Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Η κρίση στο έκτο έτος – Τι απομένει να γίνει;

Όροι, πτυχές και αποτελέσματα της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης
του Δημήτρη Γουμάγια*
Το ερώτημα που απασχολεί πολλούς πολίτες στην Ευρώπη εδώ και πολλά χρόνια, πριν από την οικονομική κρίση και πολύ περισσότερο μετά είναι: Ποια βήματα πρέπει να γίνουν για την ενοποίηση της Ευρώπης στο οικονομικό, κοινωνικό, δημοσιονομικό επίπεδο, και όχι μόνο, μέσα από τον εκδημοκρατισμό των θεσμικών της οργάνων και τον έλεγχό τους από το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.
Η τραπεζική ένωση είναι σίγουρα ένα από τα βήματα και έχει θεμελιώδη σημασία για τους λαούς της Ευρώπης.

Για μια πιο καλή κατανόηση για το τι είναι η τραπεζική ένωση, πως μπορεί να γίνει, τι προϋποθέτει, τι σχεδιάζεται πάνω σε αυτό, τι αποφασίστηκε, προσπάθησα να συγκεντρώσω μερικές πληροφορίες, γνώμες οικονομολόγων, καθηγητών πανεπιστημίων, τραπεζικών, πολιτικών και να τις εκθέσω στο κείμενο που ακολουθεί.
Τα ονόματα των προσώπων που η γνώμη τους περιέχεται σε αυτήν την έκθεση ακολουθούν λίγο παρακάτω, αλλά η αναφορά μέσα στο κείμενο ποιος, ποια είπε τι, δεν υπάρχει. Αυτό δεν είναι παράλειψη από εμένα αλλά υπολογισμένη πράξη, με τον στόχο ο αναγνώστης να προσπαθήσει να κρίνει ελεύθερα την ουσία των θέσεων, επιχειρημάτων και όχι με μια προκατάληψη λόγω του ονόματος.
Εδώ θέλω να δηλώσω ότι δεν ταυτίζομαι εγώ σαν άτομο με όλες τις απόψεις που υπάρχουν στο κείμενο, αλλά με αρκετές. Το περιεχόμενο είναι λόγο του θέματος με το οποίο ασχολείται λίγο δύσκολο, αλλά σίγουρα ενδιαφέρον αλλά και πολύ καθοριστικό για το μέλλον μας, μια και πρόκειται για το χρηματοπιστωτικό και οικονομικό μας σύστημα όπως αυτό σχεδιάζεται.
Καλή ανάγνωση.

Δημήτρης Γουμάγιας, Μέλος των Bündnis 90/Die Grünen και Οικολόγων Πράσινων
Οκτώβρης 2013, Βερολίνο

Στο κείμενο υπάρχουν και απόψεις από:
  • Τον κύριο καθηγητή, δόκτορα της Φιλοσοφίας: Jörg Rocholl, Πρόεδρο του European School of Management and Technology, ESMT.
  • Την κυρία: Sabine Lautenschläger, Αντιπρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας της Γερμανίας.
  • Τον κύριο: Jörg Asmussen, Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, πρώην υφυπουργός οικονομικών της Γερμανίας.
  • Τον κύριο: Carsten Schneider, Μέλος του Γερμανικού κοινοβουλίου με τους Σοσιαλδημοκράτες, υπεύθυνος της κοινοβουλευτικής ομάδας για τα οικονομικά.
  • Την κυρία: Καθηγήτρια, δόκτορα Beatrice Weder di Mauro, καθηγήτρια μακροοικονομίας, στο πανεπιστήμιο του Mainz.
  • Τον κύριο: Klaus Regling, διευθυντής του ESM.
  • Τον κύριο: Καθηγητή, δόκτορα Clemens Fuest, Πρόεδρος του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Οικονομίας (ZEW).

Πρόλογος

Με τις αποφάσεις των Ευρωπαίων ηγετών για τη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού εποπτικού μηχανισμού τον Ιούλιο του 2012, έγιναν τα πρώτα σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση μιας Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης. 
Αιτία είναι η συνειδητοποίηση ότι υπάρχει ένας φαύλος κύκλος μεταξύ της ανάπτυξης των κρατικών προϋπολογισμών και την κατάσταση των τραπεζών στη ζώνη του ευρώ. 

Με κάθε μέτρο διάσωσης τράπεζας από το κράτος αυξάνεται το χρέος της εκάστοτε χώρας κατακόρυφα. Αυτό υπονομεύει την εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, η οποία με τη σειρά της μέσω της πτώσης των τιμών των κρατικών ομολόγων επιδρά αρνητικά στη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα των τραπεζών και ως εκ τούτου κάνει απαραίτητα περαιτέρω μέτρα διάσωσης από το κράτος.
Αυτή την αρνητική αλληλεπίδραση μεταξύ της κατάστασης των τραπεζικών ισολογισμών και των κρατικών προϋπολογισμών έχει σαν στόχο, η προβλεπόμενη ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση, να σταματήσει και να μπει ένας φραγμός στην μέχρι τώρα απεριόριστη ευθύνη του φορολογούμενου για τους κινδύνους στους ισολογισμούς των τραπεζών. Οι πρώτες σημαντικές αποφάσεις σχετικά με το σχεδιασμό του ενιαίου ευρωπαϊκού εποπτικού μηχανισμού έχουν ήδη ληφθεί. Έτσι αποφασίστηκε η ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία να εγκατασταθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚ).
Παρ 'όλα αυτά, πολλά άλλα ερωτήματα πρέπει να απαντηθούν:
  • Πώς μπορεί η ανάθεση εκτεταμένων κυριαρχικών δικαιωμάτων, στην πολιτικά ανεξάρτητη ΕΚΤ, να προστατεύονται νομικά;
  • Μπορεί η ΕΚΤ να λειτουργεί αποτελεσματικά και αξιόπιστα ή θα έρθει τόσο εντός της ΕΚΤ, καθώς και μεταξύ αυτής και των κρατών μελών του Ευρώ σε μια σύγκρουση συμφερόντων;
  • Πώς μπορούν οι φορολογούμενοι που μέχρι τώρα έχουν πληρώσει, κατά ένα μεγάλο βαθμό, για τους κινδύνους και τις ζημιές του χρηματοπιστωτικού κλάδου να προστατευθούν από ...συνεχιζόμενες ευθύνες για τις απώλειες των τραπεζών;
  • Θα πρέπει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM), που είχε αρχικά σχεδιαστεί για να υποστηρίξει οικονομικά ταραγμένα κράτη μέλη του ευρώ, να ανοίξει πλέον και για την άμεση ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών;
  • Πρέπει το συντομότερο δυνατόν να δημιουργηθεί μια Ευρωπαϊκή Αρχή, για την διαδικασία πτώχευσης των τραπεζών με μια ευρωπαϊκή διοίκηση αναδιάρθρωσης και ένα ευρωπαϊκό ταμείο το οποίο να τροφοδοτείται από εισφορές του χρηματοπιστωτικού τομέα, έτσι ώστε να χειριστεί τις τράπεζες σε μια κρίση, χωρίς να διακυβεύεται η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών;
  • Απαιτείται ένα κοινό ευρωπαϊκό σύστημα προστασίας των καταθέσεων;

Εισαγωγή και πολιτικά συμπεράσματα

Η βοήθεια στην Κύπρο ήταν μια κρίσιμη καινοτομία στην πολιτική της ευρωπαϊκής κρίσης:
Για πρώτη φορά οι πιστωτές μιας τράπεζας είχαν συμπεριληφθεί στην αναδιάρθρωσή της, αντί κυρίως να επιβαρύνει τους φορολογούμενους όπως γινόταν μέχρι τώρα λόγω του φόβου αντιδράσεων της αγοράς. Και αυτή η συμμετοχή των πιστωτών δεν έχει προκαλέσει προβλήματα και ερεθισμούς στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Έτσι, ο πρόεδρος της ομάδας του ευρώ Jeroen Dijsselbloem έχει θέσει νέα πρότυπα για το μέλλον.
Πρέπει να αποξηρανθεί το Κανάλι Λοίμωξης μεταξύ των ισολογισμών των τραπεζών και των δημόσιων οικονομικών, ξεπερνώντας τις αδυναμίες της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.

Η οικονομική κρίση από το 2008 έχει καταδείξει με απίστευτη ταχύτητα τα προβλήματα της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Η Ευρώπη δεν ήταν προετοιμασμένη για την κρίση. Η οικονομική κρίση της αγοράς μετατράπηκε σε μια κρίση οικονομίας και ανάπτυξης και από τον Φεβρουάριο του 2010, ξεκινώντας από την Ελλάδα, σε μια κρίση αναχρηματοδότησης στα επιμέρους κράτη μέλη του ευρώ.
Όχι μόνο οι ηγέτες και αρχηγοί των κρατών μελών, αλλά και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και πολλοί άλλοι το διατυπώνουν έτσι:
Το κανάλι μόλυνσης των προβληματικών τραπεζών επεκτάθηκε στα οικονομικά ολόκληρων εθνών και κανείς δεν είχε τα εργαλεία και τους μηχανισμούς για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.
Οι αδυναμίες της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης είχαν συζητηθεί ευρέως όταν εισήχθη το ευρώ σε λογιστική μορφή το 1999 και σαν Νόμισμα το 2002:
  • Μπορεί να είναι επιτυχημένη μια Νομισματική Ένωση στην οποία δεν υπάρχει ενιαία Οικονομική Πολιτική;
  • Πώς μπορούμε να εξασφαλίσουμε τη σταθερότητα όταν ισχύουν τα ίδια εργαλεία της νομισματικής πολιτικής για οικονομικά πολύ διαφορετικές περιοχές;

Εκτός από τις κοινοτικοποιημένες διαδικασίες για την βοήθεια οικονομικής πολιτικής και συγχωνεύσεις εταιριών, παραμένει μέχρι στιγμής η πολιτική για την Οικονομία ένα θέμα διαχείρισης των κρατών μελών. Ευρωπαϊκά υπάρχουν μόνο τα μέσα συντονισμού και διαβούλευσης που συμπληρώνονται με τα περιφερειακά και διαρθρωτικά ταμεία. Αυτά δεν ήταν αρκετά να αποτρέψουν ώστε η Ευρώπη σήμερα να βρίσκεται αντιμέτωπη με σημαντικές μακροοικονομικές ανισορροπίες μεταξύ των κρατών μελών. Επιπλέον λείπει μια ενιαία χρηματοοικονομική πολιτική. Οι φόροι και δασμοί είναι ευθύνη των κρατών μελών. Η φορολογική εναρμόνιση είναι δυνατή μόνο με ομοφωνία στις Βρυξέλλες.

Επειδή ορισμένα κράτη προστατεύουν την ανταγωνιστικότητά τους με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, η Ευρώπη σε αυτό το θέμα δεν είχε σχεδόν καμία πρόοδο. Ο φορολογικός ανταγωνισμός, ομοιόμορφη φορολογική βάση, η διασυνοριακή καταπολέμηση της φυγής κεφαλαίων και τα φορολογικά αδικήματα, τίποτε από αυτά δεν έχει εφαρμοστεί σωστά στο ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο.
Επίσης, η δημοσιονομική πολιτική παραμένει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. 
Αν και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης ορίζει πολλά η επιβολή του όμως ήταν ανεπαρκής. Με επτά νέους κανονισμούς της ΕΕ και με μια νέα οδηγία, γνωστές ως"Six-pack'' και "Two-pack'', έχουν ξεπεραστεί ορισμένες ελλείψεις. 
Όμως λείπει η πολιτική βούληση για να διανυθεί όλη η διαδρομή. Διότι το βασικό πρόβλημα της κρίσης για την αναχρηματοδότηση παραμένει το κανάλι μόλυνσης μεταξύ των προβληματικών τραπεζών και των οικονομικών του κράτους.
Αυτό πρέπει να αποστραγγιστεί.
Όποιος αναλαμβάνει κινδύνους για υψηλότερα κέρδη αυτός πρέπει να επωμίζεται και τις απώλειες. Οι τράπεζες θα πρέπει να είναι σε θέση να πτωχεύσουν. Δεν θα πρέπει, λόγω του μεγέθους τους να κρατούν ως ομήρους ολόκληρα κράτη.

Κεντρικό μέτρο: Δημιουργία δημοκρατικά νομιμοποιημένης Τραπεζικής Ένωσης

Ο στόχος αυτός απαιτεί πολλά μέτρα. 
Κεντρικό ρόλο διαδραματίζει η Τραπεζική Ένωση.
Είναι ένα απαραίτητο βήμα στην κατεύθυνση της περαιτέρω εμβάθυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά, αλλά μόνο όταν πραγματοποιηθεί ουσιαστικά στην πράξη. Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων στις 29 Ιουνίου του 2012 αποφάσισαν να δημιουργήσουν έναν ενιαίο ευρωπαϊκό εποπτικό μηχανισμό. Αυτό σημαίνει σε κάθε περίπτωση περισσότερο από μία κεντρική αρχή.
Το σχεδιασμό και τον ορισμό τον άφησαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία στις 12 Σεπτεμβρίου 2012 κατέθεσε ένα γενικό σχέδιο. Μια Τραπεζική Ένωση χρειάζεται, βάση της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ένα πανευρωπαϊκό εναρμονισμένο νομοθετικό πλαίσιο, ένα ´´Single Rule Book´´ («εγχειρίδιο ενιαίων κανόνων») που να διασφαλίζει ισότιμους κανόνες για όλες τις τράπεζες. 
Επιπλέον η παρούσα πρόταση προβλέπει μια ενιαία, ισχυρή ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία και ένα ανεξάρτητο ίδρυμα, με το δικαίωμα να κλείνει αφερέγγυες τράπεζες και να τις συνοδεύει στην διαδικασία πτώχευσης, συμπεριλαμβανομένου της διαχείρισης ενός ταμείου του οποίου τα κεφάλαια καταβάλλονται από τον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Στο μέλλον θα πρέπει οι τράπεζες να έχουν την ευθύνη για τις τράπεζες και όχι οι φορολογούμενοι. Και στο τέλος προβλέπει μια αποτελεσματική ασφάλιση των καταθέσεων.

