Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς

του Χρήστου Μπαξεβάνη*
Η πολυεπίπεδη κρίση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια ανέδειξε μεταξύ άλλων το αίτημα για ριζική ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος και την ανάγκη για τη διατύπωση μιας ολοκληρωμένης εναλλακτικής πολιτικής πρότασης.
Χρειάστηκαν μόλις τρία χρόνια κρίσης και τρία μνημόνια προκειμένου οι λέξεις και οι έννοιες που μας επέτρεπαν μέχρι πρότινος να αυτοτοποθετούμαστε στον πολιτικό χάρτη, να έχουν χάσει την παραδοσιακή νοηματική τους αξιοπιστία και η σταθερότητας ενός γενικά αποδεκτού πολιτικού λεξιλογίου να δώσει τη θέση της στην αμηχανία του τι μπορεί να σημαίνει στην παρούσα συγκυρία Δεξιά και Αριστερά.
Στην εποχή του μνημονίου δεν ξέρουμε πραγματικά αν σκεφτόμαστε και πράττουμε ως "δεξιοί" ή ως "αριστεροί", δεν ξέρουμε πώς να κατατάξουμε εμάς ή τους άλλους.
Η ανανέωση, ωστόσο, του πολιτικού συστήματος και η διαμόρφωση μιας εναλλακτικής ριζοσπαστικής πολιτικής πρότασης δεν μπορεί να αφορά μόνο την αντιπροσωπευτικότερη εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία ή τον σχηματισμό συμμαχικών κυβερνήσεων στην κατεύθυνση της σύνθεσης συγγενών πολιτικών δυνάμεων, ιδίως υπό το βάρος της τρέχουσας κρίσης. Αντίθετα, πρόκειται για έναν ευρύτερο πολιτικό μετασχηματισμό και μια ριζική ανανέωση του πολιτικού σκηνικού που θα βασίζεται σε μια διαλεκτική σύνθεση (και όχι απλώς σύγκλιση) ανάμεσα στον φιλελευθερισμό και τον σοσιαλισμό.
Ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός συνιστούν ανταγωνιστικές πνευματικές και πολιτικές παραδόσεις που αναμετρήθηκαν συχνά στην ιστορία των ιδεών και ως εκ τούτου η συνάφεια ανάμεσά τους, αρχικώς μπορεί να φαίνεται παράδοξη, ιδίως στους επαγγελματίες των ιδεολογιών και τους πολιτικούς γραφειοκράτες, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να μοιράσουν ιδεολογικά και πολιτικά οικόπεδα χαράσσουν ανυπέρβλητες διαχωριστικές γραμμές, βάζουν αυστηρά σύνορα και εμφανίζουν τον «άλλο» ως «απόλυτο κακό».
Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τόσο ο σοσιαλισμός, όσο και ο φιλελευθερισμός, ως επίγονοι της παράδοσης του Διαφωτισμού, εμφανίζουν κοινές πολιτικές καταβολές και παράλληλες ιστορικές διαδρομές, αμφότεροι προσανατολισμένοι στη χειραφέτηση του ατόμου και στην άρση των διακρίσεων. Μπορεί φυσικά κάτι τέτοιο να μην είναι αρκετό για να καταδείξει την υποστηριζόμενη συνάφειά τους, είναι όμως αφετηρία για την αναζήτησή της.
Η φιλοδοξία μια τέτοιας σύνθεσης είναι να συνδυάσει, σύμφωνα με τον Ν. Bobbio, τους στόχους του σοσιαλισμού για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη με τις αρχές και τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η σύνθεση, ωστόσο, των δύο ρευμάτων δεν συνίσταται απλώς και μόνο σε ένα εκλεκτικό άθροισμα ανάμεσα στα καλύτερα στοιχεία των δύο ιστορικών ιδεολογιών.
Αντίθετα, σημαίνει ποιοτική αλλαγή και πέρασμα σε ένα άλλο ποιοτικό επίπεδο που δεν υπήρξε ποτέ πριν. Πρόκειται κατ’ ουσία για μια βαθειά διαδικασία ανα-σύνθεσης της πολιτικής που θα ξεπερνά το παραδοσιακό δίπολο Δεξιάς-Αριστεράς και θα υπερβαίνει τόσο την παλαιού τύπου σοσιαλδημοκρατία, όσο και τον νεοφιλελευθερισμό.
