοπή μιας γραμμής, αποκλείοντας ακόμη και τη μελλοντική ανακατασκευή της γραμμής στον ίδιο διάδρομο!»

Βασική ευθύνη της αντιπολίτευσης δεν είναι, λοιπόν, ότι απέφευγαν να συναινέσουν, αλλά ότι αποτυγχάνουν και σήμερα να τροφοδοτήσουν τον πολιτικό διάλογο με πραγματικά εναλλακτικές προτάσεις διεξόδου. Μεταβατική κυβέρνηση συνεργασίας έγινε πραγματικά αναγκαία μόλις στις αρχές Νοεμβρίου, όταν ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός με τους ανεύθυνους χειρισμούς του για δημοψήφισμα έχασε την εμπιστοσύνη ακόμη και των βουλευτών του δικού του κόμματος καθώς αποδέχθηκε στην ουσία το τελεσίγραφο των Μέρκελ (Merkel) και Σαρκοζί (Sarkozy) να θέσει ως ερώτημα στο σχεδιαζόμενο δημοψήφισμα όχι τη νέα συμφωνία της 26ης Οκτωβρίουκαι τη δανειακή σύμβαση αλλά την παραμονή ή όχι της Ελλάδας στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση (EE).

Οι «πράσινες» προτάσεις για έξοδο από την κρίση

Οι «οικολόγοι-πράσινοι» (ΟΠ), το «πράσινο» κόμμα της Ελλάδας, επισημάναμε ήδη από τα πρώτα μας βήματα, το 2003, ότι στη χώρα μας χτιζόταν μια οικονομία με ημερομηνία λήξης. Ως ανερχόμενη πολιτική δύναμη, την άνοιξη του 2009, μιλήσαμε δημόσια για το πρόβλημα του χρέους και των ελλειμμάτων σε μια εποχή που ο Γ. Παπανδρέου, ως υποψήφιος πρωθυπουργός έδινε διαβεβαιώσεις ότι «λεφτά υπάρχουν».

Η πρότασή μας για την «πράσινη στροφή στην οικονομία», το Φεβρουάριο του 2009, έπαιρνε υπόψη τη δημοσιονομική αυτή στενότητα, προτείνοντας «εκτροπή» των 28 δις ευρώ εγγυήσεων προς τις τράπεζες, ώστε να συνδεθούν με την υποχρέωση προνομιακών χρηματοδοτήσεων προς τα νοικοκυριά για πράσινες επενδύσεις, με στόχο να γίνει κάθε νοικοκυριό ένας δυνητικός πράσινος επενδυτής. Στην πράξη πάντως οι τράπεζες προτίμησαν να επενδύσουν τα φθηνά πρόσθετα κεφάλαια από την ΕΚΤ σε διεύρυνση των θέσεών τους σε ελληνικά κρατικά ομόλογα, ώστε να επωφεληθούν άκοπα από τη διαφορά των επιτοκίων. Η ίδια επιλογή έγινε και για τα επόμενα πακέτα κρατικών εγγυήσεων, που αθροιστικά φθάνουν ήδη τα 100 δις ευρώ, όσο δηλαδή και όλο το μέχρι σήμερα συμφωνημένο ποσό διακρατικών δανείων προς την Ελλάδα με την τρόικα. Αποτέλεσμα ήταν να βρεθούν οι τράπεζες πρακτικά σε κατάσταση χρεοκοπίας, ενώ έχει σπαταληθεί μια πολύτιμη ευκαιρία για την οικονομία, το περιβάλλον αλλά και για τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Στην κορύφωση της κρίσης δανεισμού, την άνοιξη του 2010, οι ΟΠ υποστηρίξαμε ως λύση την ομόφωνη σχεδόν πρόταση του «ευρωπαϊκού κοινοβουλίου» (ΕΚ) -έκθεση του «πράσινου» ευρωβουλευτή Σβεν Γκίγκολντ (Sven Giegold)- για ευρωπαϊκές εγγυήσεις δανεισμού μέσω έκδοσης ευρωομολόγων. Παράλληλα απορρίψαμε την προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης του ΔΝΤ και των κυβερνήσεων, γνωρίζοντας τις βαθιές πληγές στην κοινωνική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα που έχουν αφήσει τέτοιες πολιτικές σε όλες σχεδόν τις χώρες όπου εφαρμόστηκαν. Στην πρώτη φάση εφαρμογής των μέτρων, τα χαρακτηρίσαμε «υπέρμετρο τίμημα, με άδικη κατανομή και αμφίβολο αντίκρισμα», χωρίς πάντως να ενθαρρύνουμε τα άλλα «πράσινα» κόμματα να καταψηφίσουν τη σχετική δανειακή σύμβαση στα εθνικά τους κοινοβούλια.

