Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Οικολογικοί αγώνες στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού



των Αντώνη Μπρούμα & Yavor Tarinski*

  1. Εισαγωγή
Η ζωή στο πλανήτη, όπως τη γνωρίζουμε, είναι αποτέλεσμα εύθραυστων περιβαλλοντικών συνθηκών που το σύγχρονο, κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο σύστημα έχει ήδη αρχίσει να αλλάζει. Ο καπιταλισμός και το δόγμα της αέναης οικονομικής ανάπτυξης μοιάζει να αγνοεί εντελώς αυτή την παράμετρο και συνεχίζει την βίαιη εκμετάλλευση της φύσης προς όφελος μικροσκοπικών ελίτ, μεγαλώνοντας έτσι την ήδη τεράστια ισχύ τους.
Η οικονομίστικη αυτή προσέγγιση όμως, η οποία θεωρεί πως όλα είναι αναλώσιμο αγαθό, δεν έχει μείνει δίχως αμφισβήτηση. Νωρίς, από το ξεκίνημα του 19ου αιώνα, μια ανησυχία για το περιβάλλον αναπτύχθηκε στις δυτικές κοινωνίες,  όπως στο κίνημα των Ρομαντικών, που ξεκίνησε από την μόλυνση που προκάλεσε η Βιομηχανική Επανάσταση. Από τότε η κριτική εναντίον της αναπτύχθηκε σε ένα ευρύ κίνημα με πολλά ρεύματα, ως απάντηση στην ακόρεστη πείνα του καπιταλισμού για πόρους.
Τα ρεύματα όμως, που κυριάρχησαν μέσα στο οικολογικό κίνημα, δεν ήρθαν σε ρήξη με την ηγεμονική ιδεολογία της εποχής τους. Παρά την επιρροή ελευθεριακών στοχαστών όπως ο Pyotr Kropotkin και ο Elisee Reclus, οικολόγοι και περιβαλλοντολόγοι καθοδήγησαν τον αγώνα για την προστασία της φύσης με κοινοβουλευτικούς όρους, πιέζοντας για περιβαλλοντολογικούς  νόμους και συμφωνίες, στοχεύοντας συγκεκριμένα συμπτώματα της οικολογικής κρίσης. Αντί των βαθύτερων αιτίων της. Τα αποτελέσματα αυτών των στρατηγικών είναι στην καλύτερη περίπτωση, αμφισβητήσιμα. Παρά τις δεκαετίες πρωτοκόλλων, συνθηκών, συνδιασκέψεων και διορθώσεων γύρω από τη φύση, η κατάσταση του περιβάλλοντος σήμερα μοιάζει να υποβαθμίζεται.
  1. Το Σύμπλεγμα Κεφαλαίου-Έθνους-Κράτους και το Περιβάλλον
2.1. Η Πατριαρχική Σχέση με τη Φύση
Οι βαθύτερες αιτίες της περιβαλλοντολογικής κρίσης είναι κοινωνικές και εντοπίζονται στις κοινωνικές σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Οι κοινωνικές ιεραρχίες και κοινωνική διαστρωμάτωση έχουν εξελιχθεί παράλληλα με την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση. Η οικολογική υποβάθμιση από ανθρωπογενή αίτια προϋπάρχει του καπιταλισμού. Είναι φαινόμενο που έχει την αφετηρία του στην άνοδο της πατριαρχίας (Roussopoulos 2015:69-70). Η γεροντοκρατία και η πατριαρχία είναι οι πιο αρχαίες μορφές κοινωνικής ιεραρχίας (Bookchin 1991:12). Ο κυριαρχία των πατριαρχικών σχέσεων στην κοινωνία σταδιακά επηρέασαν την σχέση μεταξύ φύσης και ανθρώπινων κοινωνιών. Οι θηλυκές αντιλήψεις της συμβίωσης με την Μητέρα Φύση σταδιακά αντικαταστάθηκαν από αρσενικές αντιλήψεις της φύσης ως αντικειμένου κυριαρχίας και εκμετάλλευσης.
Η βαθιά επίδραση της πατριαρχικής σχέσης με την φύση ξεδιπλώθηκε σε όλη της την έκταση, όταν η πατριαρχία συνδυάστηκε με την καπιταλιστική κυριαρχία και εκμετάλλευση. Ο συνδυασμός της πατριαρχίας και της έμφυτης ωφελιμιστικής οπτικής της κοινωνικής εξουσίας του κεφαλαίου αντικατοπτρίστηκε στην σκέψη του Francis Bacon, του πατέρα της σύγχρονης επιστήμης (Shiva 2010). Το πρόγραμμα του Bacon και η επιστημονική επανάσταση που ακολούθησε ήταν εμπνευσμένα από την αντρική κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση. Με τα λόγια του Bacon, «Έρχομαι σε εσένα με ειλικρίνεια για να σε οδηγήσω στη Φύση με όλα της τα παιδιά για να την υποτάξεις στην υπηρεσία σου και να την κάνεις σκλάβα σου […] οι μηχανικές εφευρέσεις των πρόσφατων χρόνων δεν ασκούν απλά μια απαλή καθοδήγηση πάνω στην πορεία της Φύσης, έχουν την δύναμη να την κατακτήσουν και να την υποτάξουν, να την συνταράξουν μέχρι τα θεμέλια της» (Bacon 1604/1964: 93,96,99)
2.2. Αποικιοκρατία και η Καταστροφή των Κοινών
Με τον ερχομό του καπιταλισμού, η καταστροφή των οικοσυστημάτων έχει αυξηθεί γεωμετρικά. Στο πυρήνα αυτής της καταστροφικής αύξησης υπάρχουν η συσσώρευση και η ενσωμάτωση των σχέσεων κυριαρχίας στην καινοφανή μορφή του συμπλέγματος κεφαλαίου-έθνους-κράτους (Karatani 2014). Στην πραγματικότητα, η διαδικασία της οικολογικής υποβάθμισης είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την καταστροφή των Ευρωπαϊκών κοινών και τον εποικισμό μη Ευρωπαϊκών λαών.
