Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

Νάσος Βαγενάς: Θα αποτρέψουμε τα χειρότερα και θα βάλουμε τις βάσεις για μιαν έξοδο από τη σημερινή κατάσταση μόνο αν η χώρα μας ανακτήσει τη διεθνή αξιοπιστία της. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς μεταρρυθμίσεις


Η Ευρώπη δεν μας έχει αδικήσει
"Το θέαμα είναι θλιβερό και θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε αμέσως και δραστικά. Όμως την ίδια στιγμή θα πρέπει να αγωνιστούμε για να μη δούμε χειρότερα. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει αν καταγγέλλουμε την Ευρώπη, η οποία δεν μας έχει αδικήσει" 


Νάσος Βαγενάς, ποιητής και Καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Παν/μιο Αθηνών, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη* για την σημερινή πολιτικοοικονομική κατάσταση της χώρας, συμμετέχοντας στον δημόσιο διάλογο του tvxs.

Ν.Β.: Πιστεύω ότι αυτό που ζούμε τώρα δεν είναι κρίση, όπως λέγεται. Είναι τα αποτελέσματα μιας κρίσης. Την κρίση τη ζούσαμε όλα αυτά τα τριάντα χρόνια της Μεταπολίτευσης χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Θέλω να πω ότι αυτή η πλασματική κατάσταση την οποία ζούσαμε, ένα είδος ευμάρειας που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική οικονομική κατάσταση της χώρας, με όλα όσα συνεπαγόταν στο ηθικό επίπεδο, με την διαφθορά των συνειδήσεων την οποία επέφερε, αυτή ήταν μια πραγματική κατάσταση κρίσης.

Κρ. Π.: Εννοείτε, ότι αυτή η κατάσταση της διαφθοράς, είναι η αιτία; Διότι κάθε κρίση υποχρεώνει από μόνη της για αλλαγή...

Ν.Β.: Επιτρέψτε μου να θεωρώ ότι εκείνη η κατάσταση ήταν η κρίση. Συνήθως – και ανακριβώς – ονομάζουμε κρίση τα αποτελέσματα μιας κρίσης. Όμως οι κρίσεις, δεν παράγονται αυτομάτως. Είναι προϊόν μιας διαδικασίας. Αυτή η διαδικασία μας παρείχε μια πλασματική, μια εικονική πραγματικότητα, που τη βιώναμε ως πραγματική.

Κρ. Π.: Πώς νομίζετε ότι θα μπορούσαμε να βγούμε από αυτήν την κρίση;

Ν.Β.: Οι ενδείξεις ότι θα μπορούσαμε να βγούμε δεν είναι ενθαρρυντικές. Δεν φαίνεται να έχουμε απαλλαγεί από τη νοοτροπία της Μεταπολίτευσης, πράγμα που θα μπορούσε να μας οδηγήσει στην έξοδο. Συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε με το μυαλό μας της τελευταίας τριακονταπενταετίας. Θα μπορούσα να σας αναφέρω πολλά στοιχεία που το δείχνουν αυτό.

Κρ. Π.: Θέλετε να αναφέρετε κάποιο από αυτά;

Ν.Β.: Το χοντρικότερο είναι η άγρια αντίθεσή μας στο Μνημόνιο. Τα αποτελέσματα των δύο τελευταίων εκλογών έδειξαν ότι ο Έλληνας δεν το θέλει – το αποστρέφεται.

Κρ. Π.: Και είναι λάθος;

Ν.Β.: Θα ήταν φυσικό, αν υπήρχε κάποιος άλλος, ευκολότερος τρόπος ...

να σωθούμε. Εγώ δεν τον βλέπω. Ούτε βλέπω να τον βλέπουν όσοι κατήγγειλαν το Μνημόνιο, και εξακολουθούν να το καταγγέλλουν. 
Δεν θα ήθελα, βέβαια, να νομίσετε ότι πιστεύω ότι η εφαρμογή των δεσμεύσεων που μας έχει επιβάλει το Μνημόνιο θα κάνει τη ζωή μας ευτυχισμένη· όμως θα μας προφυλάξει από μεγαλύτερη δυστυχία. Το μη χείρον δεν είναι βέλτιστον, όπως λέγεται, σίγουρα όμως είναι βέλτιον.
Κρ. Π.: Δεν θα πρέπει να αγωνιστούμε για να αλλάξουν οι επαχθείς όροι του Μνημονίου;

Ν.Β: Εξαρτάται από το νόημα που δίνουμε στο ρήμα να αγωνιστούμε. 
Αν εννοείται ότι θα πρέπει να διαπραγματευθούμε, ώστε να πείσουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους άλλους εταίρους του Μνημονίου ότι αυτό θα ήταν για το συμφέρον όλων μας, τότε συμφωνώ. 
Αλλά αν το να αγωνιστούμε σημαίνει απεργίες, διαδηλώσεις, ταραχές, όπως απειλούν όσοι κατήγγειλαν το Μνημόνιο, αυτό σημαίνει συνέχιση της καταγγελίας του, δηλαδή της πεποίθησης ότι δεν χρωστάμε τίποτα
Δηλαδή συνέχιση του εκβιασμού τον οποίο επιχείρησαν οι αντίπαλοι του Μνημονίου, με προεξάρχοντα τον ΣΥΡΙΖΑ: ότι αν δεν μας χαρίσετε όσα σας χρωστάμε και φύγουμε από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα καταρρεύσετε κι εσείς. Πιστεύετε ότι η Ευρώπη θα ανεχτεί έναν τέτοιο εκβιασμό;

Κρ. Π.: Πιστεύετε ότι αυτοί που μας οδήγησαν στην επιβολή του Μνημονίου, δηλαδή, κυρίως το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, μπορούν να δώσουν τη λύση;

Ν.Β: Πιστεύω ότι είναι λάθος να πιστεύουμε ότι στην κατάσταση της επιβολής του Μνημονίου μας οδήγησαν μόνο τα κόμματα εξουσίας, η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ. 
Εξίσου υπεύθυνα γι` αυτό ήταν και τα κόμματα της Αριστεράς, που αντιτάχθηκαν στον εξορθολογισμό των δημοσιονομικών της χώρας εν ονόματι του λεγόμενου λαϊκού συμφέροντος. 
Θέλω να πω ότι η συμμετοχή της Αριστεράς στο πελατειακό σύστημα των κομμάτων κάθε άλλο παρά αμελητέα ήταν (και είναι και σήμερα – το σύστημα αυτό λειτουργεί και σήμερα). Σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης η Αριστερά ασκούσε (ασκεί και σήμερα) ένα είδος παράπλευρης εξουσίας, η οποία ήταν εξίσου υπεύθυνη για τους λόγους που μας οδήγησαν στο Μνημόνιο.
Κρ. Π.: Μοιάζει να είστε εξίσου επικριτικός για τον ρόλο της Αριστεράς, σαν να ήταν σε κάποια κυβέρνηση... Και προέρχεστε από τον χώρο της Αριστεράς.

Ν.Β.: Όχι μόνο προέρχομαι αλλά και ανήκω στον χώρο της Αριστεράς. 
Ντρέπομαι που αναγκάζομαι να το δηλώσω αυτό, γιατί δεν ανήκω σ` εκείνη την περιοχή της Αριστεράς που διαλαλεί αυτάρεσκα την αριστεροσύνη της. Πιστεύω ότι υπάρχει κάτι το αντιαισθητικό στη φράση: «Εμείς οι αριστεροί…». 
Το πού ανήκει κανείς πολιτικά το δείχνουν περισσότερο οι πράξεις του και λιγότερο οι δηλώσεις του. Αλλά, βέβαια, θα πρέπει να ορίσουμε και ποιο ακριβώς είναι το περιεχόμενο, σήμερα, του όρου Αριστερά.