«Θεωρούμε ότι η κρίση αναδεικνύει τον εξαιρετικά προβληματικό χαρακτήρα του σημερινού διακυβερνητικού μοντέλου της ΕΕ: κυβερνήσεις που συνδιαμορφώνουν ευρωπαϊκές αποφάσεις αλλά λογοδοτούν μόνο σε εθνικό επίπεδο, έχουν σίγουρα δυσκολίες να σκεφτούν ευρωπαϊκά»

Στο εσωτερικό μέτωπο της χώρας μας δώσαμε έμφαση στην κατάθεση προτάσεων για θέματα διαφάνειας, κάθαρσης, στρατιωτικών δαπανών, φορολογικών προνομίων της εκκλησίας και των βουλευτών. Εστιάσαμε επίσης σε συγκεκριμένα μέτωπα όπως η υπεράσπιση του σιδηροδρόμου, όπου δώσαμε μια πολύμηνη μάχη σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο ζητώντας την αναδιοργάνωσή του από δημόσιο σιδηροδρομικό οργανισμό άλλης ευρωπαϊκής χώρας, αντί για τον ακρωτηριασμό του δικτύου που επέβαλε τελικά η κυβέρνηση προς όφελος των κατασκευαστικών εταιριών που εμπλέκονται σε ΣΔΙΤ αυτοκινητοδρόμων, με τη σύμφωνη γνώμη της συντηρητικής αντιπολίτευσης και τη στήριξη της τρόικας: από το σιδηροδρομικό δίκτυο του 2009, που ήταν ήδη το δεύτερο αραιότερο της ΕΕ, σήμερα έχει κλείσει τελείως το 1/3 ενώ άλλο 1/3 λειτουργεί με μόλις 2 δρομολόγια ημερησίως. Ακόμη χειρότερες προοπτικές ανοίγουν οι ρυθμίσεις για το «καταργημένο δίκτυο», που επιτρέπουν ελεύθερη αλλαγή χρήσεων γης σε μόλις 12 μήνες από τη διακοπή μιας γραμμής, αποκλείοντας ακόμη και τη μελλοντική ανακατασκευή της γραμμής στον ίδιο διάδρομο.