Τα κοινά είναι κοινοτικές μορφές ζωής, βασισμένες στο διαμοιρασμό και στη συνεργασία, στις οποίες η κοινωνική ισχύς βρίσκεται μέσα στην ίδια την κοινότητα, αντί να μονοπωλείται από θεσμούς έξω από το κοινωνικό σώμα. Τα κοινά είναι εγγενώς βασισμένα σε οικονομίες της διατήρησης, που αναπτύσσουν συμβιωτική σχέση μεταξύ των κοινοτήτων και των οικοσυστημάτων. Ήταν ο κυρίαρχος τρόπος ζωής στην Ευρώπη πριν την εγκαθίδρυση του συμπλέγματος κεφαλαίου-έθνους-κράτους και παραμένουν ακόμη σημαντικός πυλώνας της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Από τον δέκατο έκτο ως τον δέκατο όγδοο αιώνα, συνεχή κύματα κρατικής βίας επέβαλλαν την  καταπάτηση των κοινών από τους αναδυόμενους κύκλους της αγοράς κυκλοφορίας αγαθών και της καπιταλιστικής συσσώρευσης (Linebaugh 2014:4). Φυσικά οικοσυστήματα, που ως τώρα ήταν μοιρασμένα και προστατευμένα από κοινού, τώρα δια της βίας περιφράσσονταν υπό το κανόνα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Ο κοινοτικός τρόπος ζωής , που βασίζονταν στα γειτονικά οικοσυστήματα για να αναπαράξει τον εαυτό του στο χρόνο, αναστατώθηκε απότομα και αντικαταστάθηκε από κοινωνικά επιβεβλημένη έλλειψη και την κυκλοφορία αγαθών. Μια τεράστια διαδικασία αποσύνδεσης των κοινοτήτων από τα μέσα διατήρησης τους, σάρωσε την ήπειρο. Στην διαδικασία αυτή περίφραξης , φύση και άνθρωποι απομπλέχθηκαν με την μέθοδο της ιδιωτικοποίησης, πριν μετατραπούν σε αγαθά, εισαχθούν ως τροφοδοσία στην κυκλοφορία της αγοράς, και τέλος  γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης για τη συσσώρευση ιδιωτικού κέρδους. Έτσι η περίφραξη έγινε πράξη πολέμου απέναντι στο παρελθόν και προεικόνιση του καπιταλιστικού μέλλοντος. Ενάντια σε αυτό τον αφανισμό ήταν που ξεσηκώθηκαν οι Diggers, «Η Γη (που δημιουργήθηκε να είναι ένα Κοινό Ταμείο ανακούφισης για όλους, Ζώα και Ανθρώπους) χωρίστηκε και φράχτηκε από τους δασκάλους και τους κυβερνήτες, και οι άλλοι έγιναν Υπηρέτες και Σκλάβοι. Και η Γη που στην Δημιουργία είναι Κοινή Αποθήκη όλων, αγοράζεται και πουλιέται και είναι στα χέρια λίγων. Μέσω του οποίου ο μεγάλος Δημιουργός ατιμάζεται πολύ, σαν να μεροληπτούσε υπέρ ατόμων. Να χαίρεται με τις άνετες ζωές κάποιων και να αγαλλιάζει με την μιζέρια και τις δυσκολίες άλλων. Από την αρχή δεν ήταν έτσι. (The Diggers αναφορά από Hill 2006:78)
Ενώ καταστρεφόταν τα κοινά στις Ευρωπαϊκές κοινωνίες, η κινητήριος δύναμη του συμπλέγματος κεφαλαίου-έθνους-κράτους έκανε εξαγωγή της κοινωνικής κυριαρχίας και οικολογικής υποβάθμισης σε μη Ευρωπαϊκούς λαούς με την μορφή της αποικιοκρατίας. Από οικολογικής πλευράς, η διαδικασία της αποικιοκρατίας έξω από την Ευρώπη ακολούθησε παρόμοια μοτίβα με την διαδικασία της καπιταλιστικής επέκτασης πάνω από τα Ευρωπαϊκά κοινά. Οι Ευρωπαίοι έποικοι ανακήρυξαν τις πρόσφατα κατακτημένες περιοχές ως άδειες (terra nullius), περιοχές όπως ο Νέος Κόσμος και η Αυστραλία, ώστε να τις αποσπάσουν δια της βίας από τους αυτόχθονες λαούς, που ως τότε τις διαχειρίζονταν από κοινού (Wood 2003:72-82). Είναι λάθος να εξισώνουμε την αποικιοκρατία με την οικονομική θεωρία του ιμπεριαλισμού. Η αποικιοκρατία πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν ένα γιγαντιαίο κίνημα περίφραξης, στο οποίο οι κοινότητες των κοινών διαλύονται με την ισχύ του κράτους και αντικαθίστανται από την κοινότητα του χρήματος και την κυκλοφορία των αγαθών (Harvey 2010:294). Πέρα από τις οικονομικές αιτίες της, που είναι ριζωμένες στην τάση του κεφαλαίου να επεκτείνεται και να εμπορευματοποιεί νέα πεδία ζωής ώστε να συσσωρεύσει, η αποικιοκρατία είναι η ολιστική εξουσιαστική σχέση στην οποία οι κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις εξοντώνουν εναλλακτικές μορφές ζωής και κουλτούρες με την δύναμη τόσο της φυσικής βίας όσο και την ιδεολογία. Οι Ευρωπαίοι έποικοι επικράτησαν των αυτόχθονων λαών με την καταστροφή των μορφών ζωής των τελευταίων με την χρήση τόσο του σπαθιού όσο και της ιδεολογίας της προόδου και την κυριαρχία ανώτερων πολιτισμών πάνω σε κατώτερους.
Ουσιαστικά η αποικιοκρατία είναι μια διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου μέσα από την απόσπαση της αξίας των κοινών. Σήμερα η λεηλασία των κοινών συνεχίζεται με τη μορφή των διαρκώς επεκτεινόμενων διαδικασιών εμπορευματοποίησης. Όπως γράφουν οι Hardt και Negri, «η εκμετάλλευση μέσα από την ηγεμονία της άυλης εργασία δεν είναι πια η κύρια μορφή απόσπασης αξίας που μετράτε από τον ατομικό ή συλλογικό εργασιακό χρόνο, αλλά αντίθετα είναι η αρπαγή της αξίας που παράγεται από την συνεργατική εργασία που γίνεται όλο και πιο συχνή μέσα από την  κυκλοφορία της στα κοινωνικά δίκτυα» (Hardt & Negri 2004:114) έτσι, ο εποικισμός των κοινωνιών και των οικοσυστημάτων από το κεφάλαιο συνεχίζει να υπάρχει σήμερα σε ένα παγκόσμιο επίπεδο όχι μόνο στις περιφέρειες και στα περιθώρια αλλά και στον πυρήνα του κυρίαρχου συστήματος εξουσίας. Τέτοιες διαδικασίες εμπορευματοποίησης αντισταθμίζονται όμως με την αντιπαραβολή πρακτικών κοινωνικοποίησης, καθώς κοινωνικά κινήματα σε όλα τα επίπεδα κοινωνικής αναπαραγωγής αντιστέκονται.
2.3 Κεφάλαιο και η Εγγενής Τάση Προς την Ανάπτυξη
Η οικονομική ανάπτυξη είναι μια από τις τρεις θεμελιώδεις αντιφάσεις του κεφαλαίου απέναντι στην κοινωνία, οι άλλες δυο είναι η κυριαρχία και η εκμετάλλευση. Η επιδείνωση της οικολογικής κρίσης τις τελευταίες δεκαετίες έφερε αυτή την αντίθεση στο προσκήνιο, κάνοντας αναγκαία τον αναπροσανατολισμό των κοινωνικών αγώνων σε σχέση με την σημασία της στη παρούσα κοινωνικό-ιστορική περίοδο.
Μέσα στο πλαίσιο μόνιμης οικονομικής ανάπτυξης, οι κοινωνίες που κυριαρχούνται από το κεφάλαιο είναι εγκλωβισμένες σε ένα φαύλο κύκλο διαρκούς επέκτασης των παραγωγικών δραστηριοτήτων τους ώστε να αποφύγουν τις θανάσιμες επιπτώσεις των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων. Σε κάθε κοινωνία, οι τρόποι παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης των πόρων είναι τα μεταβατικά σημεία όπου πραγματοποιείται ο μεταβολισμός μεταξύ ανθρωπότητας και φύσης. Στις κοινωνίες μας, το κεφάλαιο κυριαρχεί πάνω στην οργάνωση της παραγωγής , διανομής και κατανάλωσης σύμφωνα με τις έμφυτες κανονικότητές του, έτσι πιέζει τους κοινωνικούς παράγοντες να επεκτείνουν τις οικονομικές τους  δραστηριότητες. Έτσι η οικονομική ανάπτυξη στον καπιταλισμό δεν πρέπει να θεωρείται προσωρινό ή παροδικό φαινόμενο αλλά αντίθετα μια αέναη διαδικασία επέκτασης της αγοράς αγαθών σε κάθε πτυχή της κοινωνικής δραστηριότητας και φυσικού χώρου. Στην πραγματικότητα είναι σύμπτωμα μια σειράς  εγγενών χαρακτηριστικών του κεφαλαίου (Olin Wright 2016). Έτσι τα βασικά αίτια της αντίφασης της οικονομικής ανάπτυξης πρέπει να αναζητηθούν στους νόμους της καπιταλιστικής διακίνησης και συσσώρευσης.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Marx γράφει για το καπιταλιστή που «με φανατισμό έχει προσηλωθεί στο να κάνει την αξία να διευρύνει τον εαυτό της, δίχως δισταγμό εξαναγκάζει την ανθρώπινη φυλή να παράξει για χάρη της παραγωγής» (Marx 1867/1990:739), για να συνεχίσει με την διάσημη κραυγή: «Συσσωρεύστε, συσσωρεύστε! Αυτός είναι ο Μωυσής και οι προφήτες […] Η συσσώρευση για χάριν της συσσώρευσης, παραγωγή για χάριν της παραγωγής: αυτή είναι το οικονομικό πρότυπο το οποίο τα κλασσικά οικονομικά εξέφρασαν την ιστορική αποστολή της αστικής τάξης κατά την περίοδο της κυριαρχίας της» (Marx 1867/1990:742). Στην μαρξιστική ανάλυση, το κεφάλαιο έχει την εγγενή τάση να συσσωρεύει την κοινωνική του εξουσία και να αποκτά την ίδια του τη φύση με το να παράγει περισσότερο χρήμα μέσα από το χρήμα. Αυτό συμβαίνει γιατί το κεφάλαιο πρέπει να είναι σε μόνιμη κυκλοφορία, ώστε να μην πέφτει σε κρίσεις κεφαλαίου. Η ανάγκη να επανεπενδύεται συνεχώς το πλεόνασμα οδηγεί όμως στην αέναη ανάπτυξη. Η τάση για συσσώρευση κάνει την επέκταση και την ανάπτυξη αναπόφευκτη σε κάθε κοινωνία που αποτυγχάνει να αποτινάξει τον έλεγχο του κεφαλαίου από τις κεντρικές πρακτικές του.
