Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Οι ουσιώδεις διαφορές του σημερινού "φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ" από το "φαινόμενο ΠΑΣΟΚ" του 1970

του Γιάννη Καλαϊτζή
ΑΠΟ ΤΟ 1974 ΣΤΟ 2014: Δύο διαφορετικά πολιτικά φαινόμενα

του Θόδωρου Παρασκευόπουλου*
Στην συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ είχαν προσέλθει εξ αρχής σοσιαλιστές και σοσιαλίστριες, δηλαδή άνθρωποι που προηγουμένως ή κάποτε προηγουμένως ήταν στο ΠΑΣΟΚ, κάποιοι βρέθηκαν μετά στο ΔΗΚΚΙ, αλλά ήταν λίγοι. Μόνο μετά τους πρώτους κλυδωνισμούς στο ΠΑΣΟΚ, μετά την υπογραφή του Μνημονίου, άρχισε η προσέλευση να παίρνει έκταση.
Η ένταξη στον ΣΥΡΙΖΑ, η συμμετοχή στη σύνταξη των πρώτων προγραμματικών κειμένων, του εκλογικού προγράμματος του 2012, των θέσεων για το Συνέδριο, δεν ήταν χωρίς τριβές, αλλά ήταν, σε γενικές γραμμές, ομαλή και οι τριβές δεν ήταν μεγαλύτερες από εκείνες μεταξύ των άλλων «συνιστωσών», όπως λέγονταν τότε, ιδίως μεταξύ των τάσεων του Συνασπισμού. Κι αυτό, όσον αφορά την αρχή τουλάχιστον, δεν μπορεί να το αποδώσει κανείς στον αέρα της νίκης. Αυτό, το μάζεμα όλων, ήρθε μετά τις εκλογές του Μαΐου 2012 . Μάλλον στη διαδικασία προσαρμογής στο νέο περιβάλλον πρέπει να αποδοθεί, αλλά και σε ένα αίσθημα ευθύνης για το καινούργιο που γεννιόταν.

Επιρροή στη διαμόρφωση θέσεων

Ενώ, τώρα, η παρουσία ανθρώπων από τον παλιό σοσιαλιστικό χώρο στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ είναι σημαντική, δεν συμβαίνει το ίδιο και στις οργανώσεις του κόμματος, σε αντίθεση με την εκλογική του βάση, που σε μεγάλο βαθμό είναι άνθρωποι που ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ ή ήταν ακόμα και μέλη του, όσο το ΠΑΣΟΚ της τελευταίας περιόδου είχε μέλη, εν πάση περιπτώσει, είχαν υπάρξει κάποτε μέλη του.
Αυτή η αναντιστοιχία προέλευσης και επιρροής, μαζί με την έντονη διαπάλη των τάσεων της μη σοσιαλιστικής Αριστεράς εντός του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία δεν άφηνε χώρο για πιο γενναιόφρονα συμπεριφορά, οδήγησε σε απογοητευτικά ισχνή εκπροσώπηση στα κομματικά όργανα, κυρίως στην Κεντρική Επιτροπή και στη Γραμματεία του κόμματος. 
Αυτή η ελλιπής εκπροσώπηση δεν σημαίνει και έλλειψη επιρροής στη διαμόρφωση της πολιτικής, καθώς η δική τους ιδιαίτερη άποψη για τα πράγματα λαμβάνεται απολύτως υπόψη: αυτό, λ.χ., σχετίζεται με τις «πατριωτικές» νότες στον δημόσιο λόγο του κόμματος. Στη διαμόρφωση ενός προφίλ «πατριωτικής αριστεράς», μάλιστα, ένα τμήμα των συριζαίων από το σοσιαλιστικό χώρο έχει συναντηθεί με άλλους, προερχόμενους από παλιές μαοϊκές οργανώσεις, στην ιδεολογική σκευή των οποίων οι θεωρίες της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης παίζουν σημαντικό ρόλο. 
Για πολλούς προερχόμενους από τον σοσιαλιστικό χώρο, πάλι, η εθνικοαπελευθερωτική διάσταση ήταν εξ αρχής το κεντρικό ζήτημα που τους χώρισε από το ΠΑΣΟΚ του σημιτικού εκσυγχρονισμού και του γιωργοπαπανδρεϊκού κοσμοπολιτισμού. Ιδεολογικά, υπάρχουν μάλιστα σημεία επαφής και με το παλιό «Αριστερό Ρεύμα» του Συνασπισμού που, ως έναν βαθμό, μετέφερε στον ΣΥΡΙΖΑ τα εθνικοανεξαρτησιακά στοιχεία στα οποία εφάπτονταν προ τεσσαρακονταετίας το ΚΚΕ (εν μέρει και το ΚΚΕ εσωτερικού) με το ΠΑΣΟΚ. Αυτό συνδέεται, πιστεύουν, και με την εξαθλίωση πολλών ανθρώπων από τα μεσαία στρώματα και από τους μικροαγρότες, που η πτώση τους ακόμα και κάτω από το επίπεδο της μισθωτής εργασίας είναι πιο εύκολο να εξηγηθεί (και αυτοί οι άνθρωποι να κερδηθούν) με όρους εθνικού εξανδραποδισμού – αφού αυτά τα στρώματα αισθάνονταν ότι είναι η ραχοκοκαλιά του έθνους.