Κρ. Π.: Να επανέλθουμε στο ερώτημα των υπευθύνων για την προσφυγή στο Μνημόνιο…

Ν.Β.: Ναι… Έλεγα ότι δεν ευθύνονται μόνο τα κόμματα που άσκησαν την εξουσία αλλά και η Αριστερά με την παράπλευρη δύναμή της που επηρέαζε, και μάλιστα σημαντικά, τη λήψη των αποφάσεων
Αλλά υπεύθυνοι δεν είναι μόνο αυτοί. 
Είναι και ο ίδιος ο ελληνικός λαός. 
Και είναι όχι μόνο συλλογικά – αυτός εξέλεξε στην κυβέρνηση τα κόμματα που επιθυμούσε – αλλά και ατομικά, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες ως άτομα. Στην πλειονότητά τους συμμετείχαν, περισσότερο ή λιγότερο, σε αυτό που σωστά χαρακτηρίστηκε «λεηλασία του κράτους».
Κρ. Π.: Δηλαδή συμφωνείτε στο «μαζί τα φάγαμε»;

Ν.Β.: Το «μαζί» είναι ένα σχήμα λόγου που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Όταν μιλάμε για τον λαό με όρους πολιτικούς, εννοούμε την πλειονότητά του που με όρους εκλογικούς ονομάζεται πλειοψηφία, η οποία εκλέγει τις κυβερνήσεις. 
Πιστεύω ότι στην πλειονότητά του ο ελληνικός λαός συμμετείχε στη λεηλασία του κράτους. Και αυτό αποδεικνύεται με απλούς υπολογισμούς. 
Οι περιπτώσεις διαφθοράς των πολιτών και εξαπάτησης του δημοσίου, που έρχονται καθημερινά στο φώς, είναι τόσες πολλές, που μαζί με εκείνες που δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί (οι έρευνες συνεχίζονται) και εκείνες που (σύμφωνα με τον νόμο των πιθανοτήτων) δεν πρόκειται να αποκαλυφθούν ποτέ, δείχνουν ότι εκατομμύρια Ελλήνων έχουν εξαπατήσει το κράτος. 
Θα ήταν ανιαρό να απαριθμήσω όλες αυτές τις περιπτώσεις εξαπάτησης, που τις διαβάζουμε καθημερινά στις εφημερίδες. Θα αναφέρω, δειγματοληπτικά, μόνο δύο: την έκταση (και το βάθος) της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής (μέγιστο, μη καταρρίψιμο, πανευρωπαϊκό ρεκόρ, για το βιβλίο Γκίνες) και τις καταστάσεις-μαϊμού (συντάξεων, επιδομάτων κ.τ.λ.). 
Μιλάμε για πολλές εκατοντάδες χιλιάδες περιπτώσεων, στις οποίες εμπλέκονται (αν υπολογίσουμε και τα μέλη των οικογενειών των εξαπατώντων) εκατομμύρια πολιτών.
Κρ. Π.: Δεν υπάρχουν εκατομμύρια πολιτών, που δεν έχουν συμμετάσχει σε αυτή τη λεηλασία;

Ν.Β.: Και εκατομμύρια που έχουν συμμετάσχει. 
Αυτό που θέλω να πω, με το σχήμα λόγου που χρησιμοποιώ, είναι ότι είναι λάθος να λέμε ότι τα έφαγαν μόνο οι πολιτικοί, και μάλιστα μόνο οι πολιτικοί των κομμάτων εξουσίας. Διότι υπάρχουν και πολιτικοί αυτών των κομμάτων που δεν έφαγαν τίποτα
Αν δούμε τα πράγματα αναλογικά, θα διαπιστώσουμε ότι το ποσοστό των πολιτών που συμμετείχε στη λεηλασία του κράτους δεν ήταν μικρότερο από εκείνο των πολιτικών.
Κρ. Π.: Είναι το ίδιο να λεηλατήσεις για παράδειγμα, κάποια ευρώ, και το ίδιο να λεηλατήσεις εκατομμύρια δις ή και τρις; Και, πώς μπόρεσαν όσοι πολίτες... λεηλάτησαν, να το καταφέρουν, εάν δεν τους δόθηκε το… πράσινο φως από το υπάρχον σύστημα, το οποίο, αν μη τι άλλο, προφανώς, δεν διέθετε ανάλογο έλεγχο της διαφθοράς;

N.B.: Οι συγκρίσεις μου είναι γενικές και αναλογικές. 
Πιστεύω ότι αν αθροίσουμε τα εκατομμύρια που έφαγαν συνολικά οι πολιτικοί και εκείνα που έφαγαν συνολικά οι πολίτες η διαφορά των δύο αθροισμάτων (αν υπάρχει) δεν θα είναι μεγάλη. 
Και σε ό,τι αφορά τη διαφθορά των πολιτών, η ευθύνη των κυβερνήσεων γι` αυτήν είναι, πιστεύω, μικρότερη από την ευθύνη των ίδιων των πολιτών. Θα πρέπει, επίσης, κάποτε να μετρηθεί και η συμβολή των πολιτών στη διαφθορά των κυβερνήσεων.

Κρ. Π.: Η, δε, κατάχρηση ενός πολιτικού, συγκρίνεται με ενός πολίτη;

Ν.Β.: Όχι, βέβαια, δεν συγκρίνεται. 
Οι πολιτικοί θα πρέπει να τιμωρούνται αυστηρότερα απ` ό,τι οι πολίτες. Όχι μόνο οι πολιτικοί, αλλά να τιμωρούνται και τα κόμματα, όταν οι μίζες πηγαίνουν σε αυτά. 
Αλλά, βέβαια, όλες οι περιπτώσεις διαφθοράς δεν είναι ίδιες. 
Το έγκλημα του Τσοχατζόπουλου είναι πολύ βαρύτερο από το έγκλημα του Τσουκάτου, για τον οποίο δεν είμαι βέβαιος ότι οι μίζες πήγαιναν στην τσέπη του και ότι δεν πήγαιναν στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ. Και οι περιπτώσεις διαφθοράς των πολιτών δεν είναι όλες του ίδιου βαθμού. Όπως και να έχει το πράγμα, αν δεν πάει κόσμος στη φυλακή, δεν μπορούμε να ελπίζουμε για κάθαρση.
Κρ. Π.: Δεν χρειαζόταν - όπως πολλοί αναφέρουν- να έχει γίνει άρση βουλευτικής ασυλίας, να είχε ερευνηθεί το πόθεν έσχες, όπως και το θέμα του χρέους πριν πάει οποιαδήποτε κυβέρνηση να ψηφίσει δύο μνημόνια που προσβάλλουν ακόμη και την εθνική μας κυριαρχία; Θα μπορούσαν π.χ. να δημευτούν περιουσίες, εφόσον αποδεικνύονταν καταχρήσεις δημοσίου χρήματος. Όπως, επίσης, να είχε φορολογηθεί π.χ. και η εκκλησία, και το μεγάλο κεφάλαιο. Συγχρόνως να είχε παταχθεί η διαφθορά; 

