Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Για το μεταρρυθμιστικό κόμμα νέου τύπου!

του Θόδωρου Ζαρέτου*
Οι οικονομικές συνθήκες της κρίσης ενεργοποίησαν πολιτικές και κομματικές ανακατατάξεις που έφεραν στο προσκήνιο τα παθογενή χαρακτηριστικά του δημοκρατικού αντιπροσωπευτικού μας συστήματος.
Μέσω του λαϊκιστικού λόγου που υπήρξε κοινός τόπος έκφρασης όλων των κομμάτων, σε όλη τη μεταπολίτευση, εγκαταστάθηκε στην συλλογική/πολιτική μας συνείδηση ένας υπαρκτός μεν κοινωνικός διπολισμός, αλλά ιδεολογικά στρεβλωμένος με έκφραση δικομματική, δομικά στοιχεία της οποίας ήταν η συναισθηματική πρόσληψη της πραγματικότητας, η αδυναμία ερμηνείας των νέων φαινομένων και διαδικασιών σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, η «εθνική» άρνηση προσαρμογής στις νέες συνθήκες παραγωγής, εμπορίου και επικοινωνίας, η επιστροφή μεγάλου μέρους πολιτών στα προνεωτερικά ιδεολογικά καταφύγια, του εθνικισμού, της μονοπολιτισμικότητας και του τοπικού πατριωτισμού.
Στις ασφυκτικές συνθήκες που επέβαλλε η κρίση, ο δικομματισμός, συνεχίζοντας να αποτελεί μέθοδο άσκησης και κατανόησης της πολιτικής από κόμματα και πολίτες, δημιούργησε διάδοχα χαρακώματα κομματικής «άμυνας» μπροστά στην εισβολή των νέων δεδομένων που ανατρέπουν τις χθεσινές μας βολικές βεβαιότητες και καλεί σε έναν «αγώνα» συντήρησης του χθεσινού μας ατομικού και συλλογικού/εθνικού εποικοδομήματος, με το οποίο φθάσαμε στην κρατική χρεοκοπία για άλλη μία φορά. 

Σε όλη σχεδόν τη μεταπολίτευση και ενώ οι κοινωνικές συνθήκες ευνοούσαν την ανάπτυξη του αυθεντικού αντιθετικού δίπολου εκσυγχρονισμός-συντήρηση, υπό την επίδραση του λαϊκιστικού λόγου, του οικονομικοπολιτικού μας μοντέλου και άλλων ιστορικών παραμέτρων και παρ’ όλο που υπήρξαν σημαντικές αλλά ατελείς εκσυγχρονιστικές «μάχες», ο εννοιολογικός χώρος σύλληψης του παραπάνω δίπολου, αντικαταστάθηκε από τη βολική θολούρα του Πασοκογενούς φώς-σκότος. Βολική για όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα, που μετέτρεψαν αργά μα σταθερά την κοινοβουλευτική, την κυβερνητική και την εκλογική διαδικασία, τον πυρήνα δηλαδή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, σε γήπεδο όπου ο καθείς διεκδικούσε ως τρόπαιο την ανακήρυξή του σε εκπρόσωπο του «φωτός» και τον υποβιβασμό όλων των άλλων στην κατηγορία του «σκότους». 
Ένα απίθανα μεγάλο ποσοστό πολιτών κουνώντας πλαστικά κομματικά σημαιάκια, οχυρωνόταν κάθε τέσσερα χρόνια (ή νωρίτερα αν έτσι αποφάσιζε ότι συμφέρει το μονοκομματικό αφεντικό του κοινοβουλίου) στα πρασινογαλαζοκόκκινα ιδεοληπτικά χαρακώματα, προκειμένου να τελειώσει άλλος ένας «γύρος» όπου έβγαιναν όλοι νικητές, όλοι αυθεντικοί εκπρόσωποι της προόδου, όλοι το «φως το αληθινό».
Κι ύστερα ήρθε η κρίση. 