Όμως η Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έχει πάρει μια διαφορετική κατεύθυνση. 
Επέτρεψε την είσοδο σε μία "μικρή" τραπεζική ένωση, αλλά φρόντισε την ίδια στιγμή για την άμεση πρόσβαση των τραπεζών στα κεφάλαια για τις διασώσεις στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ), τα οποία είναι στην πραγματικότητα κρατημένα για τα κράτη τα οποία έχουν περιέλθει σε ανάγκη χρηματοδότησης. Η μόνη προϋπόθεση ήταν ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα μεταφέρει το ρόλο της κοινής εποπτείας των τραπεζών στην νέα Αρχή. 
Έτσι η Μέρκελ έχει αλλάξει τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) από ένα ταμείο διάσωσης για τα κράτη σε ένα ταμείο διάσωσης για τις τράπεζες, παρόλο που το Γερμανικό Κοινοβούλιο απέκλεισε νομικά ακριβώς αυτό, στην διαδικασία επικύρωσης της συνθήκης του ΕΜΣ.
Παρ 'όλα αυτά, οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να ολοκληρωθούν στις Βρυξέλλες και θα πρέπει να υπάρχει απόφαση για την αρχή της τραπεζικής εποπτείας τον Μάρτη του 2014.

Συγκρούσεις συμφερόντων στην ΕΚΤ

Επειδή η καγκελάριος Μέρκελ δεν έχει τη δική της ισχυρή πλειοψηφία στο Γερμανικό Κοινοβούλιο, η ΕΚΤ απέκτησε ήδη τον ρόλο του ΄΄σωτήρα της τελευταίας στιγμής΄΄.
Στο νέο ρόλο της όμως θα βρεθεί αντιμέτωπη με εσωτερικές συγκρούσεις συμφερόντων που κάνει δύσκολη την αντικειμενική εκτίμηση της κατάστασης των τραπεζών. Τέλος η ΕΚΤ θέτει με την πολιτική των επιτοκίων όχι μόνο το πλαίσιο για τις αγορές, αλλά και ελέγχει την τεράστια κατανομή κεφαλαίων, την ρευστότητα στις τράπεζες.
Αλλά πώς θα μπορεί να ρυθμίσει η ΕΚΤ μια τράπεζα όταν είναι συγχρόνως επιχειρηματικός εταίρος και πιστωτής της;

Μια λανθασμένη απόφαση χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση στην εποπτεία θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά την ΕΚΤ, ως θεσμικό όργανο, και αυτό δεν πρέπει να συμβεί.
Εδώ και πάλι θα πρέπει να αντληθούν διδάγματα από την Κύπρο:
Η εκεί Κεντρική Τράπεζα ήταν η αρμόδια τοπική εποπτική αρχή, συνυπεύθυνη που έφθασε ο χρηματοπιστωτικός τομέας σε ένα παράλογα υψηλό μέγεθος και οι τράπεζες ανελάμβαναν τεράστιους κινδύνους. Την ίδια στιγμή τροφοδοτούσε η κεντρική τράπεζα τις εμπορικές τράπεζες, παρά τις προβλεπόμενες δυσκολίες, με περισσότερα χρήματα. Αυτό δεν πρέπει να συμβεί ξανά.

Τι θα πρέπει να κάνουμε τώρα;

Θα πρέπει να μεταφέρουμε κατά πρώτον, για ένα χρονικό διάστημα, την αρχή εποπτείας των τραπεζών στην ΕΚΤ. Στόχος πρέπει να είναι ένας νέος θεσμός, που θα συμπληρωθεί από μία ανεξάρτητη ευρωπαϊκή αρχή, που θα έχει το δικαίωμα να κλείνει τράπεζες και να τις αποσύρει από την αγορά.
Είναι ακριβώς οι χώρες με μεγάλους χρηματοπιστωτικούς τομείς που έχουν ένα ενδιαφέρον για τη νέα εποπτεία, χωρίς την ανεξάρτητη αρχή για την διαδικασία πτώχευσης, γιατί τότε μπορούν να μετατοπίσουν τους κινδύνους στους Ευρωπαίους φορολογούμενους.
Μια Εποπτική Αρχή χωρίς το σπαθί της διαδικασίας πτώχευσης και απόσυρσης από την αγορά, είναι η εγγύηση της επιβίωσης για τις μεγάλες τράπεζες και ενισχύει το δυναμικό τους για εκβιασμό, για μια δωρεάν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη με διπλούς αερόσακους.
Ως εκ τούτου η συγκατάθεση για την Εποπτική Αρχή θα πρέπει να συνδέεται με ένα ταμείο διευθέτησης, το οποίο χρηματοδοτείται εξολοκλήρου από τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Για αυτόν τον σκοπό θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί στην αρχή μέρος των εσόδων από την φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Η προθυμία της χώρας να θεσπίσει τον φόρο αυτό, θα πρέπει να είναι η προϋπόθεση για να είναι σε θέση να ενταχθεί στον εποπτικό μηχανισμό.
Έτσι θα διασφαλιστεί ότι τα κράτη με μεγάλο χρηματοπιστωτικό τομέα πληρώνουν περισσότερα στο ταμείο από ότι άλλα.
Αλλά ακριβώς αυτές είναι οι χώρες, μεταξύ άλλων το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία που μπλοκάρουν μια τέτοια συμμετοχή του χρηματοπιστωτικού κλάδου. Ένα συνονθύλευμα εθνικών συστημάτων για την διαδικασία πτώχευσης - όπως πρότεινε ο υπουργός Οικονομικών Σόϊμπλε - ωστόσο, δεν είναι η κατάλληλη λύση. 
Πολλές τράπεζες λειτουργούν διασυνοριακά και πρέπει έτσι να αντιμετωπίζονται. Αυτό περιλαμβάνει πρώτα και κύρια την απαραίτητη διαφάνεια των ισολογισμών τους. Αλλά επειδή η καγκελάριος Μέρκελ έχει ανοίξει την πόρτα για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τον ΕΜΣ, οι άλλες χώρες περιμένουν την ευκαιρία αυτή, αντί να καθαρίσουν τους ισολογισμούς και να αποσύρουν τράπεζες από την αγορά. 
Εδώ η κυρία Μέρκελ θα μπορούσε να μάθει από τις ΗΠΑ το πόσο επιτυχής μπορεί να γίνει η διαδικασία πτώχευσης και απόσυρσης από την αγορά σε συνδυασμό με την ασφάλεια των καταθέσεων. Η κεντρική Federal Deposit Insurance Corporation (FDIC) έχει ολοκληρώσει την διαδικασία πτώχευσης επιτυχώς σε πάνω από 500 τράπεζες, χωρίς αυτό να έχει στις ΗΠΑ υψηλό δημοσιονομικό κόστος, σε αντίθεση με ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ.
Η Τραπεζική Ένωση είναι ένα τεράστιο βήμα προς την ολοκλήρωση της Ευρώπης και αποτελεί ορόσημο στην πορεία προς μια δημοσιονομική ένωση. Θα πρέπει να είναι καλά προετοιμασμένη. Διαφορετικά, μπορεί να είναι πολύ ακριβή για τον φορολογούμενο.

Η κρίση στο έκτο έτος – Τι απομένει να γίνει;

Το θέμα της Τραπεζικής Ένωσης βρίσκεται σήμερα ψηλά στην πολιτική ατζέντα και αυτό είναι καλό, διότι η Ευρώπη χρειάζεται μια ευρεία συζήτηση σχετικά με τις μακροπρόθεσμες στρατηγικές για τη διαχείριση κρίσεων. Η Τραπεζική Ένωση είναι πράγματι μια σημαντική αλλά μία μόνο πλευρά του ζητήματος.
Μερικοί άνθρωποι ίσως ρωτήσουν ως προς το:
  • Αν μπορούμε ακόμη να μιλάμε για κρίση;
  • Ή μήπως έχουμε ήδη εισέλθει σε ένα νέο φυσιολογικό πλαίσιο;

Ωστόσο, η κρίση δεν είναι ένα φυσικό γεγονός στο οποίο εκτίθεται η Ευρώπη ανήμπορη να αντιδράσει. Ακριβώς όπως η κρίση ήταν ένα αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων και κανονιστικών ελλειμμάτων, έτσι είναι δυνατόν με αποφασιστική πολιτική δράση και με τη βελτίωση των κανόνων επίσης να μας βγάλει έξω από την κρίση. Η ζώνη του ευρώ έχει επιτύχει σε αυτόν τον τομέα τους τελευταίους 15 μήνες σημαντική πρόοδο.
Αλλά για να ασχοληθούμε και με το ερώτημα που θέσαμε πιο πάνω, έχουμε στην πραγματικότητα πολλά να κάνουμε ακόμα.
Θα ήθελα να επικεντρωθώ σε τρία σημεία που θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικά:
  • Πρώτον, η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης.
  • Δεύτερον, η διατήρηση της πορείας στο δρόμο για υγιή δημόσια οικονομικά και
  • Τρίτον, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας στην Ευρώπη.

Ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), με τα μέτρα που έλαβε στα πλαίσια της νομισματικής πολιτικής της, παρείχε μια σημαντική συμβολή στη σταθεροποίηση της ζώνης του ευρώ. Ο κατακερματισμός των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών έχει μειωθεί από το περασμένο καλοκαίρι, αλλά εξακολουθεί να είναι αισθητός. 
Μέσα στη ζώνη του ευρώ τα λεγόμενα TARGET2-υπόλοιπα, τρόπον τινά το θερμόμετρο του κατακερματισμού της χρηματοπιστωτικής αγοράς, έχουν αισθητά μειωθεί. Επίσης το γεγονός ότι τα 225 δισεκατομμύρια €, τα οποία έχουν λάβει οι τράπεζες από την ΕΚΤ μέσω των δύο μακροπρόθεσμων πράξεων αναχρηματοδότησης (ΠΠΜΑ), τα οποία έχουν επιστρέψει πρόωρα, είναι άλλο ένα θετικό μήνυμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Μία ενιαία ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική αγορά η οποία μπορεί να χρηματοδοτήσει την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση αποτελεσματικά απαιτεί ενιαίους όρους, η τήρηση των οποίων πρέπει να ελέγχεται επίσης ενιαία.
Αυτό κρύβεται πίσω από την Τραπεζική Ένωση.

Με την εφαρμογή της Βασιλείας ΙΙΙ, θα ολοκληρωθούν οι ενιαίοι κανόνες.
Βελτιωμένες κεφαλαιακές απαιτήσεις αποτελούν τη βάση για ένα σταθερό τραπεζικό σύστημα που εξυπηρετεί την πραγματική οικονομία.
Η ΕΚΤ θα διασφαλίζει στο μέλλον, σαν Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, ότι οι κανόνες αυτοί θα εφαρμόζονται ομοιόμορφα. 
Ελπίζω ότι αυτή η νομοθετική διαδικασία μπορεί να ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατόν, έτσι ώστε οι προπαρασκευαστικές εργασίες για την κατασκευή του νέου εποπτικού οργάνου να προχωρήσουν γρήγορα και η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών στην ΕΚΤ να μπορεί να αναλάβει το προγραμματισμένο για το καλοκαίρι του 2014 έργο της και μάλιστα κάτω από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η ολοκλήρωση του «ενιαίου εγχειριδίου κανόνων» και η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας στην ΕΚΤ όμως, δεν είναι επαρκή για να δημιουργηθεί μια πραγματική Τραπεζική Ένωση.
Προκειμένου η ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία να μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά και αξιόπιστα, πρέπει να είναι επίσης εφοδιασμένη για την ακραία περίπτωση:
Η αναδιάρθρωση των προβληματικών ιδρυμάτων και η ομαλή διασυνοριακή διαδικασία αναδιάρθρωσης-πτώχευσης μη βιώσιμων τραπεζών θα πρέπει να είναι αξιόπιστα σενάρια, έτσι ώστε το «υπερβολικά μεγάλα για να καταρρεύσουν» πρόβλημα, να χειραγωγηθεί και να τεθεί ένα τέλος.
Σαφείς κανόνες για ένα «bail-in» των πιστωτών για να αποτρέπουν στο μέλλον, ότι τα βάρη της διάσωσης των τραπεζών πάντα θα εξωτερικεύονται μέσω του «bail-out» και τελικά θα επιβαρύνουν τον φορολογούμενο.

Όμως, το νέο καθεστώς διακανονισμού από μόνο του δεν αρκεί για να σπάσει τη στενή ενσωμάτωση του τραπεζικού τομέα και των κρατικών προϋπολογισμών. Γι 'αυτό, χρειαζόμαστε μια ευρωπαϊκή αρχή εξυγίανσης με ταμείο εξυγίανσης, το οποίο χρηματοδοτείται από εισφορές των ίδιων των τραπεζών. 
Πιστεύω, όσον αφορά τις θεσμικές ρυθμίσεις, ότι η ενσωμάτωση της νέας αρχής στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) είναι μια καλή επιλογή. Η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Εποπτεία στην ΕΚΤ πρέπει να συμπληρωθεί τουλάχιστον από αυτά τα δυο στοιχεία, έτσι ώστε να επιτευχθεί μια αποτελεσματική τραπεζική ένωση στην Ευρώπη.