Στην ίδια γραμμή των πληγμάτων στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα κινήθηκαν:
Οι μεγάλες αυξήσεις, πάνω από 40%, στα εισιτήρια των δημόσιων μεταφορικών μέσων, που εξουδετερώνουν σημαντικό μέρος από τη δυνατότητα να αξιοποιηθούν οι υψηλές τιμές των καυσίμων ως εργαλείο για στροφή στη δημόσια συγκοινωνία και το σιδηρόδρομο.
Η σαρωτική περικοπή δημόσιων δαπανών, που συμπαρασύρει και τις δαπάνες για το περιβάλλον. Στον προϋπολογισμό του 2011, οι δαπάνες του ΥΠΕΚΑ αποτελούν μόλις... 0,01% των δημόσιων δαπανών.
Η συμπίεση των κονδυλίων για δημόσιες επενδύσεις, που δυσκολεύει τη στροφή στις λεγόμενες «υποδομές βιωσιμότητας», επιτρέποντας να προχωρήσει μόνο ό,τι μπορεί να βρει ιδιωτική συγχρηματοδότηση.
Η πρόβλεψη για αξιοποίηση δημόσιων ακινήτων, που οδηγεί στην ανοικοδόμηση πολύτιμων ελεύθερων χώρων είτε σε πόλεις με δραματικό έλλειμμα πρασίνου (όπως τα πρώην στρατόπεδα ή το Ελληνικό) είτε σε εξαιρετικά ευαίσθητες προστατευόμενες περιοχές (όπως η πρώην «φωνή της Αμερικής», στο Δέλτα του Νέστου).
Η πολιτική για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, επιδιώκει ένα συνδυασμό των καταστροφικά υπερδομημένων ισπανικών ακτών με την ανεξέλεγκτη εξορυκτική βιομηχανία της λατινικής Αμερικής ή της ανατολικής Ευρώπης. Η νομοθεσία του 2010 για το «φαστ τρακ» επιτρέπει σε κάθε επενδυτή με στοιχειώδη οικονομική επιφάνεια να διαπραγματεύεται δική του ιδιωτική περιβαλλοντική και πολεοδομική νομοθεσία, που θα παγώνει την ισχύουσα.
Η μαζική νομιμοποίηση των παράνομων κτισμάτων, με παράλληλη διαγραφή των προστίμων που προβλέπει η νομοθεσία, εκτιμώμενου ύψους 10 δις ευρώ. Με τροπολογία της τελευταίας στιγμής, στις ευνοϊκές ρυθμίσεις θα περιληφθούν και οι παράνομες κατασκευές σε περιοχές του δικτύου «natura 2000».
Οι αποφάσεις για ιδιωτικοποίηση του νερού σε Αθήνα-Θεσσαλονίκη, αλλά και σε αρκετά νησιά.
Οι προβλέψεις του εφαρμοστικού νόμου του μεσοπρόθεσμου για εκποίηση ευαίσθητων περιοχών όπως ο αιγιαλός, αλλά και για θεσμικό πλαίσιο που επιτρέπει αδιαφανείς παραχωρήσεις σε όσους νέμονται παράνομα δημόσια γη.
Το πλαίσιο για την τουριστική κατοικία, ιδιαίτερα στα μικρότερα νησιά, δημιουργεί συνθήκες για τελειωτική καταστροφή του τοπίου και των οικοσυστημάτων.
Η πρόσφατη ρύθμιση που απαγορεύει να διατίθενται για τους σκοπούς του «πράσινου ταμείου» πάνω από 5% των πόρων του. Οι (ανέφικτοι πλέον χωρίς πόρους) σκοποί του «πράσινου ταμείου» αφορούν την αντιστάθμιση των επιπτώσεων από τη διατήρηση παράνομων παρεμβάσεων που επιβαρύνουν το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον.

«Για τις συμφωνίες της 26ης Οκτωβρίου χρειάζεται να αποσαφηνιστούν αρκετά θέματα: δεν είναι αποδεκτό για μας να πληρώνονται στην ονομαστική τους αξία ομόλογα που απέκτησε σε μειωμένες τιμές η ΕΚΤ και να "κουρεύονται" δραστικά ομόλογα που κατέχουν ασφαλιστικά ταμεία»

