Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Για ένα νέο σύστημα ασφάλισης

Είναι άξια προσοχής η σχετική ψυχραιμία με την οποία αντιμετωπίζουν οι Έλληνες τις περικοπές στο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης και σε μεγάλο βαθμό αυτό πρέπει να οφείλεται στο ότι πολλοί πιστεύουν ότι είναι προσωρινές. Δεν είναι έτσι. Η προοπτική μιας μακράς περιόδου ύφεσης, ή πολύ βραδείας οικονομικής ανάκαμψης, σε συνδυασμό με τις δημογραφικές τάσεις αποκλείει την επιστροφή στο ΣΚΑ όπως το ζήσαμε ως πρόσφατα. 
Η σκληρή διαπίστωση είναι ότι η γενιά μας έχει «φάει» τα λεφτά των παιδιών και των εγγονών μας και ότι το ΣΚΑ είναι από τους κύριους συντελεστές της κρίσης. Το ΣΚΑ, όπως είχε οργανωθεί δεν υπάρχει πια, αλλά επειδή χρειάζεται να έχουμε κάποιο σύστημα είναι επείγον να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ποιο θα είναι αυτό.

από το τεύχος 46 της The Athens Review of books

του Παναγή Βουρλούμη
ARB_46_vourloumis1
Σχεδόν δεν περνά μέρα που ανοίγοντας τις εφημερίδες να μην διαβάσουμε ειδήσεις σχετικές με το Ασφαλιστικό ή κάποιο από τα Ταμεία και Οργανισμούς που το απαρτίζουν. Κατά κανόνα οι ειδήσεις αφορούν περικοπές σε συντάξεις, προτάσεις για αύξηση ορίων ηλικίας, αδυναμία καταβολής συντάξεων και άλλων παροχών, ή επίσημες διαβεβαιώσεις ότι θα καταβληθούν οπωσδήποτε. Επίσης άσπρες και μαύρες τρύπες, δανεισμούς μεταξύ φορέων, κυνήγι εισφοροδιαφυγής, αποκάλυψη διαχειριστικών σκανδάλων και άλλα παρόμοια. 

Τα 2,7 εκατομμύρια άνθρωποι που έχουν συνταξιοδοτηθεί δεν χρειάζεται να διαβάζουν τις εφημερίδες για να πληροφορούνται ότι το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΣΚΑ) αντιμετωπίζει προβλήματα. Το εισπράττουν άμεσα με αλλεπάλληλες μειώσεις και καθυστερήσεις καταβολών συντάξεων και παροχών. 

Εκείνοι πάλι που περιμένουν να συνταξιοδοτηθούν βρίσκονται σε συνεχή αγωνία. Δεν ξέρουν πόσα χρόνια ακόμη θα χρειαστεί να δουλεύουν, τι θα πάρουν τελικά, αν θα πάρουν κάτι και πότε. Η κατάσταση διαφέρει από Ταμείο σε Ταμείο αλλά παντού είναι διάχυτη η ανασφάλεια. Προφανώς κάτι πάει πολύ στραβά με το ΣΚΑ και το ζήτημα αφορά το πανελλήνιο. Αξίζει λοιπόν τον κόπο να προσπαθήσουμε να περιγράψουμε σύντομα τις αιτίες της κρίσης και να προσπαθήσουμε να δούμε τι επιφυλάσσει το μέλλον.
Συνήθως ταυτίζουμε το ΣΚΑ με τις συντάξεις, αλλά δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι συντάξεις αποτελούν μόνο το μισό της δαπάνης για κοινωνική πρόνοια, που είναι συνολικά περίπου το 45% του Προϋπολογισμού (2011). 
Το άλλο μισό αφορά υγεία, αρωγή και γενικές δαπάνες. Είναι εγκατεσπαρμένο σε προϋπολογισμούς υπουργείων και εκατοντάδων φορέων και αποτελεί εστία διαφθοράς και διαχειριστικό εφιάλτη. 