Διατηρούμε πορεία για την αποκατάσταση των δημόσιων οικονομικών

Εκτός από την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, δεν πρέπει να μειώσουμε τις προσπάθειες μας στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής. Σε τελευταία ανάλυση αυτό είναι, το λιγότερο, ζήτημα δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών.

Εδώ αναμφίβολα έχει γίνει μεγάλη πρόοδος, ακόμη και ιδιαίτερα στις λεγόμενες περιφερειακές χώρες. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής, το ονομαστικό δημοσιονομικό έλλειμμα της ζώνης του ευρώ κατά το τρέχον έτος, για πρώτη φορά από την αρχή της κρίσης, με -2,9 % του ΑΕΠ θα βρίσκετε κάτω από το όριο ελλείμματος του 3% (πρβλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αρχές του 2013). Εάν από αυτό αφαιρεθεί το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, για πρώτη φορά η ζώνη του Ευρώ, μετά την έναρξη της κρίσης, θα έχει και πάλι ένα θετικό πρωτογενές ισοζύγιο + 0,2 % του ΑΕΠ.

Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών (Γερμανία -0,2 % του ΑΕΠ και την Ιρλανδία -7,5 % του ΑΕΠ για το 2013, σύμφωνα με τις προβλέψεις, όπου αυτά τα 2 κράτη βρίσκονται στα δυο άκρα της κλίμακας του ονομαστικού ελλείμματος στη ζώνη του ευρώ). Αυτό-εφησυχασμός θα ήταν συνεπώς άστοχος.
Επίσης, οι κανόνες για την δημοσιονομική πολιτική έχουν βελτιωθεί σημαντικά. 

Το δημοσιονομικό σύμφωνο θα πρέπει τώρα να υλοποιηθεί και εφαρμοσθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη το ταχύτερο. Η χρονική μετατόπιση των ημερομηνιών για την επίτευξη των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων, σε διαδικασίες επιβολής από την ΕΕ για υπερβολικό έλλειμμα, θα πρέπει να είναι η καλά αιτιολογημένη εξαιρετική περίπτωση, το οποίο βασικά στέλνει πάντα ένα κακό μήνυμα.
Επίσης η ιδέα, ορισμένες κρατικές δαπάνες να μην λαμβάνονται υπόψιν στην διαδικασία καθορισμού του ελλείμματος την θεωρώ λαθεμένη, γιατί αυτό ανοίγει πολύ μεγάλα περιθώρια ερμηνείας, η οποία οδηγεί σε αβεβαιότητα σε επιχειρήσεις, επενδυτές και πολίτες.

Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας

Η κρίση μας έδειξε, με μεγάλη σαφήνεια, τη σημασία της ανταγωνιστικότητας για τη λειτουργία μιας νομισματικής ένωσης. Αυτό ήταν στο παρελθόν ένα τυφλό σημείο στους κανόνες, οι οποίοι στόχευαν μονόπλευρα προς τη συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς στόχους.
Και εδώ επίσης δεν έχει ολοκληρωθεί η αναγκαία διαδικασία προσαρμογής και απομένουν ακόμη να κάνουμε πολλά.
Η ανεργία στη ζώνη του ευρώ αναμένεται, βάση στοιχείων της ΕΕ, να ανέλθει στο 12,2 %, κατά μέσο όρο, το 2013. Σε ορισμένες χώρες είναι πολύ υψηλότερο από αυτό το ποσοστό, στην Ελλάδα και την Ισπανία πάνω από το ένα τέταρτο του εργατικού δυναμικού είναι έξω από την αγορά εργασίας και έξι στους δέκα νέους είναι άνεργοι.
Αυτό σε διάρκεια χρόνου δεν μπορεί να το αντέξει καμία κοινωνία.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συζήτησε, κατά την εαρινή σύνοδο του τον Μάρτιο, την ανταγωνιστικότητα και το πρόβλημα της ανεργίας και το σημαντικό ρόλο των εθνικών μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων. Αλλά επίσης και ότι αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, πρόκειται για το ζήτημα, του πώς θα εφαρμοσθούν δεσμευτικά ευρωπαϊκοί στόχοι.

Μια πρόταση πάνω σε αυτό, που συζητάτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι οι λεγόμενες μεταρρυθμιστικές συμφωνίες μεταξύ της ΕΕ και μεμονωμένων κρατών μελών.
Καθοριστικό σημείο εδώ είναι, κατά την άποψή μου, να δεσμευθούν τα κράτη μέλη σε συγκεκριμένους στόχους που μπορούν να ελεγχθούν και για τον σκοπό αυτόν με τη σειρά τους να έχουν χρηματοδοτική στήριξη.
Προς στιγμή, ιδίως αν ληφθεί υπόψη το ρεκόρ ανεργίας σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, διεξάγετε και πάλι η συζήτηση για τη δημοσιονομική εξυγίανση σε σχέση ή ενάντια με την ανάπτυξη.
Αυτό δεν είναι μια αντίφαση, χρειαζόμαστε και τα δύο.

Θα ήταν ουτοπικό να πιστεύουμε ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα του χρέους με όλο και περισσότερο χρέος, διότι ένα πολύ υψηλό δημόσιο χρέος έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη. Αυτό λοιπόν που υπολείπεται τώρα να γίνει άμεσα για να ξεπεραστεί η κρίση, όπως περιγράψαμε παραπάνω είναι:
Η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, πέρα από την τραπεζική αρχή εποπτείας, σταθερή πορεία για την δημοσιονομική εξυγίανση και τέλος η αντιμετώπιση των διαρθρωτικών ελλειμμάτων στην Ευρώπη, διότι ανάπτυξη μπορεί να έρθει μόνο από την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.

Ο ρόλος των τραπεζών και η διαδικασία πτώχευσης

Στο ερώτημα που θέσαμε πιο πάνω: Τι απομένει να γίνει ακόμα μετά από έξη χρόνια κρίσης, υπάρχει βέβαια μια σύντομη απάντηση: Πολλά ακόμα.
Η κάπως μεγαλύτερη απάντηση όμως αφορά κυρίως τον τραπεζικό τομέα.
Μετά την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ότι σε περίπτωση ανάγκης θα αγοράσει ακόμη και απεριόριστα κρατικά ομόλογα, η συνολική κατάσταση έχει βελτιωθεί. Αυτό σημαίνει ότι τα επιτόκια, ιδιαίτερα στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, μειώθηκαν.
Παρ 'όλα αυτά, παραμένει το γεγονός ότι σημαντικά τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος εξακολουθούν να λειτουργούν σε κατάσταση κρίσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα - μπορούμε να το δούμε στην πρόσφατη Έκθεση Παγκόσμιας Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) – να μην έχει επέλθει εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος. 

Επιπλέον, στην ζώνη του Ευρώ έχουν ληφθεί πάρα πολλές ad hoc αποφάσεις και μέτρα διάσωσης. Στην περίπτωσή μας, αυτό σημαίνει ότι δεν ακολούθησαν σαφείς κανόνες αλλά ότι, από χώρα σε χώρα και από κατάσταση σε κατάσταση εξελίχθηκαν διαφορετικά.
Το βασικό σημείο σε αυτό το κεφάλαιο είναι να κάνει σαφές ότι, για δεσμευτικούς κανόνες υπάρχει η ανάγκη για αυστηρή εφαρμογή και τήρηση τους .
Γιατί δεν θα πρέπει να ξεγελιόμαστε:
Τη στιγμή αυτή φαίνεται ότι το γενικό αίσθημα είναι καλύτερο από ότι η πραγματική κατάσταση. Αλλά τα υπόλοιπα βασικά θέματα που απέμειναν είναι σχετικά εύκολο να περιγραφούν.
Το ένα είναι:
  • Μπορούμε με καλή πίστη να ισχυριστούμε ότι, τα κράτη μέλη και ως εκ τούτου ότι οι φορολογούμενοι είναι επαρκώς προστατευμένοι έναντι μελλοντικών κρίσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα;

Θα μπορούσε επίσης να είναι:
  • Είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα τόσο ισχυρό έτσι ώστε η θεμελιώδης αρχή της ιδιοκτησίας και της ευθύνης ή με άλλα λόγια μεταξύ κινδύνου και απόδοσης κεφαλαίου να μπορεί να διατηρηθεί και πάλι;

Ή πάλι, με άλλα λόγια:
Ισχύει η αρχή του «no bail-out" στην πραγματικότητα έτσι ώστε, εκτός από τις ρητές, να μπορούν να αποκλειστούν και σιωπηρές εγγυήσεις;
Η απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα είναι:
Σε ένα τέτοιο βαθμό δεν έχουμε φθάσει ακόμα. Αυτό οφείλεται κυρίως στη στενή αλληλεξάρτηση κρατών και τραπεζών και στην στενή αλληλεξάρτηση των τραπεζών μεταξύ τους.

Οι τράπεζες επενδύουν σε πολύ μεγάλο βαθμό σε κρατικά ομόλογα

Κατά πρώτον αυτό προκύπτει κυρίως από την πλευρά του ενεργητικού στους ισολογισμούς των τραπεζών, διότι οι τράπεζες επενδύουν σε μεγάλο βαθμό - σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό - σε ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα.
Αυτό μπορεί όμως να εξηγηθεί επίσης και με κανονιστικούς λόγους:
  • Πρώτον, δεν υπάρχει στις τράπεζες για επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα η υποχρέωση της τράπεζας για κεφαλαιακή επάρκεια της ίδιας, τουλάχιστον δεν υπάρχει αυτό στην πλειοψηφία των περιπτώσεων.
  • Δεύτερον -και αυτό είναι ίσως πιο σοβαρό-, δεν υπάρχουν περιορισμοί μεγέθους για τις επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα.

Ακόμη επίσης και στη Βασιλεία ΙΙΙ, στα άρθρα 109/145 του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, αυτές οι δύο θεμελιώδεις κανόνες δεν έχουν αλλάξει.
Κοιτάζοντας την κατάσταση αυτή στην πράξη, τότε μπορούμε να δούμε πόσο γρήγορα η έλλειψη αυτών των περιορισμών γίνονται αισθητοί.

Ας πάρουμε τα αποτελέσματα των τεστ αντοχής των τραπεζών από τον Δεκέμβριο του 2011 και ας αναρωτηθούμε:
Ποια είναι η σχέση των επενδύσεων των τραπεζών σε κρατικά ομόλογα με τα κεφάλαια των τραπεζών;

Για την απάντηση μπορούν να αναφερθούν ως παραδείγματα, τράπεζες από μερικές χώρες.
Στην περίπτωση των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες περιλαμβάνονται στο τεστ αντοχής, είχαν επενδυθεί 400 % του μετοχικού κεφαλαίου τους σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου.
Στην Πορτογαλία ήταν πάνω από 300 %, στην Ισπανία και στην Ιταλία 150 % περίπου, ενώ στην Κύπρο λίγο πάνω από το 400 %. Στην τελευταία χώρα ήταν όμως επενδυμένα μόνο το 50 % σε εγχώρια κρατικά ομόλογα, τα υπόλοιπα μάλλον σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου.

Από την άποψη αυτή είναι προφανές ότι, τα προβλήματα των κρατών και των κρατικών ομολόγων αναπόφευκτα επηρεάζουν το τραπεζικό σύστημα των χωρών τους.
Φυσικά τα προβλήματα μπορούν να προέλθουν και από άλλες αιτίες, ας σκεφτούμε μόνο την αγορά των ακινήτων και οι τράπεζες στην Ισπανία και την Ιρλανδία, καθώς επίσης και τις κρατικές τράπεζες των γερμανικών ομόσπονδων κρατών, δηλαδή σε περιπτώσεις που τα τραπεζικά προβλήματα έχουν γίνει κρατικά προβλήματα.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ενεργά των τραπεζικών ισολογισμών, είναι συνεπώς απαραίτητο να σκεφτούμε για όρια στις επενδύσεις των τραπεζών σε κρατικά ομόλογα και όχι να παρέχονται στις τράπεζες περαιτέρω κίνητρα για να έχουν την δυνατότητα να αγοράζουν περισσότερα κρατικά ομόλογα. Αυτό ισχύει ιδίως για τους όρους του «δείκτη κάλυψης ρευστότητας» (Liquidity Coverage Ratio), δηλαδή το ζήτημα της μορφής με την οποία οι τράπεζες θα πρέπει στο μέλλον να διατηρούν την ρευστότητά τους. Είναι ακατανόητο ότι τα κρατικά ομόλογα και σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να διαδραματίζουν ένα τόσο σημαντικό ρόλο.