Ν.Β.: Η άρση της ασυλίας και η έρευνα για το πόθεν έσχες έπρεπε να είχαν τεθεί σε εφαρμογή πολύ πριν εμφανιστεί στον ορίζοντα το φάντασμα του Μνημονίου. Το οποίο, από τη στιγμή που εμφανίστηκε, απαιτούσε άμεση αντιμετώπιση. 
Θέλω να πω, δεν υπήρχε χρόνος για το πόθεν έσχες και για το θέμα του χρέους, γιατί οι ημερομηνίες έτρεχαν, και μετά την 15η Ιουνίου θα διακοπτόταν η ροή του εξωτερικού δανεισμού και θα είχαμε παύση πληρωμών, με όλα όσα συνεπάγεται αυτό. Όσο για τη διαφθορά γενικά, αυτή δεν πατάσσεται από τη μια μέρα στην άλλη. Και θα επαναλάβω το ρητό: «Το μη χείρον βέλτιστον». 
Νομίζετε ότι χαίρομαι επειδή ο Σαμαράς έγινε πρωθυπουργός; Όμως τα δύο πρώην και νυν κόμματα εξουσίας γνωρίζουν την πραγματική κατάσταση της χώρας καλύτερα απ` ό,τι οι αεροβατούντες πολέμιοι του Μνημονίου, και γι` αυτό πιστεύω ότι είναι αρμοδιότερα να το αντιμετωπίσουν επιτυχέστερα απ` ό,τι οι επιμένοντες στην κατάργησή του.
Κρ. Π.: Για τη ΔΗΜΑΡ τί έχετε να πείτε;

Ν. Β.: Πιστεύω ότι η στάση της, η υποστήριξη της σημερινής κυβέρνησης, δείχνει ότι υπάρχει μια μερίδα της Αριστεράς, που βλέπει με ρεαλιστικό μάτι την κατάσταση. 
Πιστεύω, ωστόσο, ότι η διαπραγματευτική ικανότητα της κυβέρνησης θα ήταν ισχυρότερη αν το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ συμμετείχαν ενεργότερα στην κυβέρνηση. 
Για να τελειώσω αυτά που θα ήθελα να πω για τη ΔΗΜΑΡ, πιστεύω ότιστο πλαίσιο της σημερινής πολιτικοοικονομικής συγκυρίας της Ευρώπης, και όχι μόνο αυτής, (το υπογραμμίζω αυτό), η ΔΗΜΑΡ, είναι το μόνο πραγματικό κόμμα της Αριστεράς γιατί έχει αντιληφθεί ότι οι σκοποί μιας αριστερής πολιτικής δεν προωθούνται καλύτερα με την τυφλή αντίθεση στο Μνημόνιο, την οποία ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ που είναι, κατά την άποψή μου συντηρητικό κόμμα. 
Διότι συντήρηση είναι το να αντιδράς στην ανάγκη για αναδιάρθρωση της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας προβάλλονται αιτήματα που στην παρούσα συγκυρία είναι εξωπραγματικά
Αυτό που κυρίως ενοχλεί στον ΣΥΡΙΖΑ είναι η αφ` υψηλού θεώρηση της πραγματικότητας και η υπεροψία με την οποία επικρίνει τους αντιπάλους του, σε συνδυασμό με το μέγεθος της δημαγωγίας του, που συναγωνίζεται την παλαιότερη δημαγωγία (διότι τώρα την έχουν μετριάσει) της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ. Όταν ένα κόμμα της Αριστεράς δημαγωγεί, παύει να συμπεριφέρεται ως κόμμα της Αριστεράς. 
Ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά τη γνώμη μου, και ως κόμμα δημαγωγικό είναι ένα κόμμα παλαιοκομματικό.

Κρ. Π.: Και για την ολοένα και περισσότερη δυστυχία και καταστροφή, που βλέπουμε γύρω μας σήμερα;

Ν.Β: Το θέαμα είναι θλιβερό και θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε αμέσως και δραστικά. Όμως την ίδια στιγμή θα πρέπει να αγωνιστούμε για να μη δούμε χειρότερα. 
Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει αν καταγγέλλουμε την Ευρώπη, η οποία δεν μας έχει αδικήσει
Θα αποτρέψουμε τα χειρότερα και θα βάλουμε τις βάσεις για μιαν έξοδο από τη σημερινή κατάσταση μόνο αν η χώρα μας ανακτήσει τη διεθνή αξιοπιστία της
Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς μεταρρυθμίσεις που έχουμε δεσμευτεί να πραγματοποιήσουμε και οι οποίες χρονίζουν από καιρό. 
Με την κατά μέτωπο σύγκρουση μαζί της θα ζήσουμε καταστάσεις ακόμη χειρότερες.


*“Ποιές αιτίες μας έφεραν ως εδώ και κυρίως τι πρέπει να κάνουμε;» είναι το αντικείμενο έρευνας της Κρυσταλίας Πατούλη στο tvxs.gr, ερωτήματα στα οποία δίνουν τη δική τους απάντηση γνωστές προσωπικότητες των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών.

9 σχόλια:

  1. Πού πας, ρε Γιώργο και τους βρίσκεις αυτούς τους απίθανους τύπους, σαν τον κ. Βαγενά!

    Πολλά τα ξεκαρδιστικά, μέσα σε όσα λέει. Δεν θα ασχοληθώ, με αυτά της "πρώτης γραμμής". Θα πιάσω τα "δευτερεύοντα" :

    Τι λέει για (ένα μέρος από) τα χρήματα, που πήρε ο Τσουκάτος από την SIEMENS; Δεν ξέρει αν τα έβαλε στην τσέπη του;

    Πάει καλά ο τύπος, ή καμώνεται τον ανήξερο; Ή προσπαθεί να μας πει ότι (ένα μεγάλο μέρος από) τα χρήματα αυτά πήγαν στην τσεπούλα του ΠΑΣΟΚ του κ. Κώστα Σημίτη - του τωρινού αφανους συμμάχου της ΔΗΜΑΡ;

    Τι λέει για τις μίζες που πήρε ο Τσοχατζόπουλος; Ότι το έγκλημά του ήταν μεγάλύτερο από εκείνο του Τσουκάτου; Και γιατί, δηλαδή; Επειδή υποτίθεται ότι οι μίζες του Τσοχατζόπουλου πήγαν μόνο στην τσέπη του ιδίου του Άκη και όχι του κόμματος;

    Τι αμετροεπείς βλακείες που εκστομίζει ο κυρ-Νάσος; Και που το είδε ότι οι μίζες που πήρε ο Τσοχατζόπουλος δεν ήσαν και κομματικές μίζες;

    Ας πούμε μερικά αυτονόητα πράγματα, που βγαίνουν, άλλωστε και από τα, μερικώς, δημοσιευμένα ημερολόγια του Άκη : Οι μίζες των εξοπλισμών ήσαν και κομματικές μίζες. Δεν ήσαν μόνον προσωπικές μίζες για τον Άκη και την παρέα του (Σμπώκος, κλπ). Ούτε ήσαν μίζες που πήγαν μόνο σε αξιωματικούς - που πολλοί από αυτούς ήσαν και βαποράκια. (Ένας από τους "πόνους", που είχε, άλλωστε, ο Άκης με τα δεσμευμένα χρήματα, που διακινούσε ο Σμπώκος και οι λοιποί αφορούσε το ότι τα λεφτά αυτά έπρεπε να αποδεσμευτούν, "για να πάνε εκεί που πρέπει", γράφει ο πρώην υπουργός στο ημερολόγιό του).