Το άρθρο αυτό ασχολείται κυρίως με το συνταξιοδοτικό, αλλά όπου χρειάζεται γίνεται αναφορά στο σύνολο της κοινωνικής δαπάνης. Τα στοιχεία και οι στατιστικές για την ασφάλιση και την πρόνοια προέρχονται από διαφορετικές πηγές, υπολογίζονται από την κάθε μία με τον δικό της τρόπο και σπάνια συμφωνούν μεταξύ τους. Παραθέτω αριθμούς όπου είναι απολύτως απαραίτητο σαν τάξεις μεγεθών. Στη συλλογή στοιχείων είχα πολύτιμη βοήθεια από τους ερευνητές του ΙΟΒΕ Μιχάλη Βασιλειάδη και Σοφία Σταυράκη, οι απόψεις και γνώμες του άρθρου όμως είναι αποκλειστικά δικές μου.
Το ΣΚΑ οργανώθηκε και άρχισε να λειτουργεί μεταπολεμικά επάνω σε κεφαλαιοποιητικές και ανταποδοτικές αρχές. 
Η βασική παραδοχή ήταν ότι στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, που οι εργαζόμενοι θα ήταν νέοι και πολύ περισσότεροι από τους συνταξιούχους, θα έβαζε κατά μέρος υψηλά κεφάλαια η απόδοση των οποίων θα του επέτρεπε να πληρώνει αργότερα συντάξεις και να λειτουργεί επ’ αόριστον. 
Πολύ νωρίς προέκυψε ότι η απόδοση των κεφαλαίων δεν αρκούσε για να καλύπτει τις συντάξεις και έτσι σταδιακά το σύστημα εξελίχθηκε σε διανεμητικό. Με άλλα λόγια, οι εισφορές των εργαζομένων άρχισαν να πηγαίνουν κατευθείαν σε συντάξεις. 
Ο ένας λόγος ήταν οι υψηλές συντάξεις ορισμένων ομάδων, η ένταξη στο σύστημα μεγάλων ομάδων που δεν είχαν εισφέρει και η έξοδος σε συνταξιοδότηση σε μικρές ηλικίες. Ο άλλος, οι χαμηλές αποδόσεις από τη διαχείριση των κεφαλαίων που, όπως θα δούμε παρακάτω, είχε αναλάβει να κάνει το κράτος. Συνέβαλαν και οι δημογραφικές εξελίξεις που ανέτρεψαν βασικές παραδοχές επάνω στις οποίες είχε σχεδιαστεί το σύστημα. Το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται συνεχώς, η γεννητικότητα μειώνεται, αλλά το σύστημα δεν έχει την ικανότητα ή τη βούληση να προσαρμόζεται σε νέες πραγματικότητες· π.χ. το σύστημα «κουβαλά» μια υπάλληλο κάποιας ΔΕΚΟ που έφυγε στα 50 ακόμη 34 χρόνια κατά μέσον όρο.
Το διανεμητικό ή αναδιανεμητικό μοντέλο άντεξε μόνο για λίγο γιατί το σύνολο των εισφορών εργοδοτών και ασφαλισμένων, που είναι υψηλές σε σύγκριση με ευρωπαϊκά επίπεδα, δεν αρκούσε για να καλύψει τον όγκο των συντάξεων. Έτσι το κράτος αναγκάστηκε να αρχίσει να επιδοτεί το Σύστημα από τον τακτικό προϋπολογισμό. 
Γιατί το κράτος ανέλαβε αυτό το βάρος; Σχεδόν αμέσως μετά την έναρξη λειτουργίας του ΣΚΑ η Πολιτεία αποφάσισε ότι θα έπαιρνε εκείνη τη διαχείριση των αποθεματικών των Ταμείων, ή πάντως των περισσοτέρων ...
Φορέων και Οργανισμών. Δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε εδώ με τους λόγους που οδήγησαν σ’ αυτή την απόφαση, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ότι αρχικά de facto και πολύ σύντομα de jure, το κράτος βρέθηκε να εγγυάται σχεδόν όλες τις συντάξεις. 
Ένα σύστημα που είχε σχεδιαστεί επάνω σε αρχές αυτοτέλειας και αυτοχρηματοδότησης έχασε τελείως την ανεξαρτησία του και εξελίχθηκε ουσιαστικά σε κρατική υπηρεσία. Σαν τέτοια έγινε λάφυρο κομμάτων και συνδικαλιστών και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για τη δημιουργία πολιτικής πελατείας. 