Η συμμετοχή των πιστωτών παραμένει εξαίρεση

Ας έρθουμε τώρα στην πλευρά του παθητικού των τραπεζικών ισολογισμών και ιδίως στους πιστωτές της τράπεζας.
Όπως περιγράψαμε πιο πάνω, τα προβλήματα μπορούν επίσης να προκύψουν από τις τράπεζες.
Το ερώτημα είναι: Τι θα συμβεί στη συνέχεια;

Στο πλαίσιο αυτό δυστυχώς διαπιστώνουμε ότι, παρά τις προσπάθειες και παρά τον νόμο για την αναδιάρθρωση (για παράδειγμα στη Γερμανία), παραμένει η πραγματική συμμετοχή των δανειστών η απόλυτη εξαίρεση.
Για αυτά τα θέματα ο ΟΟΣΑ έχει συντάξει μια μελέτη.
Αυτή αποκαλύπτει ότι μόνο σε τέσσερις χώρες (αυτές είναι η Δανία, η Ισλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ) σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, που σημαίνει σε περισσότερες από μια τράπεζες, έχει εφαρμοσθεί μια πραγματική συμμετοχή των πιστωτών ( Schich, Sebastian; Byoung-Hwan, Kim 2012: Developments in the Value of Implicit Guarantees for Bank Debt: The Role of Resolution Regimes and Practices, OECD Journal: Financial Markets Trends, Volume 2012 – Issue 2).
Αυτό σημαίνει ότι, οι πιστωτές συνήθως δεν συμμετέχουν (και αν, μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό), στις ανισορροπίες που δημιουργεί το τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αν μη τι άλλο, οι πιστωτές φαίνεται να έχουν συμμετάσχει μέχρι στιγμής μόνο σε μικρότερες τράπεζες, σε μεγαλύτερες έχουν ως επί το πλείστον αποζημιωθεί από το κράτος.
Με τον τρόπο αυτό παράγετε ένας φαύλος κύκλος:
Οι τράπεζες που δεν μπορούν πλέον να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους που τόλμησαν, προκαλούν προβλήματα στις χώρες τους, μεταφέροντας τα δικά τους φορτία σε αυτές. Συνέπεια αυτής της πρακτικής είναι οι δυσάρεστες οικονομικές επιπτώσεις σε αυτά τα κράτη, οι οποίες εκφράζονται στην τιμή των κρατικών ομολόγων, η οποία με την σειρά της επιδρά αρνητικά στα οικονομικά των τραπεζών που κρατούν αυτά τα κρατικά ομόλογα.

Ας δούμε τις επιμέρους χώρες.
Στην Ιρλανδία, για παράδειγμα, σύμφωνα με έγκυρους υπολογισμούς κατορθώθηκε μόνο περίπου το 10% των κεφαλαιακών απαιτήσεων των ιρλανδικών τραπεζών, να καλυφθούν από ένα «bail-in» (συμμετοχή των πιστωτών). Πρόκειται λοιπόν για μια εξαίρεση εδώ που πρέπει να την εκτιμήσουμε θετικά αυτή τη στιγμή.
Αντιθέτως στην Ισπανία η διαδικασία αυτή κύλησε πολύ πιο σπασμωδικά. Η συμμετοχή των πιστωτών έχει τεθεί στις καλένδες ίσως και γιατί, σε αντίθεση με την Ιρλανδία, μια τέτοια συμμετοχή θα αφορούσε κυρίως εγχώριους επενδυτές. Ωστόσο, η καθυστέρηση σημαίνει ότι ορισμένοι από τους επενδυτές ήταν σε θέση να πουλήσουν τις μετοχές τους σε άλλους επενδυτές, οι οποίοι με τη σειρά τους τελούν υπό την ειδική προστασία της πολιτικής.
Επίσης και η Ιταλία δεν φαίνεται να δίνει στο "bail-in" καμία προτεραιότητα. Στο πλαίσιο αυτό, αρκεί να σκεφτούμε την περίπτωση της Banca Monte dei Paschi di Siena. Εκεί, το εκτιμώμενο ποσό για ζημιές των πιστωτών ανέρχεται σε 224 εκ. Ευρώ, σε αντίθεση με τις απώλειες του κράτους που ανέρχονται μέχρι 3,9 δις.
Όσον αφορά για την Κύπρο ισχύει και πάλι ότι έχει ήδη περιγραφεί παραπάνω. Ακόμη και αν η πραγματοποιηθείσα συμμετοχή των πιστωτών θα πρέπει κατά βάση να επικροτηθεί, τα προβλήματα αντιμετωπίστηκαν βεβιασμένα και χωρίς σαφείς κανόνες, παρά του ότι τα προβλήματα αυτά στο μέλλον θα πρέπει να τα περιμένουμε και σε άλλες χώρες.
Για παράδειγμα, από την άποψη της συμμετοχής, δεν ακολούθησαν την αρχή: Πρώτα οι παλαιοί μέτοχοι και στη συνέχεια οι δανειστές (καταθέτες).
Φυσικά μπορεί εδώ κάποιος να υποστηρίξει ότι, στις κυπριακές τράπεζες με ένα μερίδιο των ομολόγων από μόνο περίπου 2% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων στον ισολογισμό, η συμμετοχή των ομολογιούχων δεν θα απέφερε κάποια σημαντική οικονομική συμβολή.
Εδώ όμως τίθεται το ερώτημα: Τέτοια ομόλογα, αν απλά περιμένουμε αρκετό καιρό, βρίσκονται όλο και λιγότερο στην κατοχή του ιδιωτικού τομέα, αλλά αντί αυτού μετατίθενται στον δημόσιο τομέα ή (βλέπε το παράδειγμα της Ισπανίας), μεταβιβάζονται σε ιδιώτες ομολογιούχους πιστωτές. Τέλος η αρχικά συμφωνηθείσα, αλλά στη συνέχεια και πάλι απορριφθείσα συμμετοχή των καταθετών, με συνολικά λιγότερο από 100.000 €, δεν είχε συμβάλει θετικά στην οικοδόμηση της εμπιστοσύνης.

Απαιτούνται σαφείς κανόνες

Όλα αυτά τα παραδείγματα δείχνουν την επείγουσα ανάγκη για ένα συνεκτικό σύνολο κανόνων σε διεθνές επίπεδο, όπως είναι η ανάκτηση και η οδηγία Ανάλυσης (Recovery and Resolution Directive, RRD) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καθοριστικό εδώ δεν είναι μόνο η υιοθέτηση αυτών των κανόνων αλλά προ πάντων και η εφαρμογή τους. Ειδικά στην RRD η δυνατότητα ενός "bail-in» δεν εφαρμόζετε πλήρως, όπως και πριν, και όπως θα ήταν απαραίτητο. Βάση αυτής της πρότασης η εφαρμογή θα πρέπει να υλοποιηθεί από το 2018 και μετά.
Αλλά αυτό τελικά σημαίνει ότι:
Όσο καιρό το "bail-in" δεν είναι κανόνας, αλλά καθυστερεί χρονικά, θα εξακολουθούν να υπάρχουν οι κίνδυνοι για τους φορολογούμενους. Και αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι, μεταξύ των πιστωτών σε τράπεζες και των πιστωτών σε κράτη υπάρχει μια αύξηση της πιθανότητας για τη μεταφορά των κινδύνων, τα οποία θα μπορούσαν να πλήξουν πολύ σκληρά τους φορολογούμενους. Όλα αυτά σημαίνουν εν ολίγοις ότι, αποφεύχθηκε μέχρι τώρα ουσιαστική συμμετοχή πιστωτών.
Οπότε τίθεται αμέσως η επόμενη ερώτηση, δηλαδή, γιατί συμβαίνει αυτό;

Επειδή βεβαίως υπάρχουν επίσης λόγοι για αυτό που δεν μπορούμε έτσι απλά να τους αγνοήσουμε. Στο πλαίσιο αυτό αναφέρω την μελέτη από τους Hildebrand, Rocholl και Schulz του (2013).
Εκεί εξετάζονται όλοι οι τίτλοι όλων των γερμανικών τραπεζών και προκύπτει ότι, το 80 % του χαρτοφυλακίου τους αποτελείται από επενδύσεις σε τίτλους άλλων τραπεζών (βλέπε Flight to Where? Evidence from Bank Investments During the Financial Crisis, Working Paper 2013).
Αντίθετα, τα κρατικά ομόλογα παίζουν μόνο ένα δευτερεύοντα ρόλο. Στο πλαίσιο αυτό έχουμε να κάνουμε, πέρα από τους στενούς δεσμούς μεταξύ των τραπεζών και των χωρών, με εξαιρετικά στενούς δεσμούς και δικτύωση των τραπεζών μεταξύ τους.
Το γεγονός αυτό περιπλέκει την πραγματική συμμετοχή των πιστωτών σε τραπεζικά bail-in ουσιαστικά, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος ότι με αυτόν τον τρόπο επιβαρύνονται τράπεζες που έχουν ιδιαίτερη συστημική σημασία.

Ως εκ τούτου οι προτάσεις στην έκθεση Liikanen είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτες, που έχουν σαν περιεχόμενο τη δημιουργία ενός εργαλείου bail-in που δεν μπορεί να κατέχεται από άλλες τράπεζες. Εκτός από αυτό, υπάρχουν στην Ευρώπη πολιτικοί λόγοι όπου η συμμετοχή των πιστωτών (όπως στην Ισπανία) επιβραδύνεται. Έχουν σαν αποτέλεσμα την καθυστέρηση, περιμένοντας ή ελπίζοντας, ότι τα βάρη τελικά θα σηκωθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στο τέλος όμως τίθεται μια γενική ερώτηση.
Αυτή είναι:
  • Γιατί έχει η Ευρώπη (σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία), ένα τόσο μεγάλο τραπεζικό τομέα;

Πάνω σε αυτό μπορεί να υποστηριχθεί ότι, η διάρθρωση της χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων είναι διαφορετική από ότι σε αυτές τις χώρες, καθώς και ότι, οι ευρωπαϊκές τράπεζες παίζουν ένα διαφορετικό ρόλο από ότι σε αυτές τις χώρες.
Παρ` όλα αυτά εκπλήσσει το γεγονός ότι, για παράδειγμα, στην Κύπρο βρίσκονται πάνω από επτά φορές της οικονομικής παραγωγής της χώρας, ως περιουσιακά στοιχεία ή σαν σύνολο του ενεργητικού των τραπεζών.
Συνεπώς υπάρχει μια σαφής ένδειξη ότι η Ευρώπη είναι «over-banked», με άλλα λόγια, ότι σε σχέση με την οικονομική της απόδοση έχει πάρα πολλές τράπεζες.

Συμπέρασμα

Ο στόχος πρέπει να είναι, η επαναφορά και σύνδεση της μονάδας σχέσης μεταξύ της ιδιοκτησίας και της ευθύνης (οι κατέχοντες) και η προστασία σε ένα μεγάλο βαθμό των φορολογουμένων.
Ο στόχος αυτός δεν έχει επιτευχθεί.
Ως εκ τούτου, είναι επιτακτική ανάγκη να σκεφτούμε για την ραγδαία αύξηση της συμμετοχής των πιστωτών. Συνεπώς θα πρέπει, όσο το δυνατόν συντομότερα, να εισάγουμε αποτελεσματικά εργαλεία bail-in (από πριν και όχι μόνο από το 2018) και να δημιουργηθούν μετοχικά κεφαλαία, που δεν θα επιτρέπεται ρητά να κρατούνται/εμπορεύονται από άλλες τράπεζες. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ένα σημαντικό και ζωτικό μέρος της υπό διαμόρφωση Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης.

Η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση - Μια τίγρης δίχως δόντια;

Θα προσπαθήσω να επικεντρωθώ και να απαντήσω στο προκλητικό ερώτημα, αν η μελλοντική Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση θα είναι μια τίγρης δίχως δόντια.
Η απάντηση είναι εύκολη.
Κατά πάσα πιθανότητα η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση, ή μάλλον καλλίτερα η ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία, θα έχει πολύ αιχμηρά δόντια. Αλλά για να έχει επίσης και ένα ισχυρό δάγκωμα θα πρέπει να εξασφαλίσουμε και τις υπόλοιπες προϋποθέσεις (και για να μείνουμε στην εικόνα), θα πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα αποκτήσει και τους μυς για να μπορεί να χρησιμοποιεί τα αιχμηρά της δόντια.

Για τα αιχμηρά δόντια θα φροντίσει ο κανονισμός, που θα εξασφαλίσει στον νέο ενιαίο εποπτικό μηχανισμό (SSM) -Single Supervisory Mechanism- τις αρμοδιότητες και τις εξουσίες του.
Το τρέχον σχέδιο του κανονισμού περιέχει σχεδόν όλες τις επιθυμίες που βρίσκονται στην καρδιά ενός επιστάτη και μάλιστα απέναντι στα 130-140 ιδρύματα τα οποία πρόκειται να επιβλέπει άμεσα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Για αυτές τις τράπεζες οι αρμοδιότητες της ΕΚΤ αρχίζουν, από τη χορήγηση της τραπεζικής άδειας και μπορεί να πάει μέχρι την αφαίρεσή της.
Οι αρμοδιότητες αυτές κυμαίνονται από τον έλεγχο των μετόχων, μέχρι τον έλεγχο των ιδρυμάτων σε σχέση με όλες τις σχετικές εποπτικές κατηγορίες:
Αυτό περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, τιτλοποιήσεις, μεγάλα δάνεια, τη ρευστότητα, τη μόχλευση και τις απαιτήσεις γνωστοποίησης, για να αναφέρουμε μόνο μερικές κατηγορίες.