Βασική θέση των ΟΠ είναι η προτεραιότητα να επενδύσουμε στη διέξοδο από την κρίση, διέξοδο που αφορά ταυτόχρονα την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική διάσταση. Παράλληλα με την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και τη σύγκρουση με τη διαφθορά και τη φοροδιαφυγή, εστιάζουμε σε τρεις βασικές προτεραιότητες:
Βιώσιμη ανασυγκρότηση της υπαίθρου, με κορμό τη βιολογική παραγωγή, αναβίωση της τοπικής και περιφερειακής κλίμακας στην οικονομία, έμφαση στις εγκαταλειμμένες ορεινές και ημιορεινές περιοχές.
Προώθηση και αναβάθμιση των συλλογικών αγαθών και υπηρεσιών, ως αντιστάθμισμα στην απώλεια αγοραστικής δύναμης, με στόχο να ξαναγίνει η ποιότητα ζωής δικαίωμα για όλους ως παράλληλος «κοινωνικός μισθός».
Επείγουσα ενεργειακή στροφή, με απεξάρτηση από πετρέλαιο και λιγνίτη, προώθηση εναλλακτικών λύσεων στη χρήση του ΙΧ, αλλά και επενδύσεις σε εξοικονόμηση και σε ανανεώσιμες πηγές, σχεδιασμένες ώστε να προσφέρουν συμπληρωματικά εισοδήματα στο μεγαλύτερο δυνατό αριθμό νοικοκυριών.

Γύρω από τις προτεραιότητες αυτές χρειάζεται να σχεδιαστούν μια σειρά πολιτικές που θα απελευθερώσουν πόρους και δημιουργικές δυνάμεις:
Φορολογική μεταρρύθμιση με χαρακτήρα δικαιοσύνης και αναδιανομής, που θα χρησιμοποιεί τους φόρους και ως εργαλεία για ενθάρρυνση ή αποθάρρυνση δραστηριοτήτων ανάλογα με τις επιπτώσεις των τελευταίων στο περιβάλλον και την κοινωνία.
Μέτρα διαφάνειας και πάταξης της μικρής και μεγάλης διαφθοράς και φοροδιαφυγής θα πρέπει να συνδυαστούν με αποκατάσταση της αίσθησης δικαιοσύνης.
Μείωση εξοπλιστικών δαπανών και συνεννόηση με την Τουρκία για ακόμη μεγαλύτερες αμοιβαίες περικοπές. Με δεδομένη την τουρκική υποψηφιότητα για ένταξη, η ΕΕ θα ήταν λογικό να έχει μεγαλύτερη εμπλοκή και στην προσπάθεια επίλυσης των ελληνοτουρκικών αντιπαραθέσεων.
Κεντρική σημασία για μας έχει και η προώθηση της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Η επανασύνδεση με την παράδοση της «οικολογίας των φτωχών» γίνεται ξανά επίκαιρη.

Περισσότερη αλλά διαφορετική Ευρώπη

Η προώθηση προτάσεων σε εθνικό επίπεδο, δεν αναιρεί την ανάγκη για βιώσιμες ευρωπαϊκές απαντήσεις σε μια κρίση πρωτίστως ευρωπαϊκή και παγκόσμια. Πέρα από την προσπάθεια να αποκρούσουμε τα επικίνδυνα στερεότυπα κάθε ευρωπαϊκού λαού για τους άλλους, θεωρούμε ότι η κρίση αναδεικνύει τον εξαιρετικά προβληματικό χαρακτήρα του σημερινού διακυβερνητικού μοντέλου της ΕΕ: κυβερνήσεις που συνδιαμορφώνουν ευρωπαϊκές αποφάσεις αλλά λογοδοτούν μόνο σε εθνικό επίπεδο, έχουν σίγουρα δυσκολίες να σκεφτούν ευρωπαϊκά.

«Τοποθετηθήκαμε ότι η μεταβατική κυβέρνηση, με ορίζοντα σύντομες εκλογές για νέα βουλή, αποτελεί στη συγκεκριμένη συγκυρία "το μικρότερο κακό". Είμαστε ανοικτοί στη διακομματική συνεννόηση για συγκεκριμένα θέματα, παρόλο που σοσιαλιστές και συντηρητικοί δε μας αποδέχονται ως συνομιλητές τους, ούτε καν σε θεσμικές επαφές με το σύνολο των αναγνωρισμένων κομμάτων»