Χάθηκε κάθε έννοια της πειθαρχίας που επιβάλλει η αντιστοιχία των εισφορών με τις διαχρονικές υποχρεώσεις. Μαζί αδυνάτισε το ανταποδοτικό στοιχείο. Το ύψος των συντάξεων και άλλων παροχών εξαρτήθηκε από την επίδραση επάνω στις πολιτικές αποφάσεις και όχι από το ύψος των εισφορών. Αυτές οι μεταβιβάσεις πόρων, “transfer payments”, έχουν λίγη σχέση με ιδεολογικές τοποθετήσεις. Η απώλεια της ανταποδοτικότητας δημιούργησε επίσης ισχυρά αντικίνητρα στην προθυμία συμμετοχής στο σύστημα πολλών που θεωρούν ότι αδικούνται.
Για να μην πολυλογούμε, το ΣΚΑ ξέφυγε τελείως από τις αρχικές προθέσεις του, έχασε επαφή με την οικονομική πραγματικότητα και μεταξύ άλλων κατέληξε να κοστίζει πολύ παραπάνω από όσο ήταν σε θέση να αντέξει η χώρα.
Μια έκθεση του ΟΟΣΑ ήδη το 1997 προέβλεπε:
  • Η οικονομία δεν θα αντέξει την πλήρη κάλυψη των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων στο μέλλον.
  • Η κρίση θα έρθει το 2005 το αργότερο.
  • Η αναβολή άμεσης, ριζικής μεταρρύθμισης θα κάνει τις αλλαγές περισσότερο σκληρές και επικίνδυνες.
  • Το σύστημα είναι άδικο.
  • Το σύστημα είναι ένα πολυδαίδαλο γραφειοκρατικό συνονθύλευμα.
  • Οι περισσότερο ευνοούμενοι του συστήματος είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι εργαζόμενοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
  • Το σύστημα, όπως λειτουργεί, ενθαρρύνει την πρόωρη συνταξιοδότηση.
  • Πρέπει να καταργηθούν όλα τα προνόμια και για τους ήδη ασφαλισμένους.
  • Σύνταξη για όλους στα 65, άνδρες-γυναίκες.
  • Κατάργηση των πολλών ταμείων. Δημιουργία ενός ενιαίου φορέα.

Το ΣΚΑ άντεξε μακρύτερα από το 2005, που προέβλεπε την χρεοκοπία του ο ΟΟΣΑ, γιατί η χώρα μπορούσε να δανείζεται. Έχοντας γίνει συγκοινωνούν δοχείο με τον προϋπολογισμό μπορούσε μέχρι πρόσφατα να συνεχίσει να λειτουργεί με τους ίδιους όπως πριν όρους. 
Στον προϋπολογισμό του 2011 οι εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών (27 δισ. ευρώ) αναλογούσαν στο 57% των δαπανών του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης. Το υπόλοιπο 43%, ή 20 δισ. ευρώ, θα κάλυπτε το κράτος. Τελικά, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat το κράτος μετέφερε το 2011 στα Ταμεία από τον κρατικό προϋπολογισμό 21 δισ. ευρώ. 
Τα έσοδα όμως του προϋπολογισμού προβλέπονταν στα 88 δισ. ευρώ και οι δαπάνες με τόκους στα 107 δισ., δηλαδή έλλειμμα 19 δισ. ευρώ. Η συντήρηση της κρατικής πρόνοιας στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό σε δάνεια από την ξένη και εγχώρια αγορά.
ARB_46_vourloumis2
Όταν ο δανεισμός σταμάτησε αποκαλύφθηκαν στο πραγματικό τους μέγεθος τα προβλήματα. «Αποκαλύφθηκαν» δεν είναι ο σωστός όρος, γιατί τα προβλήματα ήταν γνωστά από χρόνια στην πολιτική ηγεσία της χώρας, η οποία όμως απέφευγε να πει την αλήθεια και συνεχίζει να το αποφεύγει. Απλώς τότε, όταν σταμάτησαν τα δάνεια, έγινε αναπόφευκτη η λήψη μέτρων, δηλαδή κυρίως η μείωση συντάξεων και άλλων παροχών και ο λαός άρχισε να παίρνει το μήνυμα εμπράκτως παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις των υπευθύνων. Η οικονομική κρίση και κατάρρευση της οικονομίας ήταν μοιραία για την τύχη του κρατικοποιημένου Ασφαλιστικού, που κι εκείνο όμως συνέβαλε στη δημιουργία των συνθηκών οι οποίες προκάλεσαν την κρίση. Τα περασμένα 14 χρόνια κόστισε στον προϋπολογισμό 186 δισ. ευρώ. (Στοιχεία Eurostat)
Σε ό,τι αφορά το ΣΚΑ, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της διαχείρισης της κρίσης, η κυβέρνηση τώρα ενεργεί προς δύο κατευθύνσεις. Η μία στοχεύει στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και μεταφράζεται κυρίως σε περικοπές συντάξεων και παροχών ώστε να ελαφρυνθεί ο προϋπολογισμός και να δημιουργηθούν πρωτογενή περισσεύματα. Η άλλη εστιάζεται στην προσπάθεια επιλεκτικής αναθεώρησης «κεκτημένων», όρια ηλικίας εξόδου, κ.λπ. Επίσης σε πιο δραστήριο κυνηγητό των εισφορών. 