Εκτός από αυτές τις ποσοτικές απαιτήσεις, θα πρέπει επίσης η ΕΚΤ να εξασφαλίσει ότι πληρούνται οι ποιοτικές απαιτήσεις, δηλαδή τους κανόνες για την διακυβέρνηση της εταιρίας - συμπεριλαμβανομένων των κανόνων μισθών και αποζημίωσης - και τη διαχείριση των κινδύνων από την διεύθυνση της τράπεζας.
Για αυτό τον σκοπό θα έχει το δικαίωμα να κάνει ελέγχους και να ορίζει τη διενέργεια τεστ αντοχής με προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων. Θα αναλάβει εποπτικές αρμοδιότητες σε σχέση με τα σχέδια αναδιάρθρωσης και έγκαιρη παρέμβαση σε τράπεζες που βρίσκονται σε δύσκολη θέση. Αλλά δεν είναι μόνο αυτά.
Εάν, λόγου χάρη, διαπιστωθούν κίνδυνοι ή ανεπάρκειες στην διαχείριση των κινδύνων, θα μπορεί η ΕΚΤ να υποχρεώνει τα ιδρύματα να αυξήσουν τα κεφάλαια και την ρευστότητά τους. Μπορεί να απαιτήσει ότι οι τράπεζες θα πρέπει να δημιουργήσουν περισσότερα αποθεματικά, να περιορίσουν μερικούς τομείς της επιχείρησης ή να τους πουλήσουν, εφόσον αυτοί οι εν λόγω τομείς συνδέονται για την ευρωστία του ιδρύματος με υπερβολικούς κινδύνους. Και ο κατάλογος των νομικά κατοχυρωμένων εποπτικών κανόνων προχωρεί ακόμη περισσότερο:

Η ΕΚΤ θα είναι σε θέση να περιορίζει τις μεταβλητές αποδοχές ως ποσοστό των καθαρών εσόδων, όταν η αποζημίωση δεν είναι συμβατή με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης. Ή μπορεί στο μέλλον να απαγορεύσει τις διανομές κερδών ή να ανακαλεί διευθυντές τομέων. Η οδηγία για τις Τράπεζες και η μελλοντική CRD IV και CRR δίνουν στην ΕΚΤ τη δυνατότητα να επιβάλει πρόστιμα σε ύψος εκατομμυρίων.
Έτσι βλέπουμε λοιπόν ότι μαζεύονται κάποια αιχμηρά δόντια.
Όμως δόντια θα μπορεί η ΕΚΤ να δείξει και σε τράπεζες που δεν θα εποπτεύει άμεσα.
Έτσι προβλέπεται η ΕΚΤ να ρυθμίζει, τον τρόπο με τον οποίο οι εθνικές εποπτικές αρχές θα πρέπει να εκπληρώνουν τις ευθύνες τους για τις υπόλοιπες τράπεζες. Θα μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητήσει πληροφορίες από αυτά τα ιδρύματα απευθείας ή να εκτελέσει έρευνες και ελέγχους επί τόπου. Η ΕΚΤ θα έχει ως και το δικαίωμα να πάρει την εποπτεία μεμονωμένων τραπεζών στα χέρια της, εάν αυτό <<είναι απαραίτητο να διασφαλίσει τη συνεπή εφαρμογή των υψηλών προτύπων της εποπτείας>> (άρθρο 5, παράγραφος 5β SSM-O).
Επομένως η ΕΚΤ, θα είναι εφοδιασμένη με εκείνες τις αρμοδιότητες ή τα δόντια που είχαν ήδη οι Εθνικές Εποπτείες κατά κανόνα. Η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Εποπτική Αρχή όμως θα μπορεί, αν έχει σχεδιαστεί σωστά, να επεμβαίνει πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά. Με βαθιές γνώσεις και ματιές σε σχεδόν πάνω από δύο δωδεκάδες οικονομικά κέντρα, θα μπορεί ο SSM να παρακολουθεί την ευρωπαϊκή τραπεζική αγορά από τη συνολική προοπτική, έτσι όπως δεν μπορούσε να κάνει καμία εποπτική αρχή στην Ευρώπη. Και ο SSM θα έχει μια καλύτερη θέση επέμβασης από κάθε εθνική εποπτεία, γιατί αυτές μπορούν να είναι επιρρεπής σε εθνικές σκοπιμότητες. Αυτό είναι επίσης ένα πλεονέκτημα που δεν πρέπει να υποτιμηθεί, δεδομένου ότι μια τέτοια "μεροληψία" μπορεί να μεταφέρει τα προβλήματα από τη μια χώρα στην άλλη, λόγω της ισχυρής διασύνδεσης του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Το κρίσιμο ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν η ΕΚΤ θα μπορεί να δαγκώσει, αλλά αν επιστρατεύσουν τη θέληση και τη δύναμη για κάτι τέτοιο. Πώς αποκτά δηλαδή η τίγρη δαγκωματιά;
Για να μπορεί επομένως η ΕΚΤ να χρησιμοποιήσει τα δόντια της με στόχο, χρειάζεται την εμπειρία και τη γνώση των εθνικών εποπτικών αρχών. Διότι για μια επιτυχημένη εποπτεία πάνω σε γερμανικές τράπεζες, για παράδειγμα, χρειαζόμαστε όχι μόνο τις αρμοδιότητες για δράση αλλά και τις γνώσεις για τους εθνικούς βιομηχανικούς τομείς, αγορές και τις δομές τους, για το εθνικό νομικό σύστημα, τις υποδομές και τελικά την εμπειρία από την σημερινή εθνική εποπτική αρχή για την κατάσταση και τους κινδύνους των εθνικών τραπεζικών ινστιτούτων. Και δεδομένου ότι είναι απλά αδύνατο στο επόμενο έτος να θέσουμε μια εντελώς καινούργια και λειτουργική εποπτική αρχή, θα πρέπει να την οικοδομήσουμε πάνω στις υφιστάμενες δομές.

Για να έχει ο SSM επιτυχία, η ΕΚΤ θα πρέπει να αναπτύξει από κοινού με τις εθνικές εποπτικές αρχές, ένα κοινό σχέδιο εποπτικής προσέγγισης. Στο σχέδιο της εποπτικής προσέγγισης δεν θα πρέπει να ορίζεται με σαφήνεια μόνο η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών και της ΕΚΤ. Θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να σχεδιαστεί έτσι ώστε τα οφέλη της διασυνοριακής παρακολούθησης να μπορούν να αξιοποιηθούν πλήρως, ενώ οι αδυναμίες του συγκεντρωτισμού όπως η «απόσταση» από τα ιδρύματα να είναι οι ελάχιστες.
Για να λειτουργήσει αυτό θα πρέπει να λειτουργήσει προπάντων σωστά.
Κοινές ομάδες ελέγχου, από το προσωπικό της ΕΚΤ και των εθνικών εποπτικών αρχών, αποτελεί το σημείο εστίασης για αυτό. Για να αποκτήσει ο SSM δαγκωνιά θα πρέπει επίσης η διαδικασία απόφασης να είναι ορθολογικά οργανωμένη.
Πάρα πολλοί φορείς ή μια περίπλοκη διαδικασία για αποφάσεις, μπορεί να επιβραδύνουν την προληπτική εποπτική δράση. Πιστεύω ότι, πέρα από αυτό, το όργανο που θα είναι υπεύθυνο για τις εποπτικές προληπτικές δράσεις και έχει την ευθύνη για το κύρος της αρχής, να μπορεί να διαμορφώνει αποφάσεις, και όπως είναι απαραίτητο στις εποπτικές αρχές σε περιόδους κρίσης, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
Πως θα πρέπει να είναι λοιπόν η δομή λήψης αποφάσεων μέσα στον SSM;

Το υψηλότερο όργανο λήψης αποφάσεων είναι, και παραμένει, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, όπως αυτό ορίζεται στο πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ. Ο σχεδιαζόμενος φορέας εποπτείας, το "εποπτικό συμβούλιο" (Supervisory Board), είναι υπεύθυνο για το σχεδιασμό και την εκτέλεση της τραπεζικής εποπτείας και υποβάλει στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ πλήρη σχέδια πρότυπα για αποφάσεις.
Θα υπάρχει μια επιτροπή διαιτησίας για την επίλυση τυχόν διαφωνιών μεταξύ των δύο οργανισμών.
Ανταποκρίνονται εδώ, σε αυτές τις απαιτήσεις, οι δομές που προβλέπει το σχέδιο του κανονισμού για τον SSM;

Η δύναμη επέμβασης του ευρωπαϊκού εποπτικού μηχανισμού δεν εξαρτάται μόνο από την εσωτερική οργάνωση, αλλά και από την σχέση με τα άλλα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.
Πάνω σε αυτό ας αναφερθούμε στην υφιστάμενη Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ).
Τα σημεία τομής μεταξύ της ΕΑΤ και του SSM για θέματα όπως πχ. η διαχείριση κρίσεων, η σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών ή στρες τεστ, πρέπει να ρυθμισθούν καθαρά και με σαφή τρόπο. Το ίδιο ισχύει και για τη σχέση του SSM με τις εθνικές μακρό-εποπτικές αρχές και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου.
Την κρίσιμη τομή τελικά θα αποτελεί η σχέση σε ένα ευρωπαϊκό μηχανισμό αναδιάρθρωσης και μηχανισμό διαδικασίας πτώχευσης-επίλυσης, σαν δεύτερος πυλώνας της τραπεζικής ένωσης αυτός ο μηχανισμός είναι απολύτως απαραίτητος. Μέχρι την ίδρυση του, την λειτουργία αυτή πρέπει να την αναλάβουν οι ανάλογες αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές.

Συμπέρασμα: Η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση έχει αιχμηρά δόντια. Για την τελική δύναμη στο δάγκωμα πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά, το επόμενο έτος θα δείξει ποια θα είναι η τελική δομή της εποπτείας. Σε αυτό η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας υποσχέθηκε ότι θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να εξασφαλίσει ότι, η τίγρης δεν θα γίνει γατούλα.
Τρία ερωτήματα για την τραπεζική ένωση

Η συμφωνία των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων τον Ιούλιο του περασμένου έτους, για την δημιουργία μιας τραπεζικής ένωσης στην Ευρωζώνη, ήταν πραγματικά ένα τεράστιο βήμα προς τη σταθεροποίηση και την ενίσχυση της ζώνης του ευρώ. Για να μην γίνει αυτό το γιγαντιαίο βήμα ένα ακόμα βηματάκι, εξαρτάται από το πως θα σχεδιαστεί η Τραπεζική Ένωση.
Τρία ερωτήματα είναι ουσιώδης για αυτόν τον σχεδιασμό: πώς, ποιος και πότε.

Κατά πρώτον στο ερώτημα του πώς της Τραπεζικής Ένωσης

Αν και φαίνεται να είναι το πιο δύσκολο ερώτημα γίνετε το ευκολότερο αν συγχρόνως πάμε στο λευκό χαρτί και ρωτήσουμε: `` Ποια θα ήταν η βέλτιστη διαμόρφωση ``
Αν αγνοήσουμε για μια στιγμή όλα τα εμπόδια και τις αβεβαιότητες σε αυτό το ξεκίνημα, τότε γίνετε σαφές ότι η βέλτιστη τραπεζική ένωση όταν ολοκληρωθεί θα πρέπει να αποτελείται από τρεις πυλώνες:
Πρώτον, μια κοινή εποπτική αρχή, δεύτερον ένα καθεστώς εκκαθάρισης τραπεζών και τρίτον η εξασφάλιση των επενδυτικών κεφαλαίων και καταθέσεων.
Η κοινή ευρωπαϊκή εποπτική αρχή θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε όλες τις τράπεζες, διότι νέοι κίνδυνοι του συστήματος δεν μπορεί να δημιουργηθούν μόνο στα μέρη που είναι κοινώς γνωστά.
Το ευρωπαϊκό καθεστώς αναδιάρθρωσης και εκκαθάρισης θα πρέπει να είναι εφοδιασμένο με ένα ταμείο, που θα τροφοδοτείται από ανάλογα διαβαθμισμένες εισφορές των τραπεζών μελών, σύμφωνα με τους κινδύνους που τολμά το μέλος.
Το μέγεθος του εν λόγω ταμείου δεν θα πρέπει να περιορισθεί από την αρχή στο ύψος, έτσι ώστε η ευθύνη του φορολογούμενου να παραμένει στο παρασκήνιο όσο το δυνατόν χαμηλότερα. Διαμορφωμένο κατά το παράδειγμα της ΗΠΑ Federal Deposit Insurance Corporation (FDIC), θα πρέπει το καθεστώς διακανονισμού και εκκαθάρισης να εφοδιαστεί με ένα υψηλό βαθμό ανεξαρτησίας και σαφή εντολή.
Η εντολή πρέπει να είναι: ``απόφαση ελάχιστου κόστους``.
Αναδιαρθρώσεις και εκκαθαρίσεις πρέπει να σχεδιάζονται έτσι, ώστε οι πόροι του ταμείου (και η εγγύηση του φορολογούμενου που υπάρχει στο βάθος) να επιβαρύνονται όσο το δυνατόν λιγότερο.
Γιατί είναι αυτό σημαντικό;
Γιατί διαφορετικά θα εξακολουθούν να υφίστανται τα κίνητρα για μικρή παρέμβαση και πολύ αργά. Τα κίνητρα αυτά συνίστανται αφενός σε επένδυση στην ``αρχή της ελπίδας`` και αφετέρου διότι κατά κανόνα υπάρχει συνήθως πολιτική αντίσταση ενάντια στην εκκαθάριση και την κατανομή των ζημιών.
Μόνο με μια σαφή και ελεγχόμενη εντολή θα είναι σε θέση μια ανεξάρτητη αρχή αναδιάρθρωσης, να επιβάλει την κατανομή του φορτίου μεταξύ των πιστωτών και παράλληλα να προστατέψει τις δραστηριότητες του συστήματος.

Όπως μας έδειξε εντυπωσιακά η υπόθεση της Κύπρου, δεν μπορεί η εξασφάλιση των καταθέσεων και η διαδικασία εκκαθάρισης να εξεταστούν ξεχωριστά, επειδή και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για το πώς και με ποια σειρά οι πιστωτές της τράπεζας θα κληθούν να αναλάβουν τις υποχρεώσεις τους. Η αμερικάνικη FDIC συνδυάζει τις δύο λειτουργίες, είναι συγχρόνως αρχή εγγύησης των καταθέσεων και αρχή εκκαθάρισης.
Στο τέλος απομένει να διευκρινιστεί, πώς θα είναι η κατανομή των βαρών, σε περίπτωση που όντως το Ταμείο έχει να αντιμετωπίσει απώλειες;
Πώς θα πρέπει να ρυθμιστεί η συμμετοχή των φορολογουμένων πέρα από τα σύνορα των κρατών;
Τα κλείδα κατανομής, απώλειας και κέρδους, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) δεν φαίνεται να είναι εδώ η κατάλληλη μέθοδος, δεδομένου ότι αυτή βασίζεται στο μέγεθος των χωρών. Πολύ πιο εύστοχο θα ήταν ένα κλειδί που θα περιέχει συγκεκριμένα τους σχετικούς κινδύνους των εμπλεκόμενων τραπεζών. Μετά από μια τέτοια αξιολόγηση των κινδύνων θα προσδιορίζονται τελικά και οι εισφορές των εν λόγω τραπεζών. Τα έσοδα από έναν πιθανό φόρο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών θα ήταν μόνο μια πολύ πρόχειρη προσέγγιση για αυτούς τους κινδύνους.