Η αντίσταση στην τάση της συσσώρευσης του κεφαλαίου εκ των έσω γίνεται μάταιη. Μέσα στο πλαίσιο της αγοράς αγαθών οι μεμονωμένοι καπιταλιστές που αντιστέκονται σε αυτή τη τάση, τείνουν να ηττηθούν από τον ανταγωνισμό και να εξοντωθούν από μεγαλύτερες συσσωρεύσεις καπιταλιστικής κοινωνικής εξουσίας. Γι’ αυτό, κάτω από τους δρακόντειους νόμους του ανταγωνισμού ο άνθρωπος-καπιταλιστής γίνεται ένα απλό γρανάζι στη μηχανή. Όσο παραμένει μέσα στα δεσμά της οικονομικής διάστασης της εκμετάλλευσης, η δύναμη της εργασίας γίνετε επίσης – παρά την αντιθετική τους σχέση – μια ποικιλομορφία στη διαλεκτική ποικιλομορφία της καπιταλιστικής μηχανής και μια κοινωνική δύναμη καταδικασμένη δια της αντίστασης να αναπαράγει το κόσμο του κεφαλαίου και την οικολογικά καταστροφική ανάπτυξη του. Η αναγγελία του θανάτου της κοινωνικής εξουσίας του κεφαλαίου μπορεί να έρθει έτσι, μόνο μέσα από μια ετερογενή κοινωνική αντιθετική δύναμη σε σχετική εξωτερικότητα ως προς το κόσμο των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου, μια κοινωνικοπολιτική δύναμη βασισμένη σε εναλλακτικά σύνολα αξιών και μορφών ζωής που αναδύονται διαλεκτικά από την αντίσταση της στην κυριαρχία, την εκμετάλλευση και την ανάπτυξη και την θέληση να τις ξεπεράσει. Όπως γράφει ο De Angelis, η δύναμη αυτή αναδύεται στα κοινά και αποτελεί «ένα εναλλακτικό βασίλειο στο οποίο υλική και κοινωνική ζωή αναπαράγεται εκτός κεφαλαίου» (De Angelis 2007:32)
Σαν να μην έφτανε η τάση του κεφαλαίου για συσσώρευση, η σύγχρονη χρηματιστικοποίηση του κεφαλαίου, επιταχύνει τους ρυθμούς ανάπτυξης και κρίσεων. Γενικά, το χρέος είναι μια ευφυής σύλληψη που προϋπάρχει του καπιταλισμού, που χρησιμοποιήθηκε κατ’ εξακολούθηση στην ιστορία για να ελέγξει και να καθορίσει το μέλλον (Lazzarato 2011:46). «Για να γεννήσεις ένα ζώο με το δικαίωμα να δίνει υποσχέσεις [σημαίνει] να προκαθορίζεις το μέλλον» γράφει ο Nietsche (1989:58). Μέσα στο καπιταλισμό, να κυβερνάς με το χρέος σημαίνει την διατίμηση τις δυνατότητες της μελλοντικής παραγωγής με σκοπό την συσσώρευση κεφαλαίου (Haiven 2014:122),  προωθώντας την εικόνα της παρούσας καταστροφικής δύναμης του κεφαλαίου στο μέλλον  και έτσι να εξαναγκάζει τις μελλοντικές γενιές σε έναν όλο και πιο έντονο αγώνα ταχύτητας για οικονομική ανάπτυξη. Τα καινοτόμα σύνθετα προϊόντα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου έχουν κάνει δυνατή την εκμετάλλευση μελλοντικών παραγωγικών δυνατοτήτων, διάχυσης και εξασφάλισης επενδυτικού κινδύνου σε ένα χωρίς προηγούμενο επίπεδο αποτελεσματικότητας, δημιουργώντας και επεκτείνοντας έτσι τις οικονομικές αγορές. Η άνοδος του πιστωτικού χρήματος πάνω από πολίτες, παραγωγή και κράτους έχει επαναπροσδιορίσει τη σχέση μεταξύ κεφαλαίου και κοινωνιών και έχει κάνει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο το κύριο σύγχρονο φορέα κοινωνικής εξουσίας.
Από τις σκέψεις που παρουσιάστηκαν παραπάνω, γίνεται σαφές πως η καπιταλιστική ανάπτυξη θεωρεί δεδομένη την ανεξάντλητη προμήθεια πόρων και την ατελείωτη δυνατότητα της φύσης να ανανεώνεται από τις εξωτερικότητες της βιομηχανικής κατανάλωσης και απόρριψης αποβλήτων (Karatani 2014:205). Επειδή ζούμε και συντηρούμαστε από ένα πεπερασμένο και εύθραυστο φυσικό κόσμο, αυτές οι προϋποθέσεις δεν γίνεται να αναμένεται η εκπλήρωσή τους. Ως αποτέλεσμα, ο καπιταλισμός ωθεί με γοργούς ρυθμούς τη φύση στα όρια της.
Δυο εναλλακτικές βρίσκονται μπροστά μας. Είτε ξεπερνάμε την κυριαρχία του κεφαλαίου και σώζουμε την ανθρωπότητα και τα οικοσυστήματα, όπως τα γνωρίζουμε. Ή οι κοινωνίες μας θα καταρρεύσουν υπό αποκαλυπτικές συνθήκες οικολογικής, και αναπόφευκτα, κοινωνικής αποσάθρωσης. Αντίθετα από το να είναι μια περίπτωση ομοϊδεατών ριζοσπαστών, γίνεται σήμερα όλο και πιο ξεκάθαρο πως ο αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό από την πλευρά της κοινωνικής αντι-δύναμης είναι ένας σχεδόν οικουμενικός, κοινωνικός αγώνας για την συλλογική μας επιβίωση.
2.4 εμπορευματοποίηση και η Παραγωγή της Έλλειψης
Η ανάπτυξη είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, από τη μια πλευρά, με την φυσική υποβάθμιση και από την άλλη με την κυριαρχία και την εκμετάλλευση. Κάθε παραγωγική δραστηριότητα δεν έχει μόνο θετικές αλλά και αρνητικές εξωτερικότητες πάνω στην φύση και τις ανθρώπινες δυνατότητες, μεταβολίζοντας και καταναλώνοντας τις δεύτερες στην διαδικασία της παραγωγής.