Δυστυχώς τέτοια μέτρα έρχονται πολύ αργά. Η οικονομική κρίση, η χρόνια ανεργία, αλλά και οι δημογραφικές τάσεις δεν θα επιτρέψουν την επιβίωση του συστήματος με την σημερινή αρχιτεκτονική του. Ακόμη και με την υπόθεση ότι όλοι οι εργαζόμενοι και εργοδότες εισφέρουν, η σχέση εισφερόντων προς συνταξιούχους είναι τώρα 1:1 και χειροτερεύει.
Επάνοδος στο ορατό μέλλον σε υγιέστερη σχέση αποκλείεται από τις δημογραφικές τάσεις, αντίθετα η αναλογία των γερόντων θα αυξάνει. 
Επιπλέον τα αποθεματικά των Ταμείων, όσο λίγα είχαν απομείνει, ήταν επενδεδυμένα κυρίως σε κρατικά ομόλογα και υπέστησαν το γενικό κούρεμα. 
Τέλος, η εισφοροδιαφυγή εντείνεται λόγω αδυναμίας καταβολής. 
Η εξάρτηση του ΣΚΑ από τον προϋπολογισμό έχει μεγαλώσει και στο προβλεπτό μέλλον ο προϋπολογισμός θα συρρικνώνεται, άρα και η μερίδα που θα είναι σε θέση να διαθέτει στο ΣΚΑ, έστω και αν παραμείνει σταθερή σαν ποσοστό.
Είναι άξια προσοχής η σχετική ψυχραιμία με την οποία αντιμετωπίζουν οι Έλληνες τις περικοπές στο ΣΚΑ και σε μεγάλο βαθμό αυτό πρέπει να οφείλεται στο ότι πολλοί πιστεύουν ότι είναι προσωρινές. Δεν είναι έτσι. Η προοπτική μιας μακράς περιόδου ύφεσης, ή πολύ βραδείας οικονομικής ανάκαμψης, σε συνδυασμό με τις δημογραφικές τάσεις αποκλείει την επιστροφή στο ΣΚΑ όπως το ζήσαμε ως πρόσφατα. Η σκληρή διαπίστωση είναι ότι η γενιά μας έχει «φάει» τα λεφτά των παιδιών και των εγγονών μας και ότι το ΣΚΑ είναι από τους κύριους συντελεστές της κρίσης. Το ΣΚΑ, όπως είχε οργανωθεί δεν υπάρχει πια, αλλά επειδή χρειάζεται να έχουμε κάποιο σύστημα είναι επείγον να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ποιο θα είναι αυτό.
Η τελευταία σοβαρή προσπάθεια να λυθεί το Ασφαλιστικό έγινε το 2001. Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων της Έκθεσης Σπράου θα εξασφάλιζε την επιβίωση του συστήματος για αρκετό διάστημα, αλλά η Κυβέρνηση Σημίτη απέτυχε να τις επιβάλει. 
Έκτοτε διάφορα νομοσχέδια (Πετραλιά, Λοβέρδου και πολύ πρόσφατα Βρούτση) στοχεύουν κυρίως να μεταθέσουν χρονικά το πρόβλημα ώστε να μην σκάσει στα χέρια τους. Παρ’ όλη την προχειρότητά τους περιέχουν στοιχεία που μαζί με τις μειώσεις στις συντάξεις οδηγούν το σύστημα, χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο και στρατηγική, προς κατεύθυνση που έχει ορισμένες ομοιότητες με τις εισηγήσεις του ΟΟΣΑ αλλά και με μια πρόταση αναδιοργάνωσής του που είχε κάνει παλαιότερα ο Στέφανος Μάνος. 