    Τέτοιες βλακείες λέει ο Βαγενάς και εκτίθεται ανεπανόρθωτα, επιχειρηματολογώντας, με το ίδιο πάθος, που επιχειρηματολογούσαν και οι εντόπιοι Quislings, κατά την διάρκεια της αλήστου μνήμης Κατοχή, στην δεκαετία του 1940.

    Περισσότερη ψυχραιμία και νηφαλιότητα δεν θσ τον έβλαπτε. Αλλά που να την βρει την νηφαλιότητα και που να την βρει την ψυχραιμία! Κομμάτι δύσκολο στην εποχή μας, στην οποία η εγχώρια και η διεθνής μπατιροτραπεζοκρατία και οι υπηρέτες της, μέσα στην πολιτική και την ευρύτερη πνευματική ελίτ, έχει πάρει το επάνω χέρι στον ιδεολογικό τομέα και έχει γεμίσει τα κεφάλια του κόσμου με έναν τεράστιο κουβά με σκατά.

    Και το κεφάλι του κυρ-Νάσου δεν έχει αποφύγει αυτού του είδους την γέμιση, όπως αποδεικνύουν οι σοβαροφανείς, αλλά συνάμα, γραφικοί και παραληρηματοειδείς ισχυρισμοί του...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τάσο, έχεις σκεφτεί ποτέ γιατί κανείς δεν απαντά στα σχόλιά σου, όσο προκλητικά κι αν τα κάνεις; Μήπως γιατί είσαι ο μόνος έξυπνος και όλοι οι άλλοι είναι ηλίθιοι; Δες το λιγάκι. Παρότι προσβάλλεις επανειλημμένα τους συγγραφείς των άρθρων, δεν διαγράφω τα σχόλιά σου μόνο επειδή τα υπογράφεις. Αλλά όλα έχουν και ένα όριο - βρίζεις κι αυτό είναι πρόβλημα.

      Διαγραφή
    2. Καταλαβαίνω (ή τουλάχιστον προσπαθώ να καταλάβω) θυμό σου. Και φυσικά αποδέχομαι ότι είμαι πολύ σκληρός, πολλές φορές, με τους συγγραφείς των άρθρων που δημοσιεύονται (ή αναδημοσιεύονται) στην "Αριστερή Στρουθοκάμηλο" - και όχι μόνο σε αυτήν. Οι εκφράσεις μου μπορεί να είναι (και είναι) βαριές, αλλά σημασία έχει το αν αδικούν τους συγγραφείς.

      Επίσης, δέχομαι ότι πολλές φορές προσβάλλω τους συγγραφείς (περισσότερο τους ισχυρισμούς τους και την επιχειρηματολογία τους και λιγότερο τους ίδιους), όταν διαπιστώσω (ή θεωρώ) ότι η επιχειρηματολογία τους δεν στηρίζεται σε κάποιες - εσφαλμένες κατ' εμέ - πεποιθήσεις τους, αλλά αποτελεί εργαλείο προπαγάνδισης κάποιων συμφερόντων, τα οποία εξυπηρετούνται από αυτή την επιχειρηματολογία, η οποία, φυσικά, δεν είναι μια απλή περιγραφή της πραγματικότητας, όπως την καταλαβαίνει ο όποιος αρθρογράφος. Σημασία και σε αυτή την περίπτωση έχει το εάν αδικώ, ή όχι, τους συγγραφείς. Και τούτο διότι, εάν δεν τους αδικώ, πράττω καλώς. Και εάν τους αδικώ, τότε, προφανώς, σφάλλω.

      Θα προσπαθήσω, λοιπόν, να δω μήπως τους έχω αδικήσει. Και εάν το διαπιστώσω, είναι προφανές ότι θα ανακαλέσω, όχι για να σε ικανοποιήσω, ή να ικανοποιήσω εκείνους, αλλά διότι, έτσι πρέπει. Διότι αυτό είναι το σωστό και το πρέπον.

      Μήπως, λοιπόν, στην συγκεκριμένη περίπτωση, αδίκησα τον κ. Βαγενά; Θα προσπαθήσω να το επανεξετάσω. Για να ξαναδούμε αυτά που είπε εκείνος και αυτά που έγραψα εγώ, γύρω από αυτά που είπε.

      Όπως προανέφερα, δεν ασχολήθηκα, με τα "πρώτης γραμμής" θέματα, στα οποία αναφέρθηκε ο κ. Βαγενάς. Ούτε με τους ύμνους του στο Μνημόνιο, ούτε με την - εν πολλοίς άδικη και μη εδραζόμενη σε ουσιωδώς σημαντικά ζητήματα - επίθεσή του στην ελληνική κοινωνία, η οποία έγινε, προκειμένου να δικαιώσει έναν κακογερασμένο και θνήσκοντα "ευρωπαϊσμό" και μια "Ευρώπη", η οποία μας έχει αδικήσει (όσο και αν αυτό, πεισμόνως, το αρνείται ο κ. Βαγενάς). Δεν ήταν αυτή η προτεραιότητά μου στον σχολιασμό, που αποφάσισα να κάνω σε αυτή την αναδημοσιευμένη συνέντευξη του κ. Βαγενά. Και τούτο επειδή είδα άλλου είδους παραδοξολογικούς ισχυρισμούς, μέσα σε όσα είπε ο κ. Βαγενάς, όσον αφορά την πολιτική διαφθορά και τις ηθικές διαβαθμίσεις της, τους οποίους ισχυρισμούς έκρινα ότι ήσαν απαράδεκτοι, όπως, επίσης, έκρινα ότι ήσαν, άκρως, επικίνδυνες οι ηθικές διαβαθμίσεις, στις οποίες προέβαινε ο συνεντευξιαζόμενος, ο οποίος, έτσι όμως, χωρίς, πιθανόν, να το αντιλαμβάνεται, κονιορτοποιούσε το ηθικό υπόβαθρο της επιχειρηματολογίας του, αποδεικνύοντας ότι αυτή η επιχειρηματολογία δεν είχε μια βιωματική σχέση, με τον ίδιο, αλλά είχε εργαλειοποιηθεί, προκειμένου να στηρίξει τις πολιτικές και τις όποιες άλλες επιλογές του.

      Ασχολήθηκα, λοιπόν, με "δευτερεύοντα" θέματα, με τα οποία καταπιάστηκε (ανεπιτυχώς και ατυχώς για τον ίδιο) ο κ. Βαγενάς. Ασχολήθηκα, δηλαδή, με τις περιπτώσεις διαφθοράς του Θεόδωρου Τσουκάτου και του Άκη Τσοχατζόπουλου και τα όσα ανέφερε, γι' αυτές τις περιπτώσεις ο κ. Βαγενάς. Για να θυμηθούμε, λοιπόν, το τι είπε ο εν λόγω κύριος, αναφερόμενος στις περιπτώσεις διαφθοράς, στις οποίες μπλέχθηκαν, αυτοβούλως και πρωταγωνίστησαν τα δύο στελέχη του ΠΑΣΟΚ :

      "Οι πολιτικοί θα πρέπει να τιμωρούνται αυστηρότερα απ` ό,τι οι πολίτες. Όχι μόνο οι πολιτικοί, αλλά να τιμωρούνται και τα κόμματα, όταν οι μίζες πηγαίνουν σε αυτά.
      Αλλά, βέβαια, όλες οι περιπτώσεις διαφθοράς δεν είναι ίδιες.
      Το έγκλημα του Τσοχατζόπουλου είναι πολύ βαρύτερο από το έγκλημα του Τσουκάτου, για τον οποίο δεν είμαι βέβαιος ότι οι μίζες πήγαιναν στην τσέπη του και ότι δεν πήγαιναν στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ. Και οι περιπτώσεις διαφθοράς των πολιτών δεν είναι όλες του ίδιου βαθμού..."