Στη συνέχεια ερχόμαστε στην Τραπεζική Ένωση – Ποιος;

Ποιος θα πρέπει να σηκώσει τον κεντρικό πυλώνα της τραπεζικής ένωσης;
Το καθεστώς εκκαθάρισης θα πρέπει να βρίσκεται έξω από το ΕΚΤ. Αυτό όμως όχι για να βρίσκεται πιο κοντά στην πολιτική - το αντίθετο μάλιστα. Όπως εξηγήθηκε παραπάνω, πρέπει να υπάρχει μια συγκεκριμένη εντολή και να είναι ανεξάρτητο από την πολιτική, για να είναι αποτελεσματικό. Επομένως εδώ είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί ένα νέο ανεξάρτητο ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο. Κατά τη μετάβαση του στη μακροπρόθεσμη λύση, θα μπορούσε να υπαχθεί προσωρινά στο ESM.
Η εποπτεία της τραπεζικής ένωσης – έτσι αποφασίστηκε – θα πάει στην ΕΚΤ. Αυτό το βλέπουν στη Γερμανία με ανησυχία, επειδή υπάρχει ο φόβος ότι θα χαθεί η ανεξαρτησία της ΕΚΤ ή ότι η εποπτεία θα υπόκειται σε πολύ λιγότερο δημοκρατικό έλεγχο.
Πρώτα όμως να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις αρχές της Βασιλείας η εποπτεία θα πρέπει να είναι ανεξάρτητη.

Παρά το γεγονός ότι η εποπτική αρχή έχει το έργο της παρακολούθησης των τραπεζών και να επεμβαίνει διορθωτικά στα ιδρύματα εκ των προτέρων, εάν όμως δεν ενεργεί ανεξάρτητα ζυγίζει συνεχώς μεταξύ, του στόχου της οικονομικής σταθερότητας και τα πολιτικά κριτήρια.
Και έτσι προκύπτουν συχνά τα μεγαλύτερα προβλήματα, επειδή δεν προσαρμόζονται αρκετά γρήγορα οι ισολογισμοί τους.
Ειδικά στη Γερμανία, όπου υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα στην πολιτική και στις δημόσιες τράπεζες, μια ανεξάρτητη εποπτεία είναι ακόμη πιο σημαντική.
Οι εμπειρίες στην ευρωζώνη δείχνουν ότι, οι εθνικές εποπτικές αρχές έχουν πιο συχνά αντιληφθεί τον ρόλο τους ως μια ασπίδα για τα εθνικά ιδρύματα τους, παρά ως εγγυητές της οικονομικής σταθερότητας.
Αυτός ήταν τελικά και ο λόγος για τον οποίο οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), δεν είχαν συμβάλει στη διαφάνεια και την ηρεμία (αλλά αντίθετα):
Οι αγορές και οι επόπτες μεταξύ τους, δεν εμπιστεύονται τις πληροφορίες που παρέχονται από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές. Υποψιάζονται παντού εξωραϊσμό και προστατευτική συμπεριφορά. Αυτός ο αντιπαραγωγικός προστατευτισμός μπορεί να διασπαστεί μόνο μέσα από μια ευρωπαϊκή εποπτεία.
Αλλά πρέπει αυτή να είναι μέσα στην ΕΚΤ;
Όχι, δεν είναι απολύτως απαραίτητο, αλλά τέλος πάντων, στην συντριπτική πλειοψηφία των χωρών η νομισματική αρχή είναι και η εποπτική αρχή (συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζών οι οποίες όμως έχουν και την ευθύνη για τη νομισματική πολιτική όπως η Τράπεζας της Αγγλίας). Από τα εμπειρικά στοιχεία πάντως είναι σαφές ότι δεν παρατηρήθηκε ανωτερότητα στο σύστημα του διαχωρισμού. Το γερμανικό σύστημα δεν μπορεί να διεκδικήσει κανένα πρότυπο για εφαρμογή, γιατί τα δημόσια κονδύλια και οι εγγυήσεις που έχουν χρησιμοποιηθεί στην πρόσφατη κρίση του τραπεζικού συστήματος ήταν πάρα πολύ υψηλές. Και στη Γερμανία η κυβέρνηση ήθελε στην τελευταία συμφωνία συνασπισμού να ενσωματώσει την εποπτεία στην εθνική κεντρική τράπεζα της Γερμανίας. Αυτό θα μπορούσε να την απαλλάξει τώρα από κάποιες δυσκολίες στην εκπροσώπηση της στην ευρωπαϊκή εποπτεία.

Παρεμπιπτόντως, η Συμβουλευτική Επιτροπή Εμπειρογνώμων (Επιτροπή ``Σοφών`` της Γερμανικής Κυβέρνησης), είχε αγωνιστεί για πολλά χρόνια για αυτή τη λύση.
Το πρόβλημα από πιθανές διαφωνίες στους στόχους μεταξύ της νομισματικής πολιτικής και της εποπτείας των τραπεζών, δεν επιλύεται αυτόματα με μια εξωτερική λύση. Αν δύο διαφορετικές αρχές εφοδιαστούν με εν μέρει αντίθετες εντολές, τότε η σύγκρουση είναι προγραμματισμένη και αυτό μπορεί να είναι αντιπαραγωγικό ειδικά σε καιρούς μιας κρίσης.

Και τέλος για την Τραπεζική Ένωση στο – Πότε;

Αυτό είναι σαφώς η πιο δύσκολη ερώτηση, γιατί στη σημερινή κρίση πρόκειται, για το πως θα διαχειριστούμε τα μολυσμένα κατάλοιπα στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Να έρθει η πλήρης τραπεζική ένωση σε 20 χρόνια, όταν όλα τα οικονομικά βάρη θα έχουν με κάποιο τρόπο εξαφανιστεί;
Ή την χρειαζόμαστε ακριβώς τώρα;
Το πρόβλημα τίθεται με ιδιαίτερη σφοδρότητα σε χώρες στις οποίες τα βάρη από τους τραπεζικούς ισολογισμούς ξεπερνούν τις δυνάμεις αυτών των χωρών. Αυτή ήταν η περίπτωση στην Ιρλανδία, όπου η πλήρης εγγύηση (αν και όχι και τόσο εκούσια) για τους πιστωτές των τραπεζών της, την έφερε στην κατάσταση της υπερχρέωσης. Μια υπερχρέωση θα ήταν αναπόφευκτη και στην Κύπρο, αν θα είχε εγγυηθεί για τους πιστωτές των τραπεζών της συλλογικά.
Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε όταν τα βάρη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι τόσο μεγάλα ώστε να φέρνουν ολόκληρη τη χώρα στο χείλος της χρεοκοπίας;
Μια δελεαστική εναλλακτική λύση είναι, να μην αποκαλυφθούν τα προβλήματα - και πολλοί υποθέτουν ότι αυτή ήταν η εναλλακτική λύση που επιλέχθηκε μέχρι τώρα. Όπως προαναφέρθηκε, υπάρχει πάντοτε ο πειρασμός να γίνουν ελλιπείς αποκαλύψεις για τα πραγματικά οικονομικά βάρη. Αυτός ο πειρασμός όμως είναι ιδιαίτερα μεγάλος, όταν δεν υπάρχουν τα κατάλληλα εργαλεία αντιμετώπισης, εάν οι αποκαλύψεις έθεταν το σύστημα σε πλήρη αδυναμία.
Ο κίνδυνος ότι η αναβλητικότητα παρατείνει τον χρόνο του μαρτυρίου δεν είναι μικρός: Παράδειγμα η Ιαπωνία.
Επομένως, η ευρωπαϊκή εποπτική αρχή και το καθεστώς αναδιάρθρωσης, θα πρέπει να διαδραματίσουν ένα σημαντικό ρόλο στον πλήρη εντοπισμό και τη διαχείριση των παλιών οικονομικών βαρών.
Η αρχή αναδιάρθρωσης θα πρέπει να στηθεί γρήγορα στα πόδια της.
Θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις «κακές τράπεζες» και όπου χρειάζεται να εφαρμόσει το "bail-in" (όπου τόσο οι εγγυημένες καταθέσεις καθώς και άλλες σχετιζόμενες με τη σταθερότητα στο σύστημα θα πρέπει να προστατευθούν). Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανακεφαλαιοποίηση και τον έλεγχο των "καλών τραπεζών". Ο στόχος πρέπει να είναι:
Να καθαριστούν αξιόπιστα οι ισολογισμοί και έτσι να τεθούν τα θεμέλια για ένα σταθερό σύστημα.
Οι τραπεζικοί ισολογισμοί θα πρέπει να διαχωριστούν σε ένα μεγάλο βαθμό από τους ισολογισμούς των κρατών. Για το πρόβλημα του χρέους των χωρών δεν θα πρέπει να ασχολείται η ΕΚΤ, αλλά εδώ είναι απαραίτητη μια δημοσιονομική λύση.
Η καλύτερη μου φαίνεται, τώρα όπως και πριν, να είναι η Συμφωνία Εξαγοράς Χρέους του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων της Γερμανίας (λέγεται και Συμβούλιο Σοφών).

Η αρχιτεκτονική της δημοσιονομικής ένωσης στην Ευρώπη

Η δύναμη του Ομοσπονδιακού Προέδρου της Γερμανίας είναι η δύναμη των λέξεων. Ως εκ τούτου δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι Πρόεδροι μένουν συχνά στη μνήμη μας για τις γλαφυρές ομιλίες τους. 
Στην περίπτωση του Horst Köhler, είναι μια συνέντευξη από τον Μάιο του 2008, στην οποία είπε ότι:
``οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν μεταβληθεί σε ένα τέρας το οποίο πρέπει να περιοριστεί στα όριά του``.
Το γεγονός ότι με τον Köhler μίλησε ένας πρώην επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και ένας πρώην Υφυπουργός Οικονομικών, αποκτά η περιγραφή για ένα τέρας μια ιδιαίτερη βαρύτητα.
Αυτή η δήλωση του Κιόλερ χαρακτηρίζει τη συζήτηση για την κρίση και το ρόλο των χρηματοπιστωτικών αγορών μέχρι σήμερα.
Η εμπειρία μετά από την ομιλία του Κιόλερ δείχνει ότι:
Το τέρας είναι επιλεκτικό ως προς τα θύματά του.
Η Γερμανία και η Φινλανδία, για παράδειγμα, οι οποίες πείθουν προς το παρόν με αρκετά υγιή δημοσιονομικά στοιχεία, δεν πρέπει να φοβούνται επιθέσεις. Κράτη μέλη της νομισματικής ένωσης όμως, εκείνα με υψηλά ελλείμματα, που συχνά αγωνίζονται επίσης και με υψηλά επίπεδα χρέους και χαμηλής ανταγωνιστικότητας, έχουν κατ 'επανάληψη δεχθεί "επιθέσεις" από το ξέσπασμα της κρίσης του χρέους της ζώνης του ευρώ, τον Μάιο του 2010.

Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο είχε σχεδιαστεί πολύ πριν από το ξέσπασμα της τρέχουσας κρίσης και έχει εν τω μεταξύ μεταρρυθμιστεί, παρέχει επίσης απαντήσεις και για τις σημερινές προκλήσεις.
Η βασική απαίτηση είναι ότι όλα τα κράτη μέλη πρέπει να καταβάλουν προσπάθειες για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς ή ακόμη και για πλεονάσματα μεσοπρόθεσμα. Προσωρινά επιτρέπονται τα μικρά ελλείμματα, αλλά αυτά δεν πρέπει να υπερβαίνουν το όριο του 3% της οικονομικής παραγωγής.
Η λογική πίσω από αυτό είναι ότι:
Οι χώρες σε περιόδους οικονομικής επιβράδυνσης ή σε κατάσταση κρίσης, μόνο τότε μπορούν να οδηγήσουν με ασφάλεια σε αύξηση των δαπανών της χώρας τους, όταν η αρχική τους θέση είναι δημοσιονομικά υγιής.

Στο ύψος του χρέους θέτει το σύμφωνο του χρέους ένα ανώτατο όριο του 60 % της οικονομικής παραγωγής. Φυσικά για αυτά τα όρια-στόχους, ιδιαίτερα στο έλλειμμα, δεν υπάρχει καμιά αυστηρή επιστημονική αιτιολόγηση. Ωστόσο, η εμπειρία δείχνει ότι οι περισσότερες κυβερνήσεις δεν έχουν άλλη επιλογή για μια ραγδαία μείωση του ελλείμματος κάτω από το οξύ στρες της αγοράς από το να περικόψουν, στις κατά τα άλλα οικονομικά σωστές και αναπτυξιακές επενδύσεις, στην εκπαίδευση, την έρευνα και τις υποδομές. Για το ύψος του χρέους, υπάρχουν επίσης εμπειρικές μελέτες που δικαιολογούν το νόημα ενός ορίου, όπως στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Η πορεία της κρίσης στη νομισματική ένωση και οι εξελίξεις στις επιμέρους χώρες της ευρωζώνης παρουσιάζουν επίσης το βαθύτερο νόημα των κανόνων του Συμφώνου. Μετά το ξέσπασμα της κρίσης στην Ευρώπη, πολλές χώρες αύξησαν τις κρατικές δαπάνες τους επειδή στήριξαν τις τράπεζες τους ή επειδή ήθελαν να αμβλύνουν την ύφεση ή και για τους δύο λόγους, όπως πχ. στη Γερμανία.