Χαλαρά στην αρχή με αναλύσεις κομματικών επιτελείων για την απόσταση ασφαλείας απ’ αυτήν αφού μας χώριζε ένας αληθινός ωκεανός και φυσικά με την πασίγνωστη πια «ιδιομορφία μας» που θα εμπόδιζε την κρίση να μεταναστεύσει εδώ. 
Στη συνέχεια, ενώ μπροστά στα μάτια μας και στα μάτια των κομματικών επιτελείων σωριάζονταν τα δημοσιονομικά μας ερείπια και ενώ γινόταν όλο και πιο φανερό ότι ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε, οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις δεν πείθουν ότι μπορούν να αλλάξουν, ότι μπορούν να συνεννοηθούν σε ένα πρόγραμμα σωτηρίας του χρεοκοπημένου κράτους μας που απειλεί να πάρει μαζί του στον πάτο ολόκληρη την οικονομία μας (ενώ έχει ήδη πάρει τις οικονομίες μας) επιμένοντας εγκληματικά να συντηρεί τον παρασιτικό και διεφθαρμένο εαυτό του, διαπλεκόμενο μ’ αυτές.
Στη διάρκεια της κρίσης οι νέες συμβολιστικές ανάγκες του λαϊκισμού των δεξιών και αριστερών συντηρητικών, επέβαλλαν σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας το εξ ίσου εξωπραγματικό δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο.
Ως εργαλείο κατανόησης της πραγματικότητας έχει αναζωπυρώσει τα πιο συντηρητικά και φοβικά αντανακλαστικά μας.
Ως μέτρο αξιολόγησης του κομματικού μας συστήματος έχει ευνοήσει τον κοινωνικό συντηρητισμό, ακραίες εκδοχές πολιτικού ταλιμπανισμού και λαϊκισμού, καταλήγοντας να πριμοδοτεί αντικειμενικά την φασιστική Χρυσή Αυγή.
Ως όχημα βιώσιμης (επαν)ένταξής μας στο Ευρωπαϊκό και το Διεθνές περιβάλλον μας «στέλνει αδιάβαστους» έξω απ’ αυτό αφού έχει ως μία από τις κύριες εκφράσεις του τον Αντιευρωπαϊσμό.
Οι καταστροφικές αυτές επιπτώσεις του διπόλου μνημόνιο-αντιμνημόνιο έχουν ήδη δημιουργήσει κλίμα εθνικού διχασμού μέσω της γνωστής ορολογίας προδότες-πατριώτες, προσκυνημένοι-επαναστάτες και άλλων παρόμοιων αντιθετικών ιδεοληπτικών ακισμών, στους οποίους βέβαια πρωτοστατούν οι φασίστες αυτοπροβαλλόμενοι ως οι μόνοι original αντιμνημονιακοί σωτήρες, σε αντίθεση δηλαδή με τα αντιμνημονιακά «κουμμούνια» που τα θεωρούν γιαλαντζί!
Δικαιολογημένα όσοι διατηρούν την αναλυτική δυνατότητα του νου τους και ταυτόχρονα δεν είναι ούτε πολιτικοί τυχοδιώκτες, ούτε τρωκτικά (με νόμιμο ή παράνομο τρόπο) του παραγόμενου πλούτου στη χώρα μας, έχουν από καιρό αντιληφθεί ότι είναι εξαιρετικά επείγουσα η ανάγκη ανατροπής αυτού του βαθειά διχαστικού κλίματος. 
Αν εξαιρέσουμε το φασιστικό κόμμα της ...Χρυσής Αυγής που τελικός στόχος του προφανώς δεν είναι οι μετανάστες αλλά η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, η Κοινοβουλευτική λειτουργία και το διακριτό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, τα άλλα κόμματα τάσσονται υπέρ της σημερινής πολιτειακής λειτουργίας, ανεξάρτητα από τις διαφορές τους και τις εντάσεις που δημιουργεί ο λόγος και η πρακτική τους.
Το μεγάλο και προς το παρόν αξεπέραστο πρόβλημα είναι ότι τα σύνορα μεταξύ τους έχουν οικοδομηθεί με υλικά την πελατειοκρατία, τον λαϊκισμό και τον δικομματισμό και έχουν μετατραπεί σε αληθινά τείχη που απαγορεύουν στη λογική, στη συναίνεση, στον διάλογο, στη διαφάνεια, να εισχωρήσουν στους μηχανισμούς τους και στην κοινοβουλευτική μας ζωή.