Η χωρίς έλεγχο επεκτατική παραγωγή του καπιταλισμού βαθαίνει και εντατικοποιεί τις επιπτώσεις στην φύση και στην κοινωνία. Στο πλαίσιο των καπιταλιστικών κοινωνιών, η παραγωγή είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την αντι-παραγωγή. Με φυσικούς όρους, όπως σχολιάζει η Vandana Shiva, «όταν η τροφή είναι η οργανωτική βάση της σχέσης κοινωνίας με τη φύση, η φύση υπάρχει ως κοινό. Γίνεται πόρος μόνο όταν κέρδη και κεφαλαιακή συσσώρευση γίνεται η οργανωτική βάση και δημιουργούν μια επιτακτική ανάγκη για την εκμετάλλευση των πόρων για την αγορά» (Shiva 2010:239). Με όρους εργασίας, όπως γράφει ο Maurizio Lazzarato, «την ίδια ώρα που παράγει πλούτο, ο καπιταλισμός αναγκαστικά παράγει μιζέρια και φτώχια […] η ανάπτυξη είναι μια διεστραμμένη λύση στα κοινωνικά ερωτήματα και στο πρόβλημα της δικαιοσύνης, γιατί η ανάπτυξη είναι ταυτόχρονα παραγωγή και καταστροφή» (Lazzarato 2013:57-8). Η διαδικασία της καπιταλιστικής ανάπτυξης πρέπει να ιδωθεί σαν διαδικασία υποσκαφής των γενικότερων πηγών πλούτου, π.χ. της φυσικής και ανθρώπινης παραγωγικότητας. Το αποτέλεσμα είναι, όσο περισσότερες καπιταλιστικές κοινωνίες δεσμεύονται σε ιδεολογίες αέναης ανάπτυξης, οι ευρύτερες σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης εντατικοποιούνται, βαθαίνουν και πολλαπλασιάζονται. Υπό αυτή την έννοια, το κεφάλαιο γίνεται μια μηχανή καταστροφικής κοινωνικής δύναμης τόσο αποτελεσματικής που η ανθρωπότητα δεν ξαναείδε ποτέ πριν, μια μηχανή καταστροφής που χρειάζεται να καταστραφεί από κοινωνική αντι-δύναμη υπό συνθήκες ριζοσπαστικής χειραφέτησης και δημοκρατικού μετασχηματισμού.
Στις διαδικασίες της καπιταλιστικής κυριαρχίας, η καταστροφή έρχεται πρώτη και η παραγωγή ακολουθεί. Η πρώτη πράξη της επέκτασης της αγοράς αγαθών είναι η περίφραξη των κοινών. Η εμπορευματοποίηση είναι μια στιγμή καταστροφής και ριζικού μετασχηματισμού προς κοινωνίες κυριαρχούμενες από το κεφάλαιο. Τη στιγμή του εγκλεισμού, οι κοινοτικοί τρόποι ζωής και η διαχείριση των μέσων διατροφής καταστρέφονται και αντικαθίστανται από κυκλώματα εμπορευμάτων και χρήματος, την πρακτική ανταλλαγής με σκοπό το κέρδος, την ηθική του ατομισμού και βίαιη μονοπώληση της πολιτικής σφαίρας από το κράτος. Καταστρέφεται ακόμη η αφθονία των μέσων συντήρησης για ολόκληρους πληθυσμούς, που προηγουμένως διασφαλίζονταν από πρακτικές διαμοιρασμού και συγκέντρωσης. Οι Pierre Clastres και Marshall Sahlins απέδειξαν πως, οι κοινότητες των κοινών απορρίπτουν την υπόθεση της έλλειψης και ακολουθούν τις λογικές και της συμβίωσης με τη φύση στην κατανομή και κατανάλωση των διαθέσιμων πόρων (Clastres 2010, Sahlins 1972). Το αντίθετο, το σημείο εκκίνησης των αστικών οικονομικών είναι η αποτελεσματική διαχείριση σπάνιων πόρων. Οι αγορές αγαθών βασίζονται στην κατασκευή και διανομή της σπανιότητας της ανισότητας μεταξύ των κοινωνικών παραγόντων. Με τα λόγια της Vandana Shiva, «η εκτροπή προς την οικονομία της αγοράς γεννά μια συνθήκη σπανιότητας για την οικολογική σταθερότητα και δημιουργεί νέες μορφές φτώχιας για τους ανθρώπους» (Shiva 2010:240).
Η κατασκευή της σπανιότητας υπό την κυριαρχία του κεφαλαίου λαμβάνει χώρα σε δυο φάσεις. Στη φάση της περίφραξης, οι πληθυσμοί χωρίζονται από τα μέσα συντήρησης και οι κοινοτικές μορφές ζωής υποβιβάζονται ιδεολογικά και διαλύονται βίαια. Στη φάση αυτή, οι κοινωνίες υποκύπτουν στην εξουσία του κεφαλαίου αλλά διατηρούν ακόμη μεγάλα κομμάτια της αναπαραγωγής τους υπό την σφαίρα των κοινών. Στην φάση της οικολογικής ανισορροπίας, οι επικουρικές κρίσεις αντιμετωπίζονται με την επέκταση των διαδικασιών εμπορευματοποίησης στις περισσότερες πτυχές της κοινωνικής αναπαραγωγής. Αυτή είναι η στιγμή που το κεφάλαιο αντικαθιστά προγενέστερους φυσικούς και κοινωνικούς κύκλους αναπαραγωγής με τεχνητά κυκλώματα αναπαραγωγής «κατ’ εικόνα» του, π.χ. η κατασκευή αγορών αγαθών σε πεδία που ήταν προηγουμένως κοινά. Για παράδειγμα, οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής έχουν δημιουργήσεις νέες ανάγκες για να κάνουμε τις ζωές υποφερτές ξανά, όπως η διαδεδομένη χρήση συσκευών κλιματισμού και το εμφιαλωμένο νερό. Μέσα από αυτό το φαύλο κύκλο η επίτευξη βασικών αναγκών και καθημερινών επιθυμιών διαβρώνονται από το εμπόρευμα και τη λογική της συσσώρευσης κεφαλαίου. Ούτως ή άλλως, με όρους του βαθμού κοινωνικής εξάρτησης από το κεφάλαιο, η πρώτη φάση σηματοδοτεί την επίσημη και η δεύτερη την αληθινή υπαγωγή των κοινωνιών στο κεφάλαιο.
2.5 Εμπορευματοποίηση και η Παραγωγή ενός άλλου Αντικατοπτρικού Φυσικού Κεφαλαίου
Στους διαδρόμους της εξουσίας, είναι ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη πως η οικολογική κρίση μπορεί να επιλυθεί με την κινητοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων του καπιταλισμού προς οικολογικούς στόχους. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, η λύση στην αντίφαση της καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι ο οικο-καπιταλισμός, π.χ. ο μετασχηματισμός ενός τμήματος της ανάπτυξης σε ανανεώσιμη ενέργεια ή και στη βιομηχανία γενετικά τροποποιημένων τροφίμων. Σε μια τεχνο-ντετερμινιστική ανατροπή αυτής της οπτικής, η ελεγχόμενη από το κεφάλαιο τεχνολογία αποκτά το ρόλο του μαγικού σωτήρα της ανθρωπότητας, προσφέροντας τις βάσεις για τα μεγάλα άλματα μπροστά. Η γοητεία της βρίσκεται στη υπόσχεση της επίλυσης των μεγάλων προκλήσεων της εποχής μας, αφήνοντας τα συμφέροντα του κεφαλαίου ανέγγιχτα ή με την τροφοδοσία της ίδιας της διαδικασίας της συσσώρευσης κεφαλαίου.
Μια ακόμη αντίληψη με ευρεία αποδοχή μεταξύ των οικολόγων οικονομολόγων, ακόμη και των ριζοσπαστών (Hanhel 2015), υποστηρίζει ως λύση στην οικολογική κρίση την ηθελημένη εφαρμογή του υπολογισμού των αρνητικών εξωτερικοτήτων στις οικονομικές αποφάσεις. Στην παρούσα κατάσταση του θεσμού της αγοράς αγαθών, η περιβαλλοντολογική ζημία δεν λαμβάνεται υπόψιν από τους παίκτες της αγοράς, μιας και δεν είναι ορατή από τους μηχανισμούς κοστολόγησης της προσφοράς και ζήτησης. Όμως, η αγορά αγαθών είναι πολιτικός θεσμός, όπως όλοι οι άλλοι κοινωνικοί θεσμοί, έτσι μπορεί να μορφοποιηθεί, ώστε να αντανακλά την πραγματικότητα της αξίας που ταυτόχρονα παράγεται και υποβαθμίζεται στην διαδικασία της παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης. Για το λόγο αυτό, κερδοσκόποι παίκτες της αγοράς πρέπει να υποχρεωθούν να πληρώσουν για την υποτίμηση του περιβάλλοντος λόγω των οικονομικών δραστηριοτήτων. Οι εφαρμογές αυτής της προσέγγισης στην διαμόρφωση πολιτικών εκτείνονται από την αρχή «ο ρυπαντής πληρώνει» του περιβαλλοντικού νόμου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα αντισταθμιστικά προγράμματα για τη φύση και τις αγορές υπηρεσιών για το οικοσύστημα, η πιο γνωστή από τις οποίες είναι ο Μηχανισμός Καθαρής Ανάπτυξης (Clean Development Mechanism, CDM) του Πρωτοκόλλου του Κιότο για την μείωση των παγκόσμιων εκπομπών του CO2.