Η Γερμανία ήταν σε θέση να σηκώσει αυτό το βάρος, διότι από πριν είχε γίνει μια πραγματική προσπάθεια για τη δημοσιονομική εξυγίανση και επειδή η γερμανική οικονομία είχε ανακάμψει χάρη στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της πριν από δέκα χρόνια και έγινε πολύ πιο ανταγωνιστική.
Οι δαπάνες για τη στήριξη της οικονομίας και τις βοήθειες για τον χρηματοπιστωτικό τομέα ήταν σε αυτή τη χώρα εντυπωσιακές:
Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας, η Γερμανία διάθεσε με τα δύο αναπτυξιακά προγράμματα το 2008 και το 2009, 3,0 έως 3,6 % της οικονομικής παραγωγής της (ΑΕΠ). Σε αυτό τότε προστέθηκε και η στήριξη του γερμανικού χρηματοπιστωτικού τομέα με έναν όγκο του 20 %.
Παρά τις δαπάνες αυτές, οι χρηματοπιστωτικές αγορές δεν αμφέβαλαν σε καμιά στιγμή για την γερμανική πιστοληπτική ικανότητα.

Το τέρας άφησε τη Γερμανία στην ησυχία της.
Χώρες του Ευρώ με μια χειρότερη θέση εκκίνησης είχαν δυστυχώς πικρές εμπειρίες. Η Ελλάδα είναι ασφαλώς μια μοναδική περίπτωση στην έκταση των οικονομικών προβλημάτων και της αδυναμίας της πολιτικής και της διοίκησης. Ωστόσο, η εξέλιξη στην Ελλάδα κλόνισε δραματικά την εμπιστοσύνη των αγορών και σε άλλες ευάλωτες χώρες μέλη - την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιταλία.
Το τέρας μύρισε αίμα και ήθελε περισσότερο.
Η νομισματική ένωση υποχρεώθηκε να κάνει εμπειρίες με τις οποίες δεν λογάριαζαν οι ιδρυτές του ευρώ. Ορισμένες χώρες ήρθαν σε μια θέση στην οποία χρηματοπιστωτικές αγορές τις δάνειζαν μόνο με υπέρογκα επιτόκια και στο τέλος ούτε καν και με αυτά. Κάτω από αυτήν την κατάσταση αποφάσισαν οι χώρες του ευρώ να δημιουργήσουν κατ` αρχήν το προσωρινό Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και στη συνέχεια τη δημιουργία του μόνιμου ευρωπαϊκού μηχανισμού σταθερότητας, το ΕΜΣ.

Σκοπός των ταμείων διάσωσης είναι να χορηγούνται προσωρινά, με αυστηρές προϋποθέσεις όπως τη δημοσιονομική εξυγίανση και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δάνεια, δηλαδή δάνεια που οι χρηματοπιστωτικές αγορές αυτήν την χρονική στιγμή αρνούνται.
Το μοντέλο αυτό προβλέπεται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κατά τις τελευταίες δεκαετίες σε δεκάδες χώρες.
Μέσω του δανείου οι χώρες της κρίσης αγοράζουν τον χρόνο που χρειάζονται, που πρέπει να τον χρησιμοποιούν ώστε να αναδιαρθρώσουν και προσαρμόσουν τις οικονομίες τους από την βάση τους.

Ο στόχος είναι αυτές οι χώρες να μπορούν να σταθούν ξανά στα πόδια τους, ανακτώντας εκ νέου την χαμένη ανταγωνιστικότητά τους, μέσα σε μια προσωρινή μεταβατική περίοδο και έτσι να ανακτήσουν ξανά την εμπιστοσύνη των αγορών και την πιστοληπτική τους ικανότητα.
Το τέρας πρέπει να του αφαιρεθεί ο λόγος για τις επιθέσεις.
Σχετικά στοιχεία δείχνουν ότι η στρατηγική λειτουργεί και υποχρεώνει το τέρας να υποχωρήσει. 

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία υπάρχουν εντυπωσιακές εξελίξεις στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας. Και στις τέσσερις χώρες του προγράμματος ESM υποχωρεί το κόστος εργασίας ανά μονάδα εμπορεύματος. Ταυτόχρονα όλες οι ευάλωτες χώρες μειώνουν τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών τους και σε ορισμένες περιπτώσεις καταγράφονται τα πρώτα πλεονάσματα. Όλα αυτά αποτελούν σαφείς ενδείξεις ότι οι χώρες αυτές κάνουν βαθιές αλλαγές στις οικονομίες τους, έτσι ώστε να γίνουν και πάλι ανταγωνιστικές.
Εξίσου εντυπωσιακή είναι και η πρόοδος στη δημοσιονομική πολιτική. Η μείωση του ελλείμματος προχωρεί ικανοποιητικά, ακόμη και αν τα αποτελέσματα μέσα στην ύφεση δεν επιτυγχάνονται τόσο σύντομα όσο αρχικά ελπίζονταν. Εάν πάρουμε τα 17 κράτη του ευρώ στο σύνολό τους διαπιστώνουμε ότι η νομισματική ένωση βρίσκετε σε πολύ καλύτερη θέση ως προς την εξέλιξη στο έλλειμμα από ότι οι άλλοι μεγάλοι βιομηχανικοί νομισματικοί χώροι - οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία βρίσκονται στο δρόμο για να νικήσουν το τέρας και να ανακτήσουν την πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Το γεγονός ότι η Ιρλανδία στις αρχές Μαρτίου με την επιτυχή έκδοση κρατικών ομολόγων δεκαετούς διάρκειας πέρασε το άτυπο τεστ για την πρόσβαση στην αγορά, είναι μια καταπληκτική επιτυχία. Ειλικρινά, μερικές φορές δεν καταλαβαίνω ότι αυτή η πρόοδος της στρατηγικής για την καταπολέμηση της κρίσης δεν γίνετε συχνά αντιληπτή, κυρίως στη Γερμανία, και κάνει πολλούς σχολιαστές να μιλούν έτσι σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Με τη δημιουργία του EFSF και ESM έκλεισε ένα σημαντικό κενό στο θεσμικό σχεδιασμό της νομισματικής ένωσης. Αυτά τα εργαλεία διάσωσης διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο στο να διαλυθούν και οι υπόλοιπες αμφιβολίες για την ύπαρξη της ζώνης του ευρώ. Επίσης σημαντικό, φυσικά, ήταν και η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με το OMT (Outright Monetary Transaction) να δημιουργήσουν ένα μέσο που έπεισε τις αγορές για την αποφασιστικότητα της νομισματικής ένωσης για την αυτό επικράτησή της. Εδώ ας τονίσουμε ότι μια χώρα μπορεί να ελπίζει στο OMT μόνο αν έχει πρόσβαση στην αγορά και δέχεται ένα πρόγραμμα του ESM, με τις συνοδευόμενες σχετικές απαιτήσεις για μεταρρυθμίσεις.

Αυτά τα κρίσιμα βήματα, όπως η δημιουργία του ΕΜΣ, συνοδεύονται από προσπάθειες σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο οι οποίες μέχρι πρόσφατα φαινόταν αδιανόητες. Έτσι αποφασίστηκε από τα κράτη της ευρωζώνης, μετά την έναρξη της κρίσης, μια πολύ πιο στενή και πιο δεσμευτική διαβούλευση για την δημοσιονομική και οικονομική πολιτική. 
Η διαδικασία αυτή φέρνει την Ευρώπη, στο δρόμο για την δημοσιονομική ένωση, ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Στοιχεία των οποίων είναι η ενίσχυση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. 
Αυτό περιλαμβάνει τους νέους κανόνες διαβούλευσης μεταξύ των υπουργών Οικονομικών από τις χώρες του ευρώ, που καθιστούν σχεδόν αδύνατο να οργανωθούν πλειοψηφίες ενάντια σε συστάσεις για την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς τα κράτη μέλη.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι το δημοσιονομικό σύμφωνο.
Σύμφωνα με τις προδιαγραφές του, το διαρθρωτικό έλλειμμα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 0,5 % των ονομαστικών οικονομικών επιδόσεων. Επιπλέον, όλα τα κράτη μέλη που υπέγραψαν το σύμφωνο, πρέπει να συμμορφώνονται με τις προδιαγραφές του δημοσιονομικού συμφώνου και να κατοχυρώνουν στην εθνική τους νομοθεσία έναν κανόνα που θα τους υποχρεώνει σε έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Επιπλέον υπάρχει ένα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και διόρθωσης, για την αποφυγή οικονομικών ανισορροπιών στη ζώνη του ευρώ και το λεγόμενο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, το οποίο ενσωματώνει τις εθνικές οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές σε ένα συστηματικό ευρωπαϊκό μηχανισμό συντονισμού.

Με τον ΕΜΣ, τις δυνατότητες της ΕΚΤ και των ευρωπαϊκών μηχανισμών συντονισμού, η ζώνη του ευρώ δεν μεταβάλλεται σε ένα κράτος. Αλλά προφανώς μεταβάλλονται οι 17 χώρες σε μια πρωτοφανή σφιχτά συνδεδεμένη Ένωση, πιο κοντά από ότι ίσως συνειδητοποιούν πολλοί άνθρωποι.

Προϋπόθεση για την καλή λειτουργία αυτής της ενισχυμένης νομισματικής ένωσης είναι ότι, όλες οι χώρες της ευρωζώνης πρέπει να τηρούν αυτούς τους ενισχυμένους κανόνες που έχουν δώσει οι ίδιες τους, σαν δίδαγμα από την ίδια την κρίση. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη Γερμανία και τη Γαλλία, οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες, που πρέπει να έχουν μια υποδειγματική λειτουργία για τα άλλα μέλη της νομισματικής ένωσης και από αυτές εξαρτάται καθοριστικά η όποια εξέλιξή της ζώνης του ευρώ.
Τα μέσα με τα οποία η νομισματική ένωση μπορεί να δαμάσει το τέρας, είναι πλέον τώρα διαθέσιμα. Αν η επιχείρηση να δαμάσουμε το τέρας θα επιτευχθεί με βιώσιμο τρόπο είναι τελικά ένα ζήτημα της πολιτικής βούλησης των ίδιων των χωρών του ευρώ.

Στο τέλος αυτής της έκθεσης απόψεων δεν θα μιλήσουμε για τους συγκεκριμένους θεσμούς της νομισματικής ένωσης, αλλά θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το θεμελιώδη ερώτημα:
Τι δημοσιονομική ένωση χρειάζεται μια νομισματική ένωση;
Ή: Χρειάζεται μήπως μια δημοσιονομική ένωση;

Αν παρακολουθήσουμε την πολιτική συζήτηση για το θέμα αυτό, τότε ακούγεται σχεδόν σαν να είναι ξεκάθαρη η απάντηση. Η μία φράση που επαναλαμβάνεται σαν μάντρα, είναι η εξής:
Μια νομισματική ένωση χρειάζεται μια πολιτική ένωση.

Αυτό δίνει την εντύπωση ότι υπάρχει στην πραγματικότητα μόνο ένα μοντέλο για μια δημοσιονομική ένωση. Αυτό θυμίζει σε έναν αφορισμό του Βρετανού φιλόσοφου Bertrand Russell:
``Εφόσον συμφωνούν όλοι οι ειδικοί τότε πρέπει να είμαστε προσεκτικοί``.

Υπάρχουν διαφορετικά μοντέλα για μια δημοσιονομική ένωση. Κάθε ένα από αυτά τα μοντέλα δεν είναι απαραίτητα σωστό ή λάθος.
Ωστόσο είναι σημαντικό το νομισματικό πλαίσιο (δηλαδή το ερώτημα είναι: Ποιος είναι υπεύθυνος για τη νομισματική πολιτική;), οι χρηματοπιστωτικές αγορές και οι δημοσιονομικές αρμοδιότητες να είναι συντονισμένες με τρόπο εποικοδομητικό μεταξύ τους.
Εδώ δεν πρέπει να υπάρχουν αντιφάσεις.
Θα παρουσιάσουμε εδώ δύο επιλογές σχεδιασμού για μια δημοσιονομική ένωση, οι οποίες είναι ιδανικά τυπικές αλλά και διαμετρικά αντίθετες, που όμως και οι δυο είναι πραγματοποιήσιμες.
Και οι δύο έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, καμία δεν λειτουργεί τέλεια. Αλλά η διάκριση μεταξύ αυτών των δύο τυπικά ιδανικών μοντέλων βοηθά να κατανοήσουμε την κατεύθυνση στην οποία κινείται η Ευρώπη και εάν υπάρχουν τρόποι συμβιβασμού μεταξύ αυτών των δύο μοντέλων.