Οι ιστορικές διαφορές

Γι’ αυτά τα ιδεολογικά ρεύματα στον ΣΥΡΙΖΑ, η εθνική-πατριωτική διάσταση είναι αναγκαία, όπως πιστεύουν, προκειμένου να εμπεδωθεί η σχέση του κόμματος με λαϊκές μάζες που είχαν ακολουθήσει το ΠΑΣΟΚ. Όμως, μία από τις ουσιώδεις διαφορές του «φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ» από το «φαινόμενο ΠΑΣΟΚ» της δεκαετίας του 1970 είναι ακριβώς η ταξική διάσταση της υποστήριξης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης από μεγάλο μέρος των λαϊκών τάξεων. 
Μην παραβλέπουμε ότι εκείνο που τσάκισε τη ραχοκοκαλιά του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν οι «εθνικές υποχωρήσεις» που καταμαρτυρήθηκαν στον Σημίτη και τον Παπανδρέου, αλλά η πλήρης προσχώρηση στην ιδεολογία και την πρακτική του σύγχρονου καπιταλισμού, δηλαδή στον νεοφιλελευθερισμό. Η ρήξη δηλαδή, με τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων, στο όνομα μάλιστα ενός γενικότερου, δήθεν ορθολογικού και θολού «εθνικού συμφέροντος». Το ίδιο ακριβώς συνέβη και συμβαίνει, λιγότερο έντονα, αλλά ορατό δια γυμνού οφθαλμού, σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.

Δεν εννοώ ότι οι άνθρωποι που προσέρχονται ή που προσβλέπουν στον ΣΥΡΙΖΑ θέλουν ανατροπή του καπιταλισμού και σοσιαλισμό. Αυτά, έπειτα μάλιστα από την κοσμογονία της δεκαετίας του 1990, είναι για την πλειονότητα αφηρημένες, ύποπτες κιόλας έννοιες. 
Αλλά, διαφορετικά από το 1978-1980, από την ιδεολογία της «αμερικανοκίνητης Χούντας» στην οποία προσχώρησε η Αριστερά και η οποία βόλεψε την αστική τάξη και την εξουσία της, ο κόσμος διακρίνει σήμερα περισσότερο ως αντιπάλους τους τραπεζίτες, τους μεγαλοεργολάβους, τους μεγαλοεκδότες και τους μεγαλομπακάληδες των σούπερ-μάρκετ. Πρόκειται για μια θολή μεν, αλλά ταξική ματιά που υπονομεύει μέχρι ακυρώσεως την ιδεολογία του κοινού «εθνικού συμφέροντος». 
Άλλωστε, σήμερα είναι πιο εύκολο να διακρίνεις ότι η εθνικοανεξαρτησιακή ιδεολογία του πρώιμου ΠΑΣΟΚ διευκόλυνε τις ανακυβιστήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου και την ακύρωση της λαϊκότητας και του ριζοσπαστισμού. Βλέπεις, το «εθνικό συμφέρον» είναι αόριστο πράγμα με το οποίο μπορούν να δικαιολογηθούν σχεδόν τα πάντα. Ακόμα και ο σημιτικός ...εκσυγχρονισμός είχε εθνική διακαιολόγηση (την «ισχυρή Ελλάδα»). 
Σήμερα, Σαμαράς και Βενιζέλος ανταγωνίζονται σε κορώνες για το «συμφέρον του έθνους», για την «εθνική συνεννόηση» και πάει λέγοντας, ελπίζοντας ότι το μικροαστικό «εθνικό φρόνημα»: «ας τα βρούνε για το καλό του έθνους!» θα ασκήσει πίεση στον ΣΥΡΙΖΑ για να «βάλει νερό στο κρασί του».