Αυτό το πολιτικό αδιέξοδο μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την αλλαγή της ατζέντας από το πεδίο του λαϊκισμού και της δημαγωγίας, στο πεδίο της συναίνεσης και της διαφάνειας. Αλλά αυτήν τη μετατόπιση δεν μπορεί να την προκαλέσει κανένα από τα σημερινά δημοκρατικά κοινοβουλευτικά κόμματα γιατί είναι όλα μέρος του προβλήματος και το αποδεικνύουν καθημερινά ο λόγος, οι επιλογές και η πρακτική τους μέσα και έξω από τη Βουλή.
Η δημιουργία ενός νέου κόμματος που θα αλλάξει την ατζέντα είναι πιο επίκαιρη πιο αναγκαία και λιγότερο δύσκολη από οποτεδήποτε άλλοτε:
Πρώτον γιατί όσο η κρίση αφύπνισε τα συντηρητικά φοβικά ανακλαστικά μεγάλου μέρους των πολιτών, άλλο τόσο έχει κινητοποιήσει τις δυνάμεις της μετριοπάθειας του ρεαλισμού και της λογικής που καταλαβαίνουν ότι πρέπει γρήγορα να μεταρρυθμιστεί πρώτα απ’ όλα το κομματικό σύστημα και η πολιτική του λειτουργία.
Δεύτερον γιατί υπάρχει ένα ευρύ ακροατήριο που παρακολουθεί τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις και θέλει έμπρακτα να τις εμπιστευτεί. 
Είναι ένας χώρος που περιλαμβάνει όσους ασφυκτιούν μέσα στο ζόφο του σημερινού κομματικού κατεστημένου, που αντιλαμβάνονται ως μονόδρομο την συντεταγμένη προσπάθεια να βγει η χώρα από την κρίση στα πλαίσια των συμφωνιών με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, που χωρίς να διεκδικούν την απόλυτη αλήθεια και να γίνονται τιμητές των πάντων, μπορούν να προβάλουν έναν ήρεμο πραγματιστικό λόγο ικανό να δημιουργήσει προγραμματικές συγκλίσεις. 
Είναι επίσης ο χώρος της επιχειρηματικότητας που σήμερα εκποιεί περιουσιακά στοιχεία για να κρατήσει ανοικτές επιχειρήσεις, γνωρίζοντας ότι η δεινή της θέση έχει προέλθει από την προσπάθεια του πολιτικού κατεστημένου να συντηρήσει το απίστευτο αυτό κράτος, να πληρώσει τα έξοδα και τα χρέη του, ταράζοντας όλους στους φόρους. 
Είναι οι πολλές χιλιάδες εργαζόμενοι που θεωρούν μεγάλη τύχη το να πληρωθούν στην ώρα τους, είναι όσοι τους χρωστά το δημόσιο ΦΠΑ και δεν τους το επιστρέφει αλλά ούτε και το συμψηφίζει γιατί το χρειάζεται για να πληρώνει μισθούς μιας τεράστιας και άχρηστης γραφειοκρατίας. 
Είναι ο κόσμος της αριστεράς που αναζητά ελπίδα στις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, ακούγοντάς την να λέει ότι δεν θα αλλάξει τίποτα από αυτό το κράτος αλλά μπορεί να το μεγαλώσει κιόλας!
Τρίτον γιατί με τα σημερινά εκλογικά ποσοστά των κομμάτων καθώς και την κατάρρευση του μύθου ότι δήθεν στην Ελλάδα ή θα έχουμε μονοκομματικές κυβερνήσεις ή ακυβερνησία και χάος, η ισχυρή κοινοβουλευτική παρουσία ενός αυτοτελούς μεταρρυθμιστικού χώρου, θα υποχρεώσει τα σημερινά κόμματα να επανεξετάσουν ρεαλιστικότερα το ρόλο τους.
Τέταρτον γιατί τη γλώσσα της αλήθειας, τη διάχυση της αντικειμενικής της ουσιαστικής πληροφόρησης, τη μετριοπαθή πολιτική παρουσία, τις πειστικά τεκμηριωμένες μεταρρυθμιστικές προτάσεις και εν τέλει τη σύνεση και τη συναίνεση που θα εκπέμψει το νέο κόμμα, δεν θα μπορέσουν να αρνηθούν για πολύ όσα κόμματα είναι αποφασισμένα να κινηθούν στον δημοκρατικό άξονα.