      Αυτά μας είπε ο κ. Νάσος Βαγενάς, για τις περιπτώσεις διαφοράς Τσουκάτου και Τσοχατζόπουλου. Για να δούμε, τώρα, εάν τον αδικώ.

      Διαγραφή
    3. Η επιχειρηματολογία του κ. Βαγενά, που διαφοροποιεί, ηθικά, την περίπτωση της διαφθοράς του Θεόδωρου Τσουκάτου, σε σχέση με την περίπτωση της διαφθοράς του Άκη Τσοχατζόπουλου, χαρακτηρίζοντας βαρύτερη την περίπτωση Τσοχατζόπουλου, από την περίπτωση Τσουκάτου, εδράζεται σε μια σαθρή ηθική και πραγματολογική βάση (και αυτό το γνωρίζει - ή οφείλει να το γνωρίζει - ο κ. Βαγενάς. Και η βάση έδρασης της επιχειρηματολογίας του εν λόγω κυρίου είναι σαθρή διότι, πρώτ' απ' όλα, εισάγει, ως κριτήριο της βαρύτητας μιας πράξης πολιτικής διαφθοράς την υπόθεση (αληθή ή μη - εδώ, για να προχωρήσει η συζήτηση, ας δεχθούμε, ως υπόθεση εργασίας, ότι είναι αληθής), που έχει να κάνει με το, εάν μια πράξη παθητικής δωροδοκίας - ή επιθετικής δωροληψίας (όρος ο οποίος είναι περισσότερο δόκιμος) - αποφέρει προσωπικά χρηματικά κέρδη στον παράνομο δωρολήπτη, ή εάν αυτά τα χρηματικά κέρδη πηγαίνουν κάπου αλλού - δηλαδή, σε ένα συλλογικό πολιτικό όργανο, στο οποίο μετέχει ο δωροδοκούμενος. Δηλαδή στο πολιτικό κόμμα, του οποίου είναι μέλος. Έτσι, για τον κ. Βαγενά, εκείνος ο πολιτικός που χρηματίζεται, χάριν κάποιου πολιτικού κόμματος πρέπει να έχει διαφορετική και φυσικά καλύτερη αντιμετώπιση από τον όποιο πολιτικό χρηματίζεται, μόνον προς ίδιο προσωπικό όφελος.

      Γι' αυτό και ο κ. Βαγενάς θεωρεί ότι η δωροληπτική συμπεριφορά του Τσοχατζόπουλου είναι πολύ βαρύτερη από εκείνη του Τσουκάτου, επειδή ο Τσοχατζόπουλος χρηματίστηκε για τον εαυτό του, ενώ ο Τσουκάτος, για το κόμμα του!

      Μάλιστα... Όμως, αυτή η τοποθέτηση του κ. Βαγενά δεν είναι, μόνον, απαράδεκτη και ανήθικη. Είναι και εξωπραγματική.

      Είναι απαράδεκτη, διότι στον πυρήνα της πολιτικής φαυλοκρατίας είναι που βρίσκεται η κομματική διαφθορά, βασικό στοιχείο της οποίας είναι το σύνολο των υποθέσεων της παθητικής δωροδοκίας / επιθετικής δωροληψίας, που σχετίζονται με τα κομματικά ταμεία, τα οποία γεμίζουν από το μαύρο χρήμα που ρέει σε αυτά και ταϊζει την κομματική γραφειοκρατία, θρέφει και γιγαντώνει τον κομματικό πολιτικοϊδεολογικό έλεγχο των μαζών (ως συνόλου) και των πολιτών (ως ατομικών οντοτήτων), ενώ, παράλληλα, πλέκει τους στενούς δεσμούς των πολιτικών αρχηγών, της εκάστοτε ηγετικής ομάδας των κομμάτων και του συνόλου της πολιτικής ελίτ, με την οικονομική ελίτ του τόπου, υπαλληλοποιώντας τον πολιτικό κόσμο στην τελευταία, η οποία, ως χρηματοδότης, μπορεί να επιβάλει τα συμφέροντά της (γι' αυτό και προβαίνει στις πολιτικές δωροδοκίες) και να προσδιορίσει τις εφαρμοζόμενες πολιτικές στα ζητήματα της διαχείρισης των δημόσιων υποθέσεων - και όχι μόνο.

      Είναι ανήθικη αυτή η τοποθέτηση του κ. Βαγενά, διότι ξεχνάει ότι το χρήμα που πηγαίνει στο κοινό κομματικό ταμείο αποτελεί και στοιχείο προσωπικού οφέλους, για τον όποιο πολιτικό δωρολήπτη, ακόμα και όταν δεν υπάρχει ευθύς προσωπικός του χρηματισμός. Το προσωπικό όφελος του δωρολήπτη/δωροδοκούμενου προκύπτει από το ότι, μέρος του χρήματος που εισπράττει, για το κόμμα, γυρνάει και στον ίδιο, με χίλιους δυό τρόπους, είτε με την εξασφάλιση της κυριαρχίας του κόμματος και τις κομματικές και λοιπές κρατικές και άλλες αντιμισθίες, που λαμβάνει "νομίμως", είτε με την προσωπική κοινωνική θέση, που του εξασφαλίζει αυτή η δουλειά, που του έχει ανατεθεί από το κόμμα, δηλαδή από τον αρχηγό του κόμματος. Ως εκ τούτου, η άμεση εμπλοκή των συμφερόντων του εμπλεκόμενου, ως κομματικού ταμία και εισπράκτορα μαύρου χρήματος, καθιστά, αυτομάτως, άμεση την ηθική εμπλοκή του, μια εμπλοκή, η οποία έχει τον χαρακτήρα της ευθείας προσωπικής ανηθικότητας.

      Διαγραφή
    4. Τέλος, η τοποθέτηση αυτή του κ. Βαγενά είναι και εξωπραγματική, διότι, σε αυτές τις περιπτώσεις, η πραγματικότητα είναι περισσότερο πολύπλοκη, αφού οι παθητικώς δωροδοκούμενοι και επιθετικώς δωρολήπτες πολιτικοί δεν μένουν, χωρίς το άμεσο μερίδιό τους, από το μαύρο κομματικό χρήμα, που εισπράττουν, ως ταμίες, αφού παίρνουν και αυτοί το ποσοστό τους. Όπως, επίσης, οι δωροδοκούμενοι/ δωρολήπτες πολιτικοί, δεν εισπράττουν, μόνον, για τον εαυτό τους το μαύρο χρήμα που παίρνουν, αφού - στις πλείστες περιπτώσεις - μέρος του μαύρου αυτού χρήματος, που φαίνεται ότι πηγαίνει, μόνον, στις τσέπες τους, πηγαίνει και στο κομματικό ταμείο (ή αυτό το μαύρο χρήμα, που φαίνεται ότι έχει εισπράξει ο δωροδοκούμενος πολιτικός, είναι τμήμα ενός μεγαλύτερου μαύρου ποσού, το υπόλοιπο του οποίου έχει εισρεύσει στα κομματικά ταμεία).