Και οι δυο αυτές προσεγγίσεις επιχειρούν να επιλύσουν την οικολογική κρίση με περισσότερο καπιταλισμό. Στην πρώτη προσέγγιση, οι υποστηρικτές της δεν διστάζουν να διακηρύξουν πως η οικολογική κρίση είναι ευκαιρία για μεγαλύτερη ανάπτυξη και κέρδος. Η υπόσχεση της όμως είναι ψεύτικη. Αντί να τιθασεύει την ανεξέλεγκτη οικονομική ανάπτυξη των σύγχρονων κοινωνιών, ο οικο-καπιταλισμός την φουντώνει ακόμη περισσότερο. Δεν έχει σημασία πόσο έξυπνες τεχνολογικές καινοτομίες θα εφεύρουν οι κοινωνικοί λειτουργοί για να ανταπεξέλθουν στην στις οικολογικές προκλήσεις της ανθρωπότητας, όσο οι οικονομίες εξακολουθούν να μεγαλώνουν με γεωμετρική πρόοδο λόγω της συσσώρευσης κεφαλαίου και οι κοινωνικές ανισότητες της κυριαρχίας, εκμετάλλευσης και του πλούτου συνεχίζουν να διογκώνονται, οι νέες βιομηχανίες του οικο-καπιταλισμού θα αντικατοπτρίζουν τα ελαττώματα και τα οικολογικά μειονεκτήματα του παλιού βιομηχανικού καπιταλισμού. Δεν υπάρχει κάποια μαγική λύση στην παρούσα μη βιώσιμη σχέση μεταξύ ανθρωπότητας και φύσης, τέτοια που θα κρατήσει του μηχανισμούς συσσώρευσης κεφαλαίου και τα συμφέροντα του άθικτα. Η ανάθεση σε θεωρούμενες μη κοινωνικές δυνάμεις, όπως είναι η περίπτωση της τεχνολογίας, να παρέχουν λύσεις σε μείζονα κοινωνικά προβλήματα, με άλλα λόγια η προσπάθεια να αποπολιτικοποιηθούν βαθιά πολιτικές προκλήσεις, μεγιστοποιούν ακόμα πιο πολύ το οικολογικό μας αδιέξοδο, καθώς ο διαθέσιμος χρόνος λιγοστεύει.
Η δεύτερη πρόταση είναι μια πιο εκλεπτυσμένη προσέγγιση στην υπαγωγή της φύσης υπό τον έλεγχο του κεφαλαίου. Στην επιφάνεια της, η πρόταση αυτή μοιάζει να υποστηρίζει μικρές ρυθμίσεις στο σύστημα κοστολόγησης των αγορών αγαθών. Στην ουσία όμως, οι πρακτικές εφαρμογές και πολιτικές είναι ευρείες. Βάζοντας τιμή στη φύση και κάνοντας τα οικοσυστήματα και τα στοιχεία τους συνεισφορές στις αγορές αγαθών, σηματοδοτεί την αλλαγή στάσης στην ανθρώπινη αντίδραση στην οικολογική κρίση. Αυτό που άρχισε σαν παγκόσμια χρηματιστηριακή συναλλαγή για το δικαίωμα εκπομπής CO2, μπορεί να εξελιχθεί περαιτέρω σε μορφές χρηματιστηριακών ανταλλαγών απειλούμενων ειδών και ως της απόλυτης χρηματιστηριοποίησης της φύσης. Που τώρα ξεκινά σαν την ποσοτικοποίηση των οικοσυστημάτων σύμφωνα με την μεθοδολογία οικονομικής αποτίμησης, θα καταλήξει πιθανόν στην νομισματοποίηση και την εμπορικοποίησης των μονάδων οικολογικών «υπηρεσιών» κάτω από την πίεση της εμπορευματοποίησης. Αυτό που σήμερα παρουσιάζεται σαν την αντιστάθμιση της οικολογικής καταστροφής σε ένα σημείο του πλανήτη με την δημιουργία ενός δάσους σε άλλο σημείο, μπορεί να αποδειχτεί θανάσιμη απειλή για την εναπομένουσα άγρια ζωή και τα παρθένα οικοσυστήματα. Η αγορά αγαθών είναι ένα σύστημα διανομής ξεκάθαρα σχεδιασμένων μονάδων με ποσοτικοποιημένες αξίες και ομοιόμορφης φύσης. Τα οικοσυστήματα είναι η ισορροπία των σχέσεων μεταξύ ποικίλων οργανισμών. Όπως σχολιάζει ο Kill, «Η φύση δεν μπορεί να απομειωθεί σε όμορφα πακεταρισμένες, μετρήσιμες, συγκρίσιμες και εναλλάξιμες μονάδες ‘υπηρεσιών οικοσυστήματος’» (Kill 2015:32). Έτσι κάθε απόπειρα της ανθρωπότητας να αναπαράξει τα φυσικά οικοσυστήματα σύμφωνα με την δυναμική της αγοράς αγαθών θα καταστρέψει την φύση όπως τη γνωρίζουμε.
Οι δύο αυτές προσεγγίσεις μαζί φωτίζουν τον δρόμο μπροστά με όρους οικολογικής κρίσης που προσφέρει το κεφάλαιο. Είναι λάθος να πιστεύουμε πως αυτός ο δρόμος προς τα εμπρός σταματά πριν την καταστροφή της φύσης. Έτσι και αλλιώς, το κεφάλαιο πάντοτε ήταν μια δύναμη καταστροφικής δημιουργίας, ή καλύτερα, δημιουργικής καταστροφής. Ο σκοπός είναι η παραγωγή μιας άλλης φύσης, όπως πάντοτε ήταν σκοπός η παραγωγή μιας άλλης ανθρωπότητας. Η τεχνητή φύση θα αντικατοπτρίζει τους νόμους της κίνησης του κεφαλαίου και θα λειτουργεί ως προέκταση της της συσσώρευσης κεφαλαίου. Όποτε λοιπόν σκεφτόμαστε για το οικολογικό ερώτημα, πρέπει να φέρνουμε στο νου μας πως αυτό που για την κοινωνία μας ισοδυναμεί με οικολογική αποκάλυψη, για το κεφάλαιο και τους υποστηρικτές του είναι ένας σχεδόν φυσικός κύκλος για την μετάβαση στην επόμενη φάση της κεφαλαιακής συσσώρευσης.