Θέλουμε λοιπόν περισσότερη Ευρώπη, σε ομοσπονδιακή κατεύθυνση, με αυξημένη δημοκρατική νομιμοποίηση και κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη. Στο πλαίσιο αυτό υποστηρίζουμε την κοινή πρόταση των Ευρωπαίων «πράσινων» για ένα «σύμφωνο βιώσιμης ευημερίας», αλλά και τις προτάσεις των «πράσινων» ευρωβουλευτών της επιτροπής οικονομίας (ECON) του ΕΚ γιααναδιάρθρωση και διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους, αλλά και δημόσιο λογιστικό του έλεγχο για τυχόν απεχθείς οφειλές. Επιδιώκουμε επίσης αλλαγές στον προσανατολισμό της ΕΚΤ με διεύρυνση της αποστολής του ώστε πλην της νομισματικής σταθερότητας να επιδιώκει και την βιώσιμη ανάπτυξη και την αντιμετώπισης της ανεργίας. Ειδικά σε σχέση με την ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική, λιγότερο σκληρό ευρώ, χαμηλά επιτόκια, χαλάρωση των στόχων για τον πληθωρισμό, ενώ σημαντικό ρόλο έχει η περιφερειακή πολιτική, που πρέπει να ασκείται με υψηλότερα κονδύλια και περισσότερο στοχευμένα σε προτεραιότητες «πράσινης» στροφής της οικονομίας. Για τις συμφωνίες της 26ης Οκτωβρίου χρειάζεται να αποσαφηνιστούν αρκετά θέματα: δεν είναι αποδεκτό για μας να πληρώνονται στην ονομαστική τους αξία ομόλογα που απέκτησε σε μειωμένες τιμές η ΕΚΤ και να «κουρεύονται» δραστικά ομόλογα που κατέχουν ασφαλιστικά ταμεία.

Η φιλοσοφία αυτή των «πράσινων» προτάσεων μας φέρνει σε αντίθετη όχθη με τους σοσιαλιστές και τους συντηρητικούς στη χώρα μας που έχουν προσχωρήσει και υπηρετούν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που οδήγησαν την Ελλάδα στον γκρεμό. Ως κόμμα που εκπροσωπείται μόνο στο ευρωκοινοβούλιο, δεν κληθήκαμε άλλωστε στις πρόσφατες διαβουλεύσεις για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Τοποθετηθήκαμε ότι μια τέτοια μεταβατική κυβέρνηση, με ορίζοντα σύντομες εκλογές για νέα βουλή, αποτελεί στη συγκεκριμένη συγκυρία το μικρότερο κακό. Οι ριζικές προγραμματικές μας διαφορές δε μας εμποδίζουν πάντως να είμαστε ανοικτοί στη διακομματική συνεννόηση για συγκεκριμένα θέματα, παρόλο που σοσιαλιστές και συντηρητικοί δε μας αποδέχονται ως συνομιλητές τους, ούτε καν σε θεσμικές επαφές με το σύνολο των αναγνωρισμένων κομμάτων.

Στη δημόσια παρουσίαση των προτάσεών μας για την οικονομία, τον περασμένο Ιούνιο, σημειώσαμε ότι μια ειλικρινής αναζήτηση συναίνεσης θα έπρεπε να περιλαμβάνει ουσιαστική συζήτηση για:
Τι διεκδικούμε για την Ευρώπη ως Ευρωπαίοι πολίτες, για βιώσιμη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, όχι μόνο τι ζητάμε από αυτήν ως αδύναμος κρίκος της;
Τι μπορεί να αντέξει η χώρα: ποιες θα πρέπει να είναι οι κόκκινες γραμμές στη φορολογία, τις περικοπές, στα κριτήρια και τα όρια που θέτουμε για τη δημόσια περιουσία και τις ιδιωτικοποιήσεις;
Τι δεν πήγε καλά με το «μνημόνιο», τι διασφαλίζει ότι δεν θα συμβεί το ίδιο και με τα επιπλέον μέτρα;
Με τι τρόπους και επιχειρήματα απευθυνόμαστε στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, πώς ανατρέπουμε τα στερεότυπα, πώς εξηγούμε πειστικά ότι η ελληνική κρίση είναι μέρος και συνέπεια και της γενικότερης ευρωπαϊκής και ότι αντιμετωπίζοντας την ευρωπαϊκή κρίση θα διευκολυνθεί άμεσα και αποφασιστικά η αντιμετώπιση της ελληνικής;
Τι γίνεται αν η Κομισιόν και οι κυβερνήσεις αρνηθούν να διαπραγματευθούν τις όποιες ελληνικές προτάσεις. Τι μέτρα θα απαιτούσε ένα σενάριο άμεσου μηδενισμού του πρωτογενούς ελλείμματος, αν δε θέλαμε να υποχωρήσουμε στις απαιτήσεις τους;