Πρώτα απ 'όλα, δεν νομίζω ότι μπορούμε να μιλάμε για μια δημοσιονομική ένωση, χωρίς να δούμε την αλληλεξάρτηση με τις χρηματοπιστωτικές αγορές και την νομισματική πολιτική. Αυτό γίνετε σαφές αν θυμηθεί κανείς το χρόνο πριν την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση, πριν την Ευρωζώνη :

Κάθε χώρα είχε τη δική του κεντρική τράπεζα. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές ήταν έτσι, ώστε οι τράπεζες δεν έπρεπε να κρατούν αποθέματα για κρατικά ομόλογα, διότι τα κρατικά ομόλογα θεωρούνταν ασφαλή.
Αυτή η πρακτική είχε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της, αλλά είχε μια ορισμένη εσωτερική λογική.
Διότι με αυτήν την πρακτική το κράτος είχε πρόσβαση στη δική του κεντρική τράπεζα. Αυτό σήμαινε δηλαδή ότι, όταν το δημόσιο χρέος ήταν πολύ υψηλό αυτό δεν εκφράζονταν με μια πτώχευση, αλλά με ένα πληθωριστικό νόμισμα. Αυτό με τη σειρά του σήμαινε ότι η ονομαστική αξία των ομολόγων ήταν σταθερή. Έτσι λοιπόν το κράτος τότε, όσο καιρό ήταν χρεωμένο στο δικό του νόμισμα, απέφευγε να κηρύξει στάση πληρωμών.
Οικονομικές κρίσεις κρατών εκφράζονταν σε υπερπληθωρισμό, αλλά όχι σε αφερεγγυότητα. Ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες χώρες δεν υπήρξε, ευτυχώς, υπερπληθωρισμός, αλλά υπήρχε σε ορισμένες χώρες κάπως μεγαλύτερος πληθωρισμός και υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, και σε άλλες λιγότερο. Αλλά σε γενικές γραμμές, αυτή η ρύθμιση είναι αρκετά σταθερή.

Διακρίνουμε αμέσως ότι με αυτήν την ρύθμιση μπορεί να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών αρκετά καλά:
Δηλαδή η πρόσβαση σε χρηματοδότηση από την εθνική κεντρική τράπεζα.
Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο.

Εν τω μεταξύ ζούμε με τη ζώνη του ευρώ, δηλαδή οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν χάσει την πρόσβαση σε χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα. Και αυτό έχει την λογική του.
Έχει γραφτεί στο κοινό Σύνταγμα:
Κανένα κράτος δεν μπορεί να δανειστεί χρήματα από την κοινή κεντρική τράπεζα. Διότι αν αυτό δεν ήταν έτσι, κάθε κράτος θα μπορούσε να δανειστεί σε βάρος άλλων κρατών, να χρεωθεί, να καταναλώσει και στο τέλος να καταστρέψει το κοινό νόμισμα.

Κάτι όμως ξεχάσαμε: Αν εφαρμοζόταν πιστά ο κανόνας no bail-out, αυτό θα είχε ως συνέπεια ότι η ονομαστική αξία των κρατικών ομολόγων δεν θα ήταν πλέον ασφαλής. Εάν ένα κράτος πλέον έρθει σε δυσκολίες απλά δεν μπορεί πλέον να πάει στην εθνική κεντρική τράπεζα του και να πει: τυπώστε χρήμα.
Το σημείο αυτό, ότι η ονομαστική αξία των κρατικών ομολόγων δεν θα ήταν πλέον ασφαλής, θα έπρεπε να είχε εξεταστεί κατά τη δημιουργία της νομισματικής ένωσης. Η πραγματική αξία των κρατικών ομολόγων δεν ήταν ποτέ ασφαλής. Αλλά αυτό δεν είναι πρόβλημα για τις τράπεζες, όταν οι δικές τους υποχρεώσεις ορίζονται και αυτές ονομαστικά.

Υπήρχε λοιπόν στην δημιουργία της νομισματικής ένωσης μια ``ξεχασμένη μεταρρύθμιση``:
η μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Απλά ξέχασαν να σκεφτούν: Πώς λειτουργούσε η παλιά ρύθμιση πραγματικά; Γιατί ήταν σταθερή;
Διαφορετικά θα έπρεπε να διακρίνουν ότι εδώ υπάρχει ένα κενό ότι, τα κρατικά ομόλογα στη νομισματική ένωση απλά δεν θα μπορούσαν να είναι τόσο ασφαλή όσο ήταν σε έναν κόσμο με τα εθνικά νομίσματα. Οι τράπεζες δεν θα έπρεπε να εξακολουθούν να είναι με σχετικά χαμηλές επιδόσεις κεφαλαιοποίησης και κυρίως δεν θα έπρεπε να επιτρέπετε να κατέχουν τόσα κρατικά ομόλογα.
Κατά την περίοδο πριν από τη ζώνη του ευρώ αυτό ήταν δυνατό. Αλλά όχι στη ζώνη του ευρώ.
Δεδομένου ότι η μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν είχε πραγματοποιηθεί, η νέα ρύθμιση δεν ήταν δυνατόν να λειτουργήσει. 

Παρεμπιπτόντως, αυτό είναι κάτι που οι οικονομολόγοι το προέβλεψαν και το έχουν περιγράψει ευρέως. Ωστόσο η πολιτική, για μια σειρά από λόγους, δεν ήθελε να ακούσει τίποτε από αυτά και έκανε το λάθος να σκοντάψει στην νομισματική ένωση, χωρίς να έχει λάβει από πριν τα κατάλληλα μέτρα.

Τώρα λοιπόν θα πρέπει να διορθωθεί αυτό το λάθος. Για αυτό υπάρχουν δύο επιλογές.
Η πρώτη επιλογή είναι να προσπαθήσουμε να γυρίσουμε πίσω τον χρόνο και να επιστρέψουμε στον κόσμο πριν από την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση.
Δηλαδή, αφήνουμε τον χρηματοπιστωτικό τομέα όπως είναι: ασθενώς κεφαλαιοποιημένο. Δεν ζητάμε την κεφαλαιοποίηση των κρατικών ομολόγων στις τράπεζες.
Προτείνει η πολιτική αυτόν τον τρόπο, τότε θα πρέπει να επιτρέψει τις εθνικές κυβερνήσεις την πρόσβαση στην χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα, όταν έρχεται η κρίσιμη στιγμή. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε χώρα, στη νομισματική ένωση, θα μπορεί να αποφασίσει πόσο χρέος θα κάνει στην κεντρική τράπεζα.
Τότε γίνετε αναγκαίο ένα κεντρικό όργανο έλεγχου της δημοσιονομικής πολιτικής , δηλαδή χρειάζεται μια ευρωπαϊκή κεντρική κυβέρνηση.

Αυτό είναι το πρώτο μοντέλο μιας δημοσιονομικής ένωσης. Μπορεί να αρέσει ή όχι. Αλλά πρόκειται για μια ρύθμιση που μπορεί επί της αρχής να λειτουργήσει.

Στον χρηματοπιστωτικό τομέα δεν χρειάζεται να αλλάξουν πολλά, αλλά ασφαλώς στην κατανομή της λήψης των αποφάσεων για την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική. Απαραίτητο είναι ένα είδος κεντρικού ευρωπαϊκού κράτους, με εκτεταμένες εξουσίες. Είναι σαφές ότι πχ. το γερμανικό Κοινοβούλιο θα ήθελε να συνεχίσει να ψηφίζει για ορισμένα θέματα, όπως το πόσο υψηλοί είναι οι φόροι στη Γερμανία ή πόσο μεγάλος είναι ο κρατικός προϋπολογισμός. Σε αυτό το μοντέλο όμως, αυτό είναι το πολύ σε περιορισμένη κλίμακα δυνατό. Φυσικά θα μπορούσε να δοθεί στο γερμανικό κοινοβούλιο, εφόσον το χρέος δεν είναι πολύ υψηλό, ένα ορισμένο σχετικό περιθώριο εκτιμήσεως. Αλλά αν υπάρχουν δύσκολες στιγμές και υπέρβαση των ορίων του χρέους, το δικαίωμα να αποφασίζει για το ύψος του χρέους της κάθε χώρας θα είναι στις Βρυξέλλες. Σε αυτό θα πρέπει να είμαστε σαφείς.
Αυτό δημιουργεί πολλά ερωτήματα, κυρίως στο ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης των αποφάσεων στις Βρυξέλλες. Συνολικά όμως μια τέτοια κεντρική δημοσιονομική ένωση είναι μία ρύθμιση που μπορεί να λειτουργήσει.

Η εναλλακτική λύση στην κεντρική δημοσιονομική ένωση θα μπορούσε να είναι μια λύση στην οποία η εθνική κυριαρχία στη δημοσιονομική πολιτική παραμένει κατ 'αρχήν και την ευθύνη για την υπερχρέωση μιας χώρας την έχουν οι πιστωτές. Δεν θα υπάρχει πρόσβαση των κρατών σε δάνεια της κεντρικής τράπεζας.
Αυτό λειτουργεί μόνο εάν η ``ξεχασμένη μεταρρύθμιση`` του χρηματοπιστωτικού τομέα πραγματοποιηθεί.
Υπερχρεωμένες χώρες δεν θα εξυπηρετούσαν πλέον το χρέος τους, αλλά αυτό δεν θα είναι δράμα: πτωχεύσεις συμβαίνουν κάθε μέρα στον επιχειρηματικό κόσμο. Αλλά, για να μπορούμε να επιτρέψουμε χρεοκοπίες κρατών χρειαζόμαστε, μεταξύ άλλων, ένα χρηματοπιστωτικό τομέα που να μπορεί να το αντέξει.
Για να διευκρινίσουμε:
Μια χρεοκοπία του κράτους δεν σημαίνει ότι η κρατική ιδιοκτησία θα κατασχεθεί. Η χρεωκοπία σημαίνει πχ. ότι, για ένα κρατικό ομόλογο το οποίο είχε μια αξία των 100 ευρώ διαγράφετε ένα μηδενικό και η αξία του μειώνεται σε δέκα ευρώ. Αυτό είναι ένα κούρεμα. 
Έτσι, αν ένα κράτος πηγαίνει σε πτώχευση, αυτοί που κατέχουν τα ομόλογα θα πρέπει να είναι όργανα-ινστιτούτα που να μπορούν να αντέξουν τις απώλειες. Αυτά είναι, για παράδειγμα, τα συνταξιοδοτικά ταμεία, δηλαδή μετοχικό κεφάλαιο που χρηματοδοτούνται από ιδρύματα, θεσμικούς επενδυτές, αλλά όχι τράπεζες. 
Το μειονέκτημα αυτής της δεύτερης προσέγγισης είναι ότι σήμερα κυριαρχεί η ιδέα ότι, ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα μπορούσε να αντέξει την πτώχευση ενός κράτους φαίνεται ουτοπική. Αλλά δεν είναι ουτοπική.

Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί οι τράπεζες θα πρέπει να κατέχουν κρατικά ομόλογα σε μεγάλη κλίμακα. Εάν μια τράπεζα μπορεί να δανειστεί με εγγύηση του κράτους μερικά δις ευρώ, για παράδειγμα με 3,0 τοις εκατό και τα επενδύσει αυτά με 3,2 τοις εκατό σε κρατικά ομόλογα, τότε καταλαβαίνω ότι με αυτό βγάζει χρήματα. Για αυτό δεν χρειάζεται να είσαι μεγάλος οικονομικός εμπειρογνώμονας.
Αλλά αυτό δεν είναι μια δραστηριότητα επιχείρησης η οποία είναι προς το γενικό οικονομικό συμφέρον. Αυτό είναι αισχροκέρδεια με κρατικές εγγυήσεις, αλλά όχι αυτό που θα έπρεπε να κάνουν οι τράπεζες.
Θα γίνει κάποτε ο χρηματοπιστωτικός τομέας τόσο σταθερός ώστε να αντέξει την πτώχευση μιας χώρας του μεγέθους της Ιταλίας;
Τουλάχιστον την πτώχευση μικρότερων κρατών μπορεί κατά τη γνώμη μου να αντέξει αρκετά καλά εάν προσαρμοστούν οι κανονισμοί ανάλογα.

Συνολικά είναι σημαντικό, κατά την εξέταση μιας δημοσιονομικής ένωσης, να σκεφτούμε ότι δεν υπάρχει μόνο ένα μοντέλο. Η πολιτική μπορεί να διαλέξει διαφορετικούς τρόπους. Εξαρτάται από το τι θέλουμε. Οποιαδήποτε από αυτές τις μεθόδους έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Σε ποια κατεύθυνση βρισκόμαστε σήμερα, δεν είναι σαφές. Έχω την εντύπωση ότι πολλοί άνθρωποι στη Γερμανία πιστεύουν ότι προχωρούμε στην κατεύθυνση μιας κεντρικής δημοσιονομικής ένωσης. Έπειτα υπάρχουν για παράδειγμα στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητα (ESM), αν και κάπως αναγκαστικά, οι κανονισμοί σχετικά με την αναδιάρθρωση των κρατών. Ή υπάρχουν τώρα όλο και πιο πολύ, ακόμη και σε τράπεζες, συμμετοχή των πιστωτών κάτι που αντιστοιχεί περισσότερο στο αποκεντρωμένο μοντέλο.

Στα υφιστάμενα θεσμικά όργανα υπάρχουν ήδη στοιχεία και των δύο κόσμων. Δεν είναι λάθος, οι δύο τρόποι που παρουσιάστηκαν να συνδυαστούν.
Αλλά θα πρέπει να αναρωτηθούμε: Αν βρεθούμε προ δυσμενών αποφάσεων, σε ποιους βρίσκονται οι ευθύνες;
Και: Είναι το σύστημα συνολικά σταθερό;

Αυτό που δεν πρέπει να συμβεί είναι μια κοινή ευθύνη ή την πρόσβαση των κρατών μελών σε δάνεια από την ΕΚΤ, χωρίς τον αντίστοιχο έλεγχο της δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω αποσταθεροποίησης της ζώνης του ευρώ.

*Δημήτριος Γουμάγιας, Μέλος των Bündnis 90/Die Grünen και Οικολόγων Πράσινων
Οκτώβρης 2013, Βερολίνο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θέλετε να βάλετε ενεργό link στο σχόλιό σας; BlogU