Τα στοιχεία είναι η κατάργηση των πολλών Ταμείων, η τάση για τη δημιουργία ενός μεγάλου φορέα, η αποδοχή μιας ελάχιστης ίδιας σύνταξης για όλους, η ουσιαστική ταύτιση μεταχείρισης της επικουρικής ασφάλισης με αυτή της κυρίας ασφάλισης, η αύξηση των ορίων ηλικίας. Επίσης στην ίδια κατεύθυνση είναι η επιβολή από την Τρόικα μείωσης των εισφορών. Η πρόταση Μάνου ήταν περίπου ως εξής:
  • Μηδέν εισφορές από εργαζόμενους και εργοδότες.
  • Μία σύνταξη, η ίδια για όλους από το Κράτος, σε όλους τους Έλληνες και Ελληνίδες, όταν συμπληρώσουν κάποια ηλικία. Καμιά εξαίρεση.
  • Η «κρατική σύνταξη» συμπληρώνεται με ασφάλιση που διαπραγματεύονται συλλογικά οι εργαζόμενοι με τους εργοδότες τους και με ιδιωτική ασφάλιση για όσους το επιλέγουν.
  • Επαγγελματικές ομάδες είναι ελεύθερες να οργανώνουν Ταμεία Κοινωνικής Ασφάλισης. Υφιστάμενα Ταμεία επίσης είναι ελεύθερα να επιλέξουν έξοδο από το σύστημα και να συνεχίσουν τη λειτουργία τους δίχως να είναι εγγυημένα από το Κράτος.

Η πρόταση έχει ορισμένα σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως:
  • Αποκλείει τη δυνατότητα πολιτικών παρεμβάσεων, ρουσφετιών, χαριστικών διατάξεων προς κοινωνικές ομάδες, κ.λπ.
  • Η κατάργηση των εισφορών μειώνει σημαντικά το κόστος της εργασίας δίνοντας τη δυνατότητα αυξήσεων και κάνοντας την οικονομία ανταγωνιστικότερη.
  • Απλοποιεί τη διαχείριση του Συστήματος, και εμποδίζει τη διαφθορά.
  • Το κάνει ασύγκριτα φθηνότερο στη διαχείρισή του.
  • Στο μέτρο που οι εργαζόμενοι συμπληρώνουν ιδιωτικά την κάλυψή τους, ενισχύει τον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλισης και επαγγελματικής διαχείρισης των αποθεμάτων. Δίνει κίνητρα και κάνει χώρο για τη δημιουργία ενός παράλληλου ιδιωτικού πυλώνα.
  • Δίνει τη δυνατότητα στον ασφαλισμένο να διαλέγει το μενού της ασφαλιστικής του κάλυψης πέρα από το κρατικά εγγυημένο ποσό.

Οι πιθανότητες εφαρμογής ενός παρόμοιου ή άλλου νέου σχεδίου εξαρτώνται από δύο παράγοντες. Ο ένας είναι η «πολιτική» αποδοχή του και ο άλλος αν βγαίνουν οι αριθμοί. 
Σχετικά με τον πρώτο, το σχέδιο που περιγράψαμε παντρεύει δύο αντίθετες πολιτικές θέσεις. Την ισοπέδωση από την μια και την ελευθερία επιλογής από την άλλη. Βάζει ένα δίχτυ ασφαλείας κάτω από όλους και αφήνει τα υπόλοιπα στην κρίση του καθενός. Το πρόβλημα της μετάβασης από το σημερινό σύστημα στο νέο θα ήταν κυρίως οι αντιδράσεις των υψηλοσυνταξιούχων και προνομιούχων του σημερινού συστήματος. Οι διαφορές θα παραμείνουν αλλά θα μετριαστούν γιατί η ψαλίδα ανάμεσα σ’ αυτούς και τον μεγάλο αριθμό των χαμηλοσυνταξιούχων, ΟΓΑ – ΙΚΑ κυρίως, έχει ήδη κλείσει λόγω των αλλεπάλληλων μειώσεων που δεν θίγουν εξίσου τις χαμηλές συντάξεις. Επίσης, η κρίση έχει ευαισθητοποιήσει τον κόσμο στις αδικίες του τωρινού καθεστώτος, κυρίως νεαρές ηλικίες συνταξιοδότησης, πολλαπλές συντάξεις κ.ο.κ. Έτσι μάλλον ευχαρίστως θα έβλεπε η πλειονότητα την ισοπέδωση. Παρ’ όλα τα παραπάνω δεν είναι ρεαλιστικό να πιστεύουμε ότι το πέρασμα στο νέο σύστημα θα μπορούσε να γίνει χωρίς κάποια μεταβατικά μέτρα, εκτός βέβαια αν το υπάρχον σύστημα βουλιάξει τελείως.