      Έτσι έγινε και με τους Τσουκάτο και Τσοχατζόπουλο. Ο Τσουκάτος, προφανώς, ήταν ένας από τους ανεπίσημους ταμίες της παρέας του Κώστα Σημίτη και το χρήμα που πήρε από την SIEMENS (και όχι μόνον από αυτήν) πήγε και στα κομματικά ταμεία. Αλλά, είναι σαφές ότι ο πρώην μαοϊκός φίλος του πρώην πρωθυπουργού έχει πάρει και αυτός κάποια ποσά, τα οποία πρέπει να υπερέβησαν τα εσκαμμένα, αφού, κάποια στιγμή μετά τις σκοτεινές και καταστροφικές βουλευτικές εκλογές της 9/4/2000, ο Κώστας Σημίτης τον απομάκρυνε από το περιβάλλον του, με αφορμή τις επισκέψεις του στα κότερα του Σωκράτη Κόκκαλη και τις στενές επαφές του με τον μεγαλοεπιχειρηματία, ο οποίος, τότε, είχε, ουσιαστικά, υπαλληλοποιήσει τον πρώην μαοϊκό "στρατηγό" του σημιτικού επιτελείου.

      Ομοίως και το άφθονο μαύρο χρήμα που πήρε από πολλά εξοπλιστικά προγράμματα ο Άκης Τσοχατζόπουλος, δεν πήγαν μόνον στην τσέπη του και στις τσέπες των κολητών του. Τα χρήματα αυτά πήγαν και στο κομματικό ταμείο, αφού όσα πήρε, προσωπικά, για τον εαυτό του, ο Τσοχατζόπουλος είναι ένα υποσύνολο των μιζών των εξοπλισμών. Τα επί πλέον ποσά, πήγαν στο κομματικό ταμείο του ΠΑΣΟΚ. Και αυτό είναι ολοφάνερο, διότι αυτά τα χρήματα των μιζών από του; εξοπλισμούς, δεν μπορούσαν να κρυφτούν από το κόμμα και τον αρχηγό του κόμματος, ο οποίος, ως πρωθυπουργός,μαζί με την ηγετική νομενκλατούρα του ΠΑΣΟΚ, η οποία είχε τα υπουργικά πόστα στην κυβέρνηση Σημίτη και μετείχε στο ΚΥΣΕΑ, υπέγραψαν για την αγορά αυτών των εξοπλιστικών προγραμμάτων, τα οποία ήταν σε γνώση όλων ότι, συνοδεύονταν από παχυλές μίζες.

      Ουδείς, λοιπόν, ήταν "αθώος του αίματος". Όλοι γνώριζαν και περίμεναν την εισροή του μαύρου χρήματος στα κομματικά ταμεία...

      Πού, λοιπόν, αδικώ τον κ. Νάσο Βαγενά; Δεν νομίζω ότι τον αδικώ.

      Και όχι μόνον, δεν τον αδικώ, αλλά και λίγα του λέω και του καταλογίζω, αφού η συμπεριφορά του καθίσταται, εκ των πραγμάτων και εκ των συμφραζομένων αντιφάσεών της, μια υποκριτική συμπεριφορά...


      Δυστυχώς, έτσι έχουν τα πράγματα.

      Διαγραφή
    5. Το χειρότερο όλων είναι ότι ο κ. Βαγενάς, προβαίνοντας στην διάκριση, ανάμεσα στην προσωπική υπόθεση διαφθοράς ενός πολιτικού (την οποία θεωρεί, εσφαλμένα, βαρύτερη) και στην διαφθορά ενός πολιτικού, που ενεργεί ως εντολοδόχος του κόμματος και του αρχηγού του (την οποία θεωρεί, επίσης εσφαλμένα, ως ελαφρύτερη) διαπράττει ένα πελωρίων διαστάσεων θεσμικό ολίσθημα, το οποίο, εκ του πλαγίου, δικαιολογεί την εθιμική θεσμική διαφθορά του πολιτικού συστήματος και των ελίτ που εμπλέκονται, ως δωροδοκούντες και δωροδοκούμενοι, σε αυτήν την υπόγεια διαδικασία. Δεν είναι δύσκολο, ούτε απαιτούνται ειδικές γνώσεις για να γίνει αντιληπτό το γιατί συμβαίνει αυτό.

      Στην περίπτωση της προσωπικής πολιτικής διαφθοράς, τα πράγματα είναι απλά. Εδώ ο δωροδοκούμενος πολιτικός πράττει, κρυφίως, όσα πράττει και εν τέλει, η πράξη του αντιμετωπίζεται ως μια περιστασιακή συμπεριφορά, η οποία αγγίζει τον ίδιο και τον όποιον κύκλο του. Αυτή η πράξη, έχοντας έναν αμιγή προσωπικό χαρακτήρα και προσανατολισμό, δεν "μολύνει" ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και δεν αποτελεί θεσμικό τμήμα αυτού του συστήματος, αγφού δεν στοιχειοθετεί μια, θεσμικά κατοχυρωμένη εθιμική κοινωνικοπολιτική συμπεριφορά της πολιτικής τάξης και της οικονομικής ελίτ της χώρας. Ως εκ τούτου, αυτού του είδους η περίπτωση διαφθοράς, που αγγίζει τους πολιτικούς οι οποίοι χρηματίζονται, για καθαρά προσωπικούς λόγους, παρά την απόλυτη ηθική απαξία της, ως προς τα αποτελέσματά της, δεν έχει την βαρύτητα, που έχει η περίπτωση της διαφθοράς η οποία σχετίζεται με την χρηματοδότηση των κομματικών ταμείων, με μαύρο χρήμα.

      Στην περίπτωση της δωροδοκίας των πολιτικών, που σχετίζεται με την χρηματοδότηση των κομματικών ταμείων, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Εδώ, η όλη υπόθεση έχει αποκτήσει μια εθιμική θεσμική διάσταση, η οποία, ως κοινωνικοπολιτική συμπεριφορά, στηρίζεται στην συμφέρουσα, για τους ίδιους, πεποίθηση όλων των εμπλεκομένων ότι η, κάτω από το τραπέζι, δωροληψία, που εμπλέκεται και με την διαχείριση του δημόσιου χρήματος (αλλά και του ιδιωτικού) - είτε αυτή αφορά μικροποσά, είτε έναν αθροιστικό πακτωλό χρημάτων - στοιχειοθετεί μια παράπλευρη ανεκτή και σιωπηρώς, αποδεκτή πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά των ομάδων, που εμπλέκονται σε αυτήν και τούτο διότι ο σκοπός είναι ένας σωστός σκοπός, αφού αφορά την κομματική χρηματοδότηση (η οποία, ουκ ολίγες φορές εμπλέκεται και σκοπίμως συγχέεται και με την εσωκομματική πάλη των ηγετικών φατριών στα κόμματα, ιδίως αυτών που έχουν εθιστεί στην μακροχρόνια άσκηση της εξουσίας - όποια εξουσία και αν είναι αυτή. Είτε είναι κυβερνητική, ή αυτοδιοικητική, ή συνδικαλιστική, ή άλλη).