Πάρα τα 150 χρόνια κρατικής διαχείρισης του περιβαλλοντολογικού ερωτήματος και εκατοντάδων διακρατικών και διεθνών συνθηκών και άλλων νομικών εργαλείων για την συντήρηση του περιβάλλοντος είναι εμφανές πως έχουμε φτάσει σε ένα σημείο μη επιστροφής όσον αφορά τα οικολογικά ζητήματα (Roussopoulos 2015). Στην παρούσα διαίρεση της εργασίας στην συστηματική καταστροφή των οικοσυστημάτων, το κράτος έχει το ρόλο της διαχείρισης των καταστροφικών συνεπειών της καπιταλιστικής οικονομικής δραστηριότητας, και όχι της απάντησης στα αίτια που γεννάν το φαινόμενο. Αυτό συμβαίνει γιατί η σχέση μεταξύ κεφαλαίου και έθνους-κράτους είναι αυτή ενός ποικιλόμορφου και αντιφατικού, αλλά τελικά ενωμένου, συμπλέγματος κοινωνικής εξουσίας, όχι δυο ξεχωριστών κοινωνικών δυνάμεων με αντίθετους σκοπούς και πρακτικές. Στο πλαίσιο αυτό, η πίεση προς λύσεις, που αναγεννούν και αναζωογονούν τον καπιταλισμό, από εθνικούς, διακρατικούς και παγκόσμιους πολιτικούς θεσμούς δεν πέφτουν από τον ουρανό, αλλά αντικατοπτρίζουν τις κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις, που φέρουν την ευθύνη για την παρούσα κατάσταση. Ο πλαισίωση του προγράμματος σύμφωνα μόνο με αυτές τις λύσεις, στοχεύει στην εξάλειψη προτάσεων που στηρίζουν ριζοσπαστικές εναλλακτικές στην παρούσα καταστροφική πορεία της ιστορίας. Η εμπειρία από την ιστορία της οικολογίας επιβάλλει τον αναπροσανατολισμό του οικολογικού κινήματος μακριά από κρατοκεντρικές ή τεχνο-ντετερμινιστικές προσεγγίσεις προσεγγίσεις και προς μη ρεφορμιστικές μεταρρυθμίσεις, που προωθούν την αυτάρκεια, την αποκέντρωση της οικονομικής δύναμης, την εξαφάνιση των κοινωνικών ανισοτήτων και την εμβάθυνση της δημοκρατίας σε απευθείας σύγκρουση με την εξουσία του κεφαλαίου.
  1. Κοινά, Κοινωνική Οικολογία και η Υπέρβαση του Καπιταλισμού
3.1. Αμφισβήτηση και οικειοποίηση μέσα στο Οικολογικό Κίνημα
Το οικολογικό κίνημα είναι, από τις απαρχές του, μωσαϊκό διάφορων και συχνά αντικρουόμενων τάσεων. Συγκεκριμένες τάσεις παραμένουν εγκλωβισμένες μέσα στα όρια του κυρίαρχου φαντασιακού, ενώ άλλες επιχειρούν ριζικούς διαχωρισμούς από αυτό, με διαφορετικούς βαθμούς επιτυχίας.
Στο πλαίσιο αυτό, τάσεις, όπως οι οικολόγοι και οι περισσότεροι επαγγελματίες περιβαλλοντολόγοι, ΜΚΟ και τα οικολογικά κόμματα, βλέπουν την ανάγκη προστασίας της φύσης μέσα στα όρια του παρόντος συστήματος. Η κυρίαρχη αντίληψη ανάμεσα σε αυτούς τους κύκλους είναι πως η διατήρηση της «άγριας φύσης» μπορεί να εναποτεθεί στην αγορά. Οι εκπομπές άνθρακα και η μόλυνση αντιμετωπίζονται σαν δικαιώματα  που μπορούν να πωληθούν σε τιμές καθοριζόμενες από την αγορά. Με το τρόπο αυτό, η πλάνη της καπιταλιστικής αυτορρύθμισης αναπαράγεται ανάμεσα  στις τάξεις του οικολογικού κινήματος. Όροι όπως, πράσινος καπιταλισμός και βιώσιμη ανάπτυξη, γίνονται κεντρικές πολιτικές προτάσεις. Λόγω της μη κριτικής αποδοχής τους από το σύγχρονο σύστημα, αυτές οι τάσεις τείνουν να προσεγγίσουν τις διάφορες μορφές περιβαλλοντικής υποβάθμισης ως μεμονωμένα και απαραίτητα να αντιμετωπιστούν ένα την φορά, αντί μιας ολιστικής οικολογικής κρίσης με συστημικές ρίζες και αιτίες. Ως αποτέλεσμα, η δραστηριότητα τους συχνά οδηγεί στην οικειοποίηση λαϊκών κινημάτων για την προστασία του περιβάλλοντος από τον συστημικό διάλογο.
Ομάδες και οργανισμοί από αυτές τις τάσεις συχνά τείνουν να ζητούν από τους ανθρώπους να μειώσουν συμβολικά την επίπτωσή τους στη φύση, όπως τα καλέσματα σε διεθνείς ημέρες με κλειστά φώτα ή μικρότερης κατανάλωσης νερού, αντί να δείχνουν προς τις πολυεθνικές και τις κυβερνήσεις των οποίων οι δραστηριότητες έχουν καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον. Με τον τρόπο αυτό καλύπτουν τα συστημικά στοιχεία που προκαλούν την μεγαλύτερη μόλυνση και αντίθετα προκαλούν κοινωνικά συναισθήματα κοινής ανθρώπινης ενοχής.
Αυτό που συχνά αντιμετωπίζεται σαν εναλλακτική στη προηγούμενη «πράσινη νοοτροπία» είναι διαφορετικά οικο-σοσιαλιστικές και οικο-μαρξιστικές τάσεις. Συχνά είναι προσδεμένα στην μεταφυσική του κράτους και επικαλούνται την ανάγκη για ισχυρά αριστερά κόμματα στην εξουσία για να ρυθμίσουν τις ανθρώπινες σχέσεις με τη φύση. Όπως μπορεί να φανταστεί κάποιος, η κατάκτηση της εξουσίας μέσα από εκλογές βρίσκεται στο πυρήνα αυτών των τάσεων. Παρά την αμφισβητούμενη αποτελεσματικότητα αυτής της προσέγγισης, οι τάσεις αυτές παραμένουν εγκλωβισμένες σε εξαιρετικά οικονομίστικα θεωρητικά πλαίσια, που θεωρούν την παραγωγή ως την μηχανή της κοινωνικής αλλαγής.
Τέλος, υπάρχουν κομμάτια του ευρύτερου περιβαλλοντικού κινήματος που επιχειρούν να διαχωριστούν από το κρατισμό και το καπιταλισμό. Υπάρχουν πολλά που μπορούν να επικριθούν για το σύγχρονο ατομιστικό φαντασιακό τέτοιον τάσεων και για την αφοσίωση τους στην πνευματιστική προσωπική αλλαγή και life style. Ακόλουθοι της βαθιάς οικολογίας, λάτρεις του New Age και πριμιτιβιστές τείνουν να κατηγορούν  γενικά τον ανθρώπινο πολιτισμό για την οικολογική καταστροφή και υποστηρίζουν την υποχώρηση σε ρομαντικοποιημένες αντιλήψεις του «φυσικού», αντί να την ανιχνεύσουν σε συγκεκριμένα πολιτικά και οικονομικά συστήματα.
Αντίθετα από τα προηγούμενα  οικολογικά ρεύματα, οι κοινωνικοί οικολόγοι στηρίζουν μια ολιστική προσέγγιση στις σύγχρονες οικολογικές κρίσεις. Με βαθιές ρίζες στην πράσινη σκέψη, η κοινωνική οικολογία ανιχνεύει τις πηγές της περιβαλλοντικής υποβάθμισης στην κοινωνική κυριαρχία, αντί στην μεμονωμένη συμπεριφορά της ανθρώπινης φύσης, προτείνοντας έτσι την κατάργηση της κοινωνικής ιεραρχίας μέσα από την αμεσοδημοκρατική διακυβέρνηση των δημόσιων υποθέσεων από όλους τους πολίτες. Ο κύριος στόχος της κοινωνικής οικολογίας είναι έτσι η πολιτικοποίηση του οικολογικού κινήματος. Τα τελευταία χρόνια, η επιρροή της ανάμεσα στα κοινωνικά κινήματα έχει μεγαλώσει σημαντικά, δίνοντας στους πολιτικούς και οικολογικούς αγώνες έναν περισσότερο διασυνδεμένο χαρακτήρα.