«Οριστική λύση στα ζητήματα της κρίσης, καμιά χώρα δε μπορεί να δώσει μόνη της: Οι λύσεις είτε θα είναι ευρωπαϊκές, αδιαίρετες και βιώσιμες, είτε δε θα υπάρξουν καθόλου»

Τους τελευταίους μήνες, η ελληνική κοινωνία δοκιμάζει ένα διαρκές σοκ μέτρων και ανεύθυνων απειλών εκδίωξης από την ευρωζώνη, εξέλιξης που πιθανότατα θα κατεδάφιζε την οικονομία σε έκταση αντίστοιχη με εκείνη της ανατολικής Ευρώπης μετά το 1989. Ανάλογο δέος και φόβο για το χειρότερο βιώνει και η Ευρώπη συνολικά. Στη χώρα μας πάντως κυριαρχεί προς το παρόν μια αίσθηση ομηρίας. Παράλληλα με την οργή για το ελληνικό πολιτικό σύστημα, οι Έλληνες νιώθουν την κ. Μέρκελ και τον κ. Σαρκοζί ως επίδοξους επικυρίαρχους που θέλουν να επιβάλουν αδιακρίτως τιμωρίες, όχι ως εταίρους σε μια ισότιμη Ένωση. Είναι ακόμη νωρίς για να έχουμε μια σαφή εικόνα πως θα διαμορφωθεί το νέο πολιτικό τοπίο, ξέρουμε όμως ότι θα είναι πολύ διαφορετικό.

Οι ΟΠ αγωνιζόμαστε για απαντήσεις με περισσότερη δημοκρατία και απόκρουση των πειρασμών για λαϊκιστικές «ισχυρές ηγεσίες», πειρασμών που δυστυχώς ευδοκιμούν σε τέτοιες καταστάσεις. Οριστική όμως λύση στα ζητήματα της κρίσης, καμιά χώρα δε μπορεί να δώσει μόνη της: Οι λύσεις, είτε θα είναι ευρωπαϊκές, αδιαίρετες και βιώσιμες, είτε δε θα υπάρξουν καθόλου.


Σημειώσεις

Το κριτήριο 8 του κώδικα δεοντολογίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις εξαγωγές όπλων απαγορεύει ρητά τέτοιες πωλήσεις σε χώρες με προβληματικές οικονομικές δυνατότητες, όμως σε ερώτησή μου στο ευρωκοινοβούλιο, η Κομισιόν απάντησε ότι κράτη-μέλη δεν προστατεύονται από τον κώδικα δεοντολογίας.

Mιχάλης Τρεμόπουλος είναι ευρωβουλευτής, μέλος του «ευρωπαϊκού πράσινου κόμματος»

1 σχόλιο:

  1. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω ολοκληρωμένη οικονομικο-κοινωνική πολιτική θέση/ανάλυση των Οικολόγων... Ενδιαφέρον κείμενο, αν κι έχω τις αντιρρήσεις μου και άλλη θέση για την κρίση στην Ελλάδα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Θέλετε να βάλετε ενεργό link στο σχόλιό σας; BlogU