Σύμφωνα με την θεωρία «του αποκλεισμού του Τρίτου», ο πολιτικός χάρτης είναι χωρισμένος σε δύο μόνο μέρη, όπου το ένα αποκλείει το άλλο και τίποτα δεν μεσολαβεί μεταξύ τους. Σύμφωνα με τη θεωρία «της συμμετοχής του Τρίτου», μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς μεσολαβεί ένας χώρος που δεν ανήκει ούτε στην Αριστερά, ούτε στην Δεξιά, αλλά βρίσκεται σε ίση απόσταση και από τις δύο. Αντίθετα, σύμφωνα με την θεωρία «της Σύνθεσης του Τρίτου», μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς υπάρχει ένας χώρος που δεν βρίσκεται στο μέσον μεταξύ των δύο άκρων, αλλά επιθυμεί να πάει πέρα ...
από τη Δεξιά και την Αριστερά.
Πρόκειται λοιπόν, για τη διαμόρφωση ενός χώρου που εμφανίζεται όχι ως συμβιβασμός μεταξύ δύο άκρων, αλλά ως μορφή υπέρβασης του ενός και του άλλου, και επομένως ως ταυτόχρονη παραδοχή και αναίρεση. Κάτι τέτοιο βέβαια προϋποθέτει όχι μόνο την επαναβεβαίωση των αφετηριακών παραδοχών και των ηθικών/αξιακών πλαισίων τους, αλλά και την ανασημασιοδότησή τους, εξαιτίας της κρίσης που βιώνουν τόσο το μοντέλο της κλασσικής σοσιαλδημοκρατίας, όσο και του νεοφιλελευθερισμού στη μεταβιομηχανική εποχή. 
Ποιοι είναι, λοιπόν, οι ιδεολογικοί και στρατηγικοί όροι για την διαλεκτική σύνθεση των δύο ρευμάτων;
1) Βασική κινητήρια δύναμη είναι η πίστη πως ο σοσιαλισμός, τουλάχιστον με τη μορφή του δογματικού κολεκτιβισμού και του κεντρικού σχεδιασμού που έλαβε είτε με την εκδοχή του Σοβιετικού Κομουνισμού στην Ανατολή, είτε με αυτή της Κεϋνσιανής «συμβιβαστικής» λύσης πρόνοιας στη Δύση, έχει χρεοκοπήσει.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας την τελευταία τριακονταετία συνιστά λιγότερο μια ιστορικά συγκυριακή κρίση δυσμενών συσχετισμών και περισσότερο μια κρίση «παραδείγματος», με την έννοια που δίνει στο «παράδειγμα» ο Thomas Kuhn.
Σύμφωνα με τον Ralf Dahrendorf, η παλαιού τύπου σοσιαλδημοκρατία βιώνει τις τελευταίες δεκαετίες μια υποχώρηση, αν όχι διάψευση, των βασικών παραδοχών της (για τον κεντρικό ρόλο του κράτους στον προγραμματισμό της οικονομικής πολιτικής και μιαν ευρεία δέσμευση στο πεδίο του κράτους πρόνοιας) από τις οποίες πηγάζουν οι επί μέρους προσλαμβάνουσες.
2) Εμπιστοσύνη στις δημιουργικές δυνάμεις της αγοράς και τις κοινωνικά επωφελείς συνέπειες της ατομικής πρωτοβουλίας.
Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και η αντικατάστασή της από κάποια μορφή συλλογικής διαχείρισης, εκτός του ότι είναι σήμερα δημοκρατικά ανέφικτη, είναι και εν πολλοίς ανεπιθύμητη, ειδικά αν εξετάσουμε τα αποτελέσματα στις χώρες που εφαρμόστηκε ο σοσιαλισμός.
Από την άλλη πλευρά δεν μπορεί να παραγνωρίζει κανείς την αντίστοιχη κρίση, διαφορετικής φυσικά μορφής και αιτίων, παρόμοιου όμως εύρους και έντασης, που βιώνει και ο φιλελεύθερος χώρος. Ο νεοφιλελευθερισμός, η πλέον αντιπροσωπευτική έκφρασή του φιλελευθερισμού του 20ου αιώνα, έχει πλέον εξαντλήσει την δυναμική του. Η οικονομική ανισότητα, η κοινωνική πόλωση και η επιβάρυνση του περιβάλλοντος, η προτεραιότητα της οικονομίας έναντι της πολιτικής, η απουσία δημοκρατικού ελέγχου και ρύθμισης των παγκόσμιων αγορών βρίσκονται στον πυρήνα της σύγχρονης κριτικής.
Παραμένει, ωστόσο, γεγονός ότι η φιλελεύθερη κεφαλαιοκρατική δημοκρατία δεν περιέχει σοβαρές εσωτερικές αντιφάσεις που θα μπορούσαν να την υπονομεύσουν και να την πλήξουν ως πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό σύστημα, εξαρτώντας την επίλυσή τους από την έλευση ενός επιπλέον σταδίου εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας. Με άλλα λόγια, οι σύγχρονες κοινωνίες (τουλάχιστον σίγουρα οι δυτικές) ακόμα και εν μέσω κρίσης, δεν φαίνονται πρόθυμες να εγκαταλείψουν τις αρχές του φιλελευθερισμού, τόσο στη σφαίρα της πολιτικής όσο και σε αυτή της οικονομίας.