3.2. Κοινά και Οικολογία
Τα τελευταία χρόνια το θεωρητικό πλαίσιο των κοινών ανακαλύπτεται ξανά από πολλά κοινωνικά κινήματα και ριζοσπάστες στοχαστές, πολλά από τα οποία είναι στραμμένα προς την οικολογία. Αγώνες γύρω από το συλλογικό δικαίωμα πάνω σε συλλογικούς πόρους και η προστασία του περιβάλλοντος μοιάζουν εγγενώς συνυφασμένα.
Αυτό που είναι αντιληπτό ως κοινά, περιέχει αδιαχώριστα του πλανητικού οικοσυστήματος. Αυτός είναι ο λόγος που αυτή η ιδέα, όσο ποικιλομορφία και αν περιέχει, τείνει να ξεπεράσει παραδοσιακές αντιλήψεις όπως ιδιοκτησία, τυπικές στις σχέσεις κράτους και αγοράς, και αντιτείνει την δημοκρατική διαχείριση κοινόχρηστων πόρων.
Η πρακτική των κοινών έχει βαθιές ρίζες στην ανθρώπινη ιστορία με κοινότητες, από όλους τους τις περιόδους και περιοχές, να φροντίζουν από κοινού τους συλλογικούς πόρους. Ακόμα και σήμερα πολλοί αυτόχθονες λαοί από διαφορετικά μέρη του κόσμου συντηρούν ακόμη τους εαυτούς τους μέσω της πρακτικής αυτής, που τους βάζει σε ευθεία αντιπαράθεση με κράτη και πολυεθνικές, που πασχίζουν να περιφράξουν και να εμπορευματοποιήσουν τους φυσικούς πόρους της επιβίωσης. Οι κοινότητες αυτές που εξαρτώνται και συντηρούν τα κοινά τους είναι με βεβαιότητα πιο οικολογικά σκεπτόμενες από αυτές που βασίζονται στην ανταγωνιστική σχέση της αγοράς. Αυτό συμβαίνει λόγω της άμεσης και συμβιωτικής σχέσης που έχουν με το περιβάλλον τους (του οποίου τα κοινά τις περισσότερες φορές αποτελούν τμήμα). Έχουν διαφορετικές σχέσεις με την γη, τα αλιευτικά πεδία, τα δάση κ.λπ. από ότι πολυεθνικές με έδρα κάπου αλλού, ασχολούμενες με μονοκαλλιέργειες, ζιζανιοκτόνα ή εκμεταλλευόμενες πόρους δίχως κανένα σεβασμό προς την βιοποικιλότητα ή την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα. Επιπλέον, τα κοινά συνενώνουν την ισορροπία της κοινότητας με την φυσική ισορροπία, δημιουργώντας έτσι αντιλήψεις ταυτόχρονα και οικολογικές και δημοκρατικές.
Το παράδειγμα των κοινών αντιπροσωπεύει την επανενσωμάτωση των κοινωνικών και οικονομικών πρακτικών μας με εκείνες του φυσικού κόσμου. Με την παράκαμψη των μεσαζόντων των αγορών και των κρατικών γραφειοκρατών, βάζει τους ανθρώπους και τις κοινότητες στο ρόλο των άμεσων διαχειριστών του περιβάλλοντός τους. Η πρακτική των κοινών γίνετε έτσι μια ενωτική πρακτική που καταργεί την φαντασιακή αντίθεση μεταξύ κοινωνίας και φύσης. Το παράδειγμα αμφισβητεί την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη οπτική πως η κοινωνική ευημερία είναι δυνατή μόνο με τίμημα την περιβαλλοντική εκμετάλλευση.
Υπό αυτή την έννοια, τα κοινά πρέπει να ιδωθούν ως κομμάτι ενός εκτεταμένου και ολιστικού σχεδίου χειραφέτησης. Σε μια εποχή γενικευμένης κοινωνικής εκμετάλλευσης από τους μηχανισμούς της αγορά και τις γραφειοκρατίες, άμεσα συνδεδεμένες με την οικολογική υποβάθμιση, η πρακτική των κοινών έρχεται για να αμφισβητήσει ταυτόχρονα τόσο την επιβολή ανθρώπου σε άνθρωπο, όσο και του ανθρώπου στη φύση. Τα κοινά έρχονται ως μια ισχυρή κοινωνική δύναμη που ενδυναμώνει την οικολογική συνείδηση. Δεν είναι από τύχη που πολλές ομοιότητες μπορούν να βρεθούν μεταξύ αυτού του παραδείγματος και των ριζοσπαστικών οικολογικών προσπαθειών όπως η κοινωνική οικολογία.
3.3 Ελευθεριακός Κοινοτισμός και Δημοκρατικός Συνομοσπονδισμός
Αντίθετα με τις περισσότερες οικολογικές τάσεις, που βλέπουν την φύση λίγο-πολύ με απολιτικό τρόπο, οι κοινωνικοί οικολόγοι βλέπουν την παρούσα οικολογική κρίση ως μέρος μιας βαθύτερης πολιτικής. Αυτός είναι ο λόγος που δεν στοχεύουν στην  ξεχωριστή αντιμετώπιση συγκεκριμένων πτυχών της, όπως η εξαφάνιση των ειδών ή μόλυνση του αέρα, αλλά δείχνουν την βασική αιτία όλων – την κυριαρχία – και προτείνουν θεωρητικά και πρακτικά δημοκρατικές εναλλακτικές σε αυτή. Για αυτούς ένας από τους βασικά πολιτικά πεδία που θα πρέπει να δοθεί αυτός ο αγώνας είναι η πόλη. Στον κομμουναλισμό, η πολιτική κατηγορία που είναι πιο ακριβής για να περιλάβει τις συστημικές απόψεις της κοινωνικής οικολογίας, η κοινότητα θεωρείται το φυσικό πεδίο κοινωνικής, πολιτικής και οικολογικής αλλαγής και η γειτονιά, η πόλη ή κωμόπολη, είναι αντιληπτά ως η βάση για νέες δημοκρατικές αλλαγές (Roussopoulos 2015:92).
Οι κοινωνικοί οικολόγοι βλέπουν την ιστορική σύγκρουση για την εξουσία μεταξύ κοινότητας και έθνους-κράτους. Αντίθετα με το κράτος, που έχουν φυσική ροπή προς τον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό και την ιεραρχία, οι πόλεις τείνουν να ενδυναμώνουν τους τοπικούς πληθυσμούς, να δημιουργούν πολίτες, να εμπλέκονται ενεργά στις δημόσιες υποθέσεις. Σήμερα όμως, η πόλη έχει υποταχθεί στις κυρίαρχες φαντασιακές νοηματοδοτήσεις, εγκαταλείποντας τον προγενέστερο ρόλο της ως δημόσιο χώρο κοινωνικοποίησης και με το να γίνεται αντίθετα ένα τεράστιο αστικό τέρας, απορροφώντας παραδοσιακές κουλτούρες και παράγοντας αποξένωση. Μια στρατηγική για την επανεφεύρεση  των πόλεων, που στηρίζουν οι κοινωνικοί οικολόγοι, είναι ο ελευθεριακός κοινοτισμός. Είναι ένα πολιτικό σχήμα, που αναπτύχθηκε αρχικά από τον ελευθεριακό θεωρητικό Murray Bookchin, που προωθεί την δημιουργίας αμεσοδημοκρατικών σωμάτων λήψης αποφάσεων, όπως οι λαϊκές συνελεύσεις και τα συμβούλια, στον αστικές γειτονιές και στις πόλεις. Έτσι δημιουργούνται πιθανώς οι συνθήκες για τους πολίτες να πάρουν πίσω τον έλεγχο των πόλεων τους.
Ο ελευθεριακός κοινοτισμός ενθαρρύνει την δυαδική εξουσία π.χ. μια κατάσταση που η εξουσία του κράτους θα αμφισβητείται από τις ενδυναμωμένες δημοκρατικές κοινότητες. Ενώ αρχικά μια σχετική ειρηνική συνύπαρξη των δύο είναι αναμενόμενη αρχικά, λογικά μια σύγκρουση μεταξύ των δυο αναμένετε να προκύψει αργά ή γρήγορα. Έτσι αναδύεται η ανάγκη για την συνεργασία μεταξύ τέτοιων απελευθερωμένων πόλεων.