      Έτσι, η πολιτική τάξη και η οικονομική ελίτ της χώρας έχουν θεσπίσει ένα ιδιότυπο έθιμο, το οποίο αφορά την δικαιολόγηση, την κοινωνική δικαίωση και την κατοχύρωση ως ανεκτού και αποδεκτού, του φαινομένου αυτού, που αφορά αυτού του είδους τον έκνομο χρηματισμό, υπέρ των κομματικών ταμείων. Αυτή η παράπλευρη και εθιμικά κατοχυρωμένη θέσμιση του χρηματισμού, χάριν των κομματικών ταμείων (αλλά και όχι μόνον αυτών και αυτό το τελευταίο έχει μεγίστη σημασία), την οποία έχει, ατύπως, αλλά και ουσιαστικώς, επιβάλει, ως ανεκτή και αποδεκτή πολιτική συμπεριφορά, η πολιτική τάξη της χώρας, απεικονίζεται στην περιβόητη φράση που αποδίδεται στον αείμνηστο Ανδρέα Παπανδρέου, για την υπόθεση του χρηματισμού του Μαυράκη της ΔΕΗ και λέγεται ότι ειπώθηκε το 1986 και η οποία φράση συνοψιζόταν ως εξής : "Είπαμε να πάρει ένα δωράκι για τον εαυτό του, αλλά όχι και 500 εκατομμύρια δραχμές". Δεν ξέρω αν αυτή η φράση, όντως, ειπώθηκε από τον τότε πρωθυπουργό. Ο Μαυράκης, άλλωστε, αθωώθηκε από τα δικαστήρια και ο Στέφανος Τζουμάκας, στον οποίο αποδόθηκε η διαρροή αυτής της φράσης, έχει προβεί σε διάψευση. Όμως, αυτή η φράση αποδίδει, εναργώς και πλήρως, την εθιμική κατοχύρωση της πολιτικής δωροληψίας (και στην συγκεκριμένη περίπτωση, ακόμα και της αμιγώς, προσωπικής πολιτικής δωροληψίας.

      Διαγραφή
    6. Όλοι όσοι εμπλέκονται, λοιπόν, στην χρηματοδότηση των κομματικών ταμείων, με μαύρο χρήμα και οι οποίοι έχουν άτυπους ρόλους εισπρακτόρων, με την βούλα των αρχηγών των κομμάτων, λειτουργούν βάσει μιας εθιμικά κατοχυρωμένης θεσμικής διαδικασίας, η οποία μπορεί να είναι άτυπη, αλλά παραμένει ουσιαστική, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται από το πνίξιμο και την αποσιώπηση όλων των σχετικών υποθέσεων, όπως επίσης και από την σταθερή υπεράσπιση που είχαν οι εμπλεκόμενοι άτυποι (πλην όμως ουσιαστικοί και λειτουργικοί) ταμίες από τα κόμματά τους, σε όλες τις σχετικές υποθέσεις (τουλάχιστον, μέχρι το σημείο εκείνο, που τα κόμματα μπορούσαν και για όσο μπορούσαν, να κουκουλώσουν τις σχετικές υποθέσεις. Αυτό πράττει το ΠΑΣΟΚ εδώ και καιρό με τον Θεόδωρο Τσουκάτο. Όπως το ίδιο έπραξε το κόμμα αυτό, με σταθερότητα και επιμονή, κατά την περίοδο 2004 - 2009 και στην περίπτωση του Άκη Τσοχατζόπουλου και των οπλικών συστημάτων TOR-MI1, με πρώτα βιολιά υπεράσπισης του πρώην υπουργού Εθνικής Άμυνας τους Βαγγέλη Βενιζέλο και Ανδρέα Λοβέρδο, των οποίων οι ισχυρισμοί ότι, τότε, δεν γνώριζαν είναι, αυτοδικαίως, καταγέλαστοι και αποδεικνύουν την ποιότητα και την θρασύτητα των δύο αυτών πολιτικών ανδρών, όπως επίσης και τον βαθμό της ηθικής διάβρωσης, που έχουν υποστεί από την εθιμικά ορισμένη θεσμική διαφθορά, που επικρατεί στις τάξεις της ελληνικής πολιτικοοικονομικής ελίτ.

      Το ολίσθημα, λοιπόν, του κ. Βαγενά είναι τεράστιο. Και τούτο διότι, με τον τρόπο αυτόν δικαιώνει (έστω και δια της ανοχής) την δια της παραγωγής ενός άτυπου, αλλά και ενεργώς ουσιαστικού εθίμου που οδηγεί στην παράπλευρη ένταξη της πολιτικής/κομματικής δωροληψίας στους ενεργούς κοινωνικοπολιτικούς θεσμούς, που διέπουν την κοινωνία μας, θεωρώντας ότι η πολιτκή διαφθορά που λαμβάνει χώρα, υπέρ των κομματικών ταμείων είναι ελαφρύτερη από την, αμιγώς, προσωπική δωροληψία στην οποία προβαίνει ένας πολιτικός, δρώντας υπέρ του αποκλειστικού και ιδιοτελούς του συμφέροντος.

      Δυστυχώς, για τον κ. Νάσο Βαγενά - εάν έχουμε να "επιλέξουμε" ανάμεσα στην καθαρά προσωπική πολιτική δωροληψία και στην, εθιμικώς, θεσμική υπέρ των κομματικών ταμείων πολιτική δωροληψία - η απλή και ωμή πραγματικότητα λέει ότι η υπέρ των κομματικών ταμείων πολιτική δωροληψία είναι βαρύτερη (και μάλιστα πολύ βαρύτερη και μάλιστα, βαρύτατη) από την απλή προσωπική πολιτική δωροληψία, διότι η πρώτη "μολύνει" το σύνολο του πολιτικοοικονομικού συστήματος και των θεσμών της χώρας, ενώ η δεύτερη κινείται στις παρυφές του συστήματος αυτού και των θεσμών του, αποτελώντας μια, αμιγώς, ποινική υπόθεση.

      Γι' αυτούς τους απλούς - πλην όμως, ουσιαστικούς - λόγους, το ολίσθημα του κ. Νάσου είναι και βαρύτατο και εντελώς αδικαιολόγητο, αγαπητέ Γιώργο.

      Μπορεί να μην σου αρέσει αυτή η διαπίστωση, αλλά νομίζω ότι στο βάθος την κατανοείς και την αποδέχεσαι. Και τούτο διότι πιστεύω ότι είσαι ένας έντιμος άνθρωπος...

      Διαγραφή
    7. Δεν θα αφήσω, όμως, ασχολίαστα και κάποια άλλα, εξ όσων γράφεις, αγαπητέ Γιώργο.

      Σε όσα γράφω απαντούν αρκετοί, παρά τα όσα λες. Και σε όσα απαντούν παίρνουν και τις δέουσες απαντήσεις, όταν χρειάζεται.

      Δεν νομίζω ότι είμαι μια εξαιρετική περίπτωση. Ούτε ο μόνος έξυπνος. Κάθε άλλο. Δεν πρόκειται, περί αυτού. Αυτό που συμβαίνει με εμένα είναι ότι δεν αποτελώ κάποια εύκολη περίπτωση "αντιευρωπαϊστή", ώστε κάποιοι, να μπορούν να αντιπαρατεθούν, σύμφωνα με τα στερεότυπα ιδεολογήματα, ή τις ιδεοληψίες, που έχει ο καθένας στο κεφάλι του.

      Ο σταθερός προσανατολισμός μου στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενότητας είναι δεδομένος, αφού είμαι υπέρ της ομοσπονδιακής Ευρώπης και της αναγκαιότητας της εθνογένεσής της, η οποία είναι προϋπόθεση για την ομοσπονδιοποίησή της.