Αν δεχτούμε ότι ένα σχήμα, όπως το παραπάνω, θα μπορούσε να γίνει καταρχήν αποδεκτό σαν αρχιτεκτονική, παραμένει όμως το ερώτημα αν βγαίνουν τα νούμερα. Εδώ η απάντηση είναι αρνητική. Το ΣΚΑ δεν μπορεί να σταθεί χωρίς εισφορές.
Η ετήσια μεταφορά πόρων από το κράτος στο ΣΚΑ, της τάξεως των 20 δισ. ευρώ τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσε να καλύψει μια κάπως ευπρεπή ενιαία σύνταξη, ιδίως αν εξορθολογιστεί η ηλικία εξόδου ώστε να πλησιάσει τα 70 έτη. Ο μέσος όρος μηνιαίας σύνταξης σήμερα είναι περίπου 1.000 ευρώ, αλλά από τους 2,7 εκατ. συνταξιούχους οι μισοί εισπράττουν κάτω από 800 ευρώ και ελάχιστοι πάνω από 2.000 ευρώ. Τι θα γίνει όμως με την υπόλοιπη δαπάνη για υγεία, πρόνοια, κ.λπ., αν καταργηθούν τελείως οι εισφορές; Το κονδύλι, επίσης της τάξεως των 20 δισ. ευρώ, θα πρέπει να καλυφθεί από κάπου, έστω και αν μειωθεί από περικοπές και σφιχτή διαχείριση. Φόροι και εισφορές ελάχιστα διαφέρουν, αλλά σε κάθε περίπτωση οι εισφορές είναι σωστότερο μέσο και πιο αποδεκτό γιατί διατηρείται κάποια σχέση ανταποδοτικότητας. Η πρόταση Μάνου έχει ισχυρά πλεονεκτήματα, είναι απλή και εμποδίζει τις πολιτικές παρεμβάσεις που κατέστρεψαν το ΣΚΑ, αλλά είναι μισή. Πολλά από τα στοιχεία της θα μπορούσαν να ενσωματωθούν σε ένα νέο σύστημα. Δεν καλύπτει όμως όλο το πρόβλημα και το πρόβλημα είναι ενιαίο.
Όπως όλα τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα έχει υιοθετήσει την αρχή της κοινωνικής πρόνοιας, και σαν ποσοστό του ΑΕΠ η δαπάνη του ΣΚΑ είναι στα μέσα επίπεδα της ΕΕ. Όλα τα κόμματα και οι παρατάξεις συμφωνούν σ’ αυτό και οι διαφορές τους είναι μάλλον ρητορικές. Ο καθοριστικός όμως παράγοντας της γενναιοδωρίας, του βάθους και της έκτασης ενός ΣΚΑ είναι οι δυνατότητες της οικονομίας και οι δημογραφικές / αναλογιστικές προβλέψεις. Στο σημείο αυτό διαπιστώνεται φροϋδική αποφυγή της πραγματικότητας από το σύνολο του πολιτικού φάσματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι κανένα κόμμα ή σοβαρός μελετητικός οργανισμός δεν έχει ασχοληθεί με το τόσο επίκαιρο και ζωτικό θέμα του Ασφαλιστικού. Ο σχεδιασμός ενός σωστού ΣΚΑ είναι δουλειά δύσκολη και ειδική. Τώρα που είναι πολύ αργά για να επιστρέψουμε σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα, υπάρχει απόλυτη ανάγκη για υπεύθυνες προτάσεις μέσα στις δυνατότητες της οικονομίας μας. Είναι και μια ευκαιρία. Η υιοθεσία ενός βιώσιμου συστήματος θα αποτελούσε πραγματική διαρθρωτική αλλαγή και θα συνέβαλε σημαντικά στην ανάκαμψη της οικονομίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θέλετε να βάλετε ενεργό link στο σχόλιό σας; BlogU