Μιλώντας ιστορικά, ανεξάρτητες κοινότητες τείνουν να ενώνουν τις δυνάμεις τους σε συνομοσπονδιακές συμμαχίες, όχι μόνο για την προστασία από κοινούς εχθρούς, αλλά και για το μοίρασμα πόρων και γνώσης. Οι κοινωνικοί οικολόγοι αποκαλούν αυτό το οργανωτικό μοντέλο, δημοκρατικό συνομοσπονδισμό. Ο στόχος του είναι να βάλει τις βάσεις για μια πραγματικά αυτόνομη κοινωνία. Αντί του συγκεντρωτικού μηχανισμού του κράτους που κυβερνά το πληθυσμό, αντιπροτείνει την άμεση δημοκρατία τοπικών σωμάτων λήψης αποφάσεων για την αυτοδιαχείριση, την δικτύωση μεταξύ τους μέσω περιφερειακών συνομοσπονδιών, κάνοντας έτσι το κράτος παρωχημένο. Μια εκδοχή αυτού χτίζεται αυτή τη στιγμή στην Μέση Ανατολή από τις κοινότητες της Ροζάβα.
Η σύνθεση μεταξύ ελευθεριακού κοινοτισμού και δημοκρατικού συνομοσπονδισμού επιχειρεί μια μόνιμη κοινωνική επανάσταση. Στοχεύει στην ριζοσπαστικοποίηση και την χειραφέτηση μιας πόλης μετά την άλλη, μέσα από τοπικές πλατφόρμες και ύστερα ενώνοντας αυτές τις επαναστατημένες πόλεις μέσα από συνομοσπονδιακά σώματα. Με τον τρόπο αυτό οι παρούσες λειτουργίες του κράτους και των ιδιωτικών /καπιταλιστικών οντοτήτων θα τις αναλάβει ο χειραφετημένος δήμος.
  1. Συμπέρασμα
Μπροστά μας βρίσκονται αβέβαιοι καιροί. Μετά από αιώνες εκμετάλλευσης της φύσης, μοιάζει να έχουμε ξεπεράσει τα όρια της. Επιστήμονες και κοινότητες που ζουν κοντά στη γη μας προειδοποιούν για τις σοβαρές επιπτώσεις που οι κοινότητες μας θα πρέπει να πληρώσουν για ένα καπιταλιστικό τρόπο ζωής που μας επιβλήθηκε από κυβερνήσεις και διεθνείς θεσμούς. Ενώ ένας αυξανόμενος αριθμός από ανθρώπους αρχίζει να συνειδητοποιεί την καταστροφική επίπτωση που αυτή η νεοφιλελεύθερη συνδιαλλαγή έχει πάνω τόσο στους ανθρώπους όσο και στη φύση, οι κυβερνώντες ελίτ αγνοούν την απειλή και εξακολουθούν να βαδίζουν στο ίδιο μονοπάτι, από το οποίο εξαρτάται η εξουσία τους.
Η όλο και βαθύτερη αυτή οικολογική κρίση έχει γεννήσει ένα μαζικό κίνημα που στοχεύει στην προστασία της φύσης. Έχει καταφέρει να επιτύχει μερικές νίκες, έχει όμως αντιμετωπίσει και σοβαρούς περιορισμούς, κυρίως εξαιτίας της στενά οικολογικής αντίληψης της πλειοψηφίας των ανθρώπων που συμμετέχουν σε αυτό. Παρά τα πολλά χρόνια κοινοβουλευτικής πίεσης και εκκλήσεις για πιο οικολογική καταναλωτική κουλτούρα, έχουμε φτάσει στην άκρη του γκρεμού και λίγα μόνο βήματα ακόμη μας χωρίζουν από μια ελεύθερη πτώση. Το Κράτος και οι μεγάλοι πράσινοι οργανισμοί έχουν αποτύχει να αντιμετωπίσουν με επιτυχία αυτή την κρίση επιβίωσης.
Αντί να προσπαθούμε να πετύχουμε κοινωνική αλλαγή μέσα από τους κάθετους μηχανισμούς των σύγχρονων γραφειοκρατικών συστημάτων, πρέπει να κοιτάξουμε στη βάση, όπου ήδη πολλές κοινότητες (σημαντικό μέρος των οποίων αυτόχθονες) έχουν δείξει στην πράξη δημοκρατικούς και βιώσιμους τρόπους ζωής. Δυστυχώς ένα μεγάλο τμήμα των πιο ριζοσπαστών οικολόγων είναι αποκομμένο από το δημόσιο λόγο και αντίθετα εξασκεί εμπνευσμένες από το new age πρακτικές αυτοβοήθειας και lifestyle.
Υπάρχει όμως το παράδειγμα της πολιτικής οικολογίας, που προτείνουν οι κοινωνικοί οικολόγοι και πολλά κοινωνικά κινήματα που μπορεί να είναι ανάμεσα στους καλύτερους τρόπους να συνδέσουν την οικολογική βιωσιμότητα με την κοινωνική και ατομική χειραφέτηση. Μπορούμε να υποθέσουμε με βεβαιότητα πως μια τέτοια ολιστική προσέγγιση μπορεί να είναι μια κατάλληλη απάντηση σε μια κρίση όπως η υπάρχουσα οικολογική. Η συνεχιζόμενη υποβάθμιση της φύσης, που παράγει απρόβλεπτα φαινόμενα όπως η κλιματική αλλαγή, αναμένεται να βαθύνουν άλλες κρίσεις όπως η μεγέθυνση ακόμα περισσότερο της παγκόσμιας φτώχιας και δημιουργώντας μεταναστευτικές ροές κλιματικών προσφύγων. Έτσι μια πολυδιάστατη εναλλακτική είναι απαραίτητη απέναντι τόσο στην απεριόριστη οικονομική ανάπτυξη και στην κυριαρχία ως κοινωνικού παραδείγματος.
Η πολιτική οικολογία που ξεπερνά την στενή οικολογία και την κοινοβουλευτική πίεση μπορεί να μην προσφέρει ένα ολοκληρωμένο συστημικό μοντέλο από μόνη της, αλλά είναι κάτι ακόμα πιο σημαντικό – μπορεί να λειτουργήσει σαν μια πυξίδα σε μια περίοδο κοινωνικού αποπροσανατολισμού και γενικευμένης ασημαντότητας. Είναι μια προσπάθεια στη δημιουργία ενός χάρτη που θα μας πάει πέρα από την παρούσα εποχή των κρίσεων, προς ένα πιο ανθρώπινο, δημοκρατικό και βιώσιμο μέλλον. Αυτό όμως εξαρτάται από εμάς, τα κινήματά μας και τις κοινότητες μας για να κάνουμε τη κρίσιμη επιλογή μεταξύ της οικολογίας και της καταστροφής.




πηγή geniusloci2017 Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

* Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Resilience.org
- Ο Αντώνης Μπρούμας είναι ανεξάρτητος ερευνητής και ακτιβιστής των κινημάτων βάσης. Ασχολείται με ζητήματα, που αφορούν την πολιτική οικονομία των κοινωνικών κινημάτων, τα κοινά και την αλληλεπίδραση μεταξύ δικαίου και τεχνολογίας. 
- Ο Yavor Tarinski είναι υπεύθυνος βιβλιογραφίας έργων του Κορνήλιου Καστοριάδη στη βουλγαρική γλώσσα, στο Agora International καθώς και συντάκτης στο lifeaftercapitalism.info. Μέλος του οργανωτικού συμβουλίου του TRISE (Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνικής Οικολογίας). 
Και οι δυο είναι μέλη της Σ.Ο. του περιοδικού Βαβυλωνία
** Το παρόν άρθρο σε συντομευμένη εκδοχή χρησιμοποιήθηκε ως εισαγωγή στο βιβλίο "Πολιτική Οικολογία: Πέρα από τον περιβαλλοντισμό" (Εκδ. Ελευθεριακή Κουλτούρα,2017) του Δημήτρη Ρουσσόπουλου. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θέλετε να βάλετε ενεργό link στο σχόλιό σας; BlogU