      Και εδώ βρίσκεται ο πυρήνας της σαρωτικής, της σκληρής, της ανελέητης, έως αδυσώπητης κριτικής μου στους "ευρωπαϊστές" και στο σύγχρονο ιδεολογηματικό και ψευδοσυνειδησιακό περιεχόμενο του ρηχού "ευρωπαϊσμού" ο οποίος είναι ένα κατευθυνόμενο παραληρηματικό κατασκεύασμα, μια νέα άρχουσα ιδεολογία, των πολιτικοοικονομικών ελίτ της Ευρώπης, οι οποίες δημιούργησαν μια ευρωπαϊκή νομισματική ένωση - την ευρωζώνη -, αντί της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, όχι ως ένα σκαλοπάτι, που οδηγεί προς την ομοσπονδιοποίηση της Ευρώπης, αλλά ως ένα μηχανισμό, που σκοπό έχει να αποτρέψει αυτή την ομοσπονδιοποίηση.

      Όπως, πάμπολλες φορές έχω γράψει, αυτή η κατασκευή, που ήταν θνησιγενής, από την αρχή και η οποία, ως ατελής ευρωπαϊκή νομισματική ένωση αποτελεί την άρνηση της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, έφθασε στα όριά της, με την έλευση της διεθνούς οικονομικής ύφεσης του 2008, η οποία ανέδειξε τον χαρακτήρα της ευρωζώνης, ως της έμπρακτης αποτυχίας της ιδέας της ευρωπαϊκής ενότητας, οδηγώντας την, παράλληλα και στον θάνατο - έναν θάνατο, που η ευρωπαϊκή πολιτικοοικονομική ελίτ (με προεξάρχουσα την γερμανική, η οποία χρησιμοποιεί τον σύγχρονο "ευρωπαϊσμό", ως ένα ιδεολογικό επικάλυμα του αρχέγονου επαρχιωτικού εθνικισμού της) αρνείται, με πείσμα και φανατισμό να αποδεχθεί, ως ένα πραγματικό γεγονός. Και τούτο διότι, η παραδοχή του γεγονότος του θανάτου της ευρωζώνης θα έπρεπε να την οδηγήσει στην ταφή της ευρωζώνης και στην γοργή και άμεση οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής κρατικής ομοσπονδίας στην θέση της θανούσης ευρωζώνης. Αλλά αυτό, ακριβώς, είναι εκείνο που θέλουν να αποτρέψουν.

      Λαμβανομένων υπόψη αυτών των ωμών δεδομένων, που πηγάζουν από την ρέουσα πραγματικότητα, η ευρωζώνη (και πιθανώς μαζί της και η Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία η ευρωζώνη απειλεί να την πάρει μαζί της στον τάφο), η οποία μένει άταφη και "επιβιώνει", ως αιμοποτικό ζόμπυ, ακριβώς επειδή οι ευρωζωνικές ελίτ αρνούνται να την θάψουν, αποτελεί ένα κατασκεύασμα, το οποίο αποδεικνύεται στην πράξη ότι είναι, ακραία, μη λειτουργικό, όπως ακριβώς είχα προβλέψει, ήδη, από το 1998. Αυτή η κατασκευή, εκ των πραγμάτων και αναπόφευκτα, θα διαλυθεί, λόγω των εθνικισμών των κυριότερων χωρών μελών, που απαρτίζουν την ευρωζώνη, οι οποίες χώρες δεν σκοπεύουν να απαρνηθούν την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Όμως, μια νομισματική ένωση δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς κοινή νομισματική πολιτική, η οποία, όμως, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την αγνόηση των εθνικών συμφερόντων και των ιδιαιτεροτήτων των χωρών, που απαρτίζουν την νομισματική ένωση και χωρίς την αντικατάσταση των αστικοδημοκρατικών αρχών των ευρωπαϊκών πολιτευμάτων, από μια συγκεντρωτική ευρωπαϊκή αυταρχία, η οποία να κατευθύνεται από την μπατιροτραπεζοκρατία της Φραγκφούρτης, την γραφειοκρατία των Βρυξελλών και τις πολιτικοοικονομικές ελίτ του Βερολίνου και του Παρισιού. Και έτσι, όμως, μια πολιτική ημιένωση, τέτοιου τύπου, δεν μπορεί να λειτουργήσει, χωρίς κοινές πολιτικές, που θα εντοπίζονται σε μεταβιβαστικές και αναδιανεμητικές πολιτικές μέσα σε αυτήν την ημιένωση.

      Διαγραφή
    8. Οπότε και πάλι έρχεται στην επιφάνεια η αδήριτη ανάγκη της άμεσης κρατικής ενοποίησης της Ευρώπης, πάνω σε μια ομοσπονδιακή βάση, αμερικανικού τύπου. Όσο, όμως, τα κυρίαρχα κράτη της ευρωζώνης αρνούνται να παραχωρήσουν τα απαραίτητα επίπεδα της εθνικής τους κυριαρχίας, η ευρωζώνη (και δυστυχώς και η Ευρωπαϊκή Ένωση) δεν μπορεί να λειτουργήσει και θα τελευτήσει τον βαμπιρικό "βίο" της. Και φυσικά, τα κυρίαρχα κράτη της ευρωζώνης είναι απίθανο να προβούν σε μια τέτοια παραχώρηση της εθνικής τους κυριαρχίας. - Μην κοιτάμε την ελληνική πολιτικοοικονομική ελίτ, η οποία, ως ψοφοδεής που είναι, παραχώρησε την εθνική κυριαρχία της χώρας μας στους δανειστές της, καθιστώντας την Ελλάδα έναν πειραματικό τόπο καλλιέργειας ενός σύγχρονου καθεστώτος τοκογλυφικής πεονίας. Οι άλλες ελίτ δεν έχουν τέτοιες διαθέσεις υποδούλωσής τους στην ευρωμπατιροτραπεζοκρατία, στην ευρωγραφειοκρατία και στον γερμανικό εθνικισμό.

      Απέναντι σε αυτήν την δομημένη επιχειρηματολογία, η οποία κονιορτοποιεί τους ιδεασμούς, που σερβίρονται από την ευρωμπατιροτραπεζοκρατία και τις διάφορες εγχώριες και ξένες ελίτ, δεν νομίζω ότι έχουν κάτι να αντιτείνουν οι, κάθε λογής "ευρωπαϊστές", οι οποίοι αντιλαμβάνονται και το τι λέω και το μέγεθος της κενότητας και της επικινδυνότητας των όσων υποστηρίζουν οι ίδιοι.

      Ως εκ τούτου, δεν έχουν και πολλά πράγματα να πουν, μέσα στο πανικό που τους διακατέχει, εξ αιτίας του γεγονότος ότι και οι ίδιοι βλέπουν ότι οι ευρωπαϊκές ελίτ, περί άλλων τυρβάζουν και για άλλα πράγματα κόπτονται.

      Εσύ, άλλωστε, αγαπητέ Γιώργο, που παρακολουθείς την επιχειρηματολογία μου, εδώ και δύο χρόνια τώρα και έχεις μια συνολική εικόνα και εποπτεία των όσων γράφω, γνωρίζεις πολύ καλά το βάσιμο των όσων λέω και ισχυρίζομαι (όσο και αν είναι αλήθεια ότι έχεις δίκιο σε κάποια θέματα, που βάζεις και τα οποία αφορούν ζητήματα τακτ και σαβουάρ βιβρ)...

      Διαγραφή

Θέλετε να βάλετε ενεργό link στο σχόλιό σας; BlogU