Ο στόχος του νέου κόμματος δεν θα πρέπει λοιπόν να κατανοηθεί ως προσπάθεια απόκτησης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας τώρα ή αργότερα. 
Άλλος είναι ο ρόλος του.
Η χώρα μας δεν χρειάζεται τις μονοκομματικές πλειοψηφίες που μας έφτασαν ένα βήμα πριν από την καταστροφή, αλλά νέα ισχυρά συναινετικά κόμματα που θα επιδιώκουν προγραμματικές συγκλίσεις και δεν θα αντιμετωπίζουν φοβικά τη συμμετοχή τους σε κυβερνήσεις συνεργασίας. 
Η δημοκρατία και η ατάκτως υποχωρούσα ασφάλεια και ευημερία μας, δεν κινδυνεύουν από προγραμματικές συναινετικές συγκλίσεις αλλά από φονταμενταλιστικές απολυτότητες που παράγουν πλαστά διλήμματα και διχαστικές πρακτικές και τελικά καταδικάζουν τη χώρα μας σε μια αμήχανη ακινησία που αν συνεχιστεί θα είναι απολύτως καταστροφική, ιδιαίτερα για εκείνα τα στρώματα που είναι τα πιο αδύναμα οικονομικά και πολιτιστικά. Είδαμε άλλωστε το πλαστό δίλημμα μνημόνιο-αντιμνημόνιο, να έχει καταλήξει (μέσα από έναν εξ ίσου πλαστό διχασμό) να πριμοδοτεί τη βία, την ανομία, την παραίτηση, τον ανορθολογισμό και τελικά το φασισμό. 
Τον ορθολογισμό λοιπόν χρειαζόμαστε από το νέο κόμμα.
Όχι τον εργαλειακό ορθολογισμό των επιχειρήσεων που αναγκαστικά θα έχει μονοσήμαντο κριτήριό του το επιχειρηματικό κέρδος.
Χρειαζόμαστε έναν φιλελεύθερο σοσιαλιστικό ορθολογισμό.
Τον ορθολογισμό του Διαφωτισμού.
Φιλελεύθερο για να μπορεί να απελευθερώσει τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου μας και σοσιαλιστικό για να μπορεί να υπερασπισθεί τα θεμελιώδη δικαιώματα των πιο αδύναμων.

Μόνο που η πραγματικότητα υποχρεώνει τις δυνάμεις που θα δημιουργήσουν το νέο μεταρρυθμιστικό κόμμα να το δημιουργήσουν χθές!
-Είσαστε καταδικασμένοι να αποτύχετε (ακούω αμέσως την αντίδραση).-Είμαστε υποχρεωμένοι να δοκιμάσουμε (δίνω αμέσως και την απάντηση).

Υ.Γ. Όπως έχω γράψει σε παλαιότερο σημείωμά μου είμαι συνταξιούχος σερβιτόρος. Άρα έχω κάθε λόγο να εμπιστευτώ ένα νέο μεταρρυθμιστικό κόμμα.
Σαν και μένα είναι πολλοί.
Πάρα πολλοί.
Αλλά χρειαζόμαστε κάποιους να σηκώσουν τη σημαία μας.
Παλιούς και νέους.
Κανείς δεν περισσεύει.



*δημοσιεύτηκε στην Μεταρρυθμιστική Αριστερά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θέλετε να βάλετε ενεργό link στο σχόλιό σας; BlogU