Η όσμωση είναι το ζητούμενο

Η αντιδιαστολή: «ο ΣΥΡΙΖΑ ηγετική δύναμη του έθνους για την αποτίναξη του νεοαποικιακού ζυγού» και «ο ΣΥΡΙΖΑ κορμός και ηγεσία μιας συμμαχίας των λαϊκών τάξεων για την ανατροπή που θα αμφισβητήσει την κυριαρχία του ευρωπαϊκού συνασπισμού του κεφαλαίου» (η βασίλισσα του οποίου βέβαια εδρεύει στο Βερολίνο), είναι κρίσιμη και για την οικοδόμηση του κόμματος της Αριστεράς σε αντίθεση με το κομματικό φαινόμενο του ΠΑΣΟΚ τον καιρό της ισχύος του. 
Η ιδεολογία της ανάθεσης: «Εμπρός, Αντρέα, για μια Ελλάδα νέα!», η κρατικοποίηση του κόμματος, που είναι η άλλη όψη της κομματικοποίησης του κράτους, αφαίρεσαν από ένα γνήσιο λαϊκό κίνημα (όποιος το αμφισβητεί αυτό εθελοτυφλεί) την κρουστική του ισχύ και τη μαζικότητά του. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η παράδοση (που επιδρά με τη δύναμη λαϊκής προκατάληψης) τροφοδοτεί την αναιμία της κομματικής ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και φαινόμενα υποκατάστασης της εσωκομματικής πολιτικής ζωής, δηλαδή της εσωκομματικής δημοκρατίας, από πρωτοβουλίες της ηγεσίας – ενώ, βέβαια, χρειάζονται και τα δύο.

Η εύκολη λύση – και συνταγή της αποτυχίας ταυτόχρονα – είναι η διένεξη των προερχόμενων από την κομμουνιστική Αριστερά με όσους προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ, επειδή οι τελευταίοι υπερασπίζονται το παρελθόν τους, όπως συνέβη τελευταία με αρθρογραφία σε διάφορα έντυπα. 
Είναι μια άγονη και διχαστική διένεξη που παραβλέπει τις απαιτήσεις του καιρού μας. Πηγάζει από μια, αναμενόμενη, διάθεση να αφομοιωθούν οι άνθρωποι που προσήλθαν από μια κοίτη διαφορετική από εκείνη της κομμουνιστικής Αριστεράς. Να αφομοιωθούν όμως από ποιον και πού; Ή μάλλον: να αφομοιωθούν ή να συνοικοδομήσουν ισότιμα, που θα πει να μάθουν όλοι από όλους; 
Φυσικά, η κριτική στο ΠΑΣΟΚ είναι ευκολότερη, αφού αυτό κυβέρνησε και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την τύχη του λαού. Αυτό όμως είναι παρελθόν. Το ζητούμενο για τον ΣΥΡΙΖΑ τώρα είναι η όσμωση: στο κάτω κάτω ούτε η παλιά Αριστερά τα πολυκατάφερε στην κομματική οικοδόμηση, στα συνδικάτα, στη διοίκηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ τώρα μαθαίνει.


*από την εφημερίδα Εποχή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θέλετε να βάλετε ενεργό link στο σχόλιό σας; BlogU