3) Μια νέα εξισορρόπηση ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα σε συνδυασμό με τον κατάλληλο καθορισμό της φύσης του ατομικισμού στη σημερινή κοινωνία.
Η λειτουργική σύνθεση του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού περνάει μέσα από την επαναβεβαίωση της προτεραιότητας της ελευθερίας ως ηθική επιταγή της πολιτικής οικονομίας (όπως ακριβώς επαναφέρει μέσα από το έργο του ο ριζοσπάστης οικονομολόγος Amartya Sen) πέρα από την κυριαρχία του στείρου οικονομισμού, απότοκου του φιλοσοφικού ωφελιμισμού.
Με άλλα λόγια, η αναφορά στη φιλελεύθερη παράδοση που μας ενδιαφέρει, δεν περιλαμβάνει την παντελή απουσία πολιτικών ρυθμίσεων της οικονομικής δραστηριότητας ούτε περιορίζεται σε έναν στενό ευδαιμονιστικό υπολογισμό. Έτσι, η σχέση ελευθερίας και ισότητας κατανοείται ως ζήτημα συμφιλίωσης μεταξύ της αλληλεγγύης και της αυτονομίας, όπου η τελευταία δεν μπορεί να θεωρείται ταυτόσημη με τον εγωισμό και την συμφεροντολογική συμπεριφορά της αγοράς που μεγιστοποιεί το κέρδος. Ο «νέος ατομικισμός» επιζητεί μια ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και της επιχειρηματικότητας αφενός, και του κοινωνικού καθήκοντος και της ηθικής ευθύνης αφετέρου.
4) Το επόμενο πεδίο σύνθεσης των δύο ρευμάτων σχετίζεται με την ανάγκη να επανασχεδιαστεί η λειτουργία του κράτους καθώς και να επαναξιολογηθεί η λογική των προνοιακών πολιτικών.
Η αυταπάτη του «λεφτά υπάρχουν» σφράγισε ως κύκνειο άσμα την οριστική χρεοκοπία ενός μοντέλου που χαρακτηρίστηκε επί μακρόν από έλλειψη ανταγωνιστικότητας και ανεπαρκή διοίκηση, ολιγοπώλια, υπερβολικό δημόσιο χρέος και χαμηλό επίπεδο δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων, και το οποίο (μοντέλο) βασίστηκε στον εκτεταμένο κρατισμό, την ικανοποίηση των «λαϊκών» διεκδικήσεων με επιδόματα και επιδοτήσεις, τις πελατειακές νοοτροπίες και τις επιλεκτικές παροχές σε ομάδες ψηφοφόρων, τους κομματικούς στρατούς και τις κρατικοδίαιτες συνδικαλιστικές συντεχνίες.
Η κρίση αποτελεί ευκαιρία προκειμένου να σχεδιαστεί ένα κράτος -στρατηγείο που θα επικεντρώνεται στην τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού και στη διαμόρφωση ενός ευνοϊκού (οικονομικού) περιβάλλοντος αφενός, και στην κοινωνική επένδυση αφετέρου, που σημαίνει να ενισχύει την ικανότητα και τις γνώσεις του ανθρώπινου δυναμικού μιας χώρας.
Στο πλαίσιο αυτό, ένα σύγχρονο κράτος πρόνοιας δεν μπορεί να βασίζεται ούτε στην νεοφιλελεύθερη λογική του «να τα βγάζει ο καθένας πέρα μόνος του», ούτε στην πρόνοια τύπου γκουβερνάντας, όπου το κράτος σε φροντίζει από την κούνια μέχρι τον τάφο σου, αλλά σε μια «γενναιόδωρη επιλεκτικότητα» όπου στόχος είναι να «βοηθάμε τους ανθρώπους να βοηθήσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους», ή για να θυμηθούμε τα λόγια του B. Clinton να τους βοηθάμε «να ορθοποδήσουν και όχι να αποφύγουν τα προβλήματα».
Πρόκειται για ένα σύγχρονο κράτος επενδύσεων το οποίο απομακρύνεται τόσο από τον οικονομικό ωφελιμισμό των συντηρητικών αλλά και νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων, όσο και από τον σοσιαλιστικό εξισωτισμό, ο οποίος αποτελεί κατ’ ουσία μια μορφή ισοπεδωτικής ισότητας.
Εάν δεχτούμε με βάση τα παραπάνω, ότι υπάρχει ένα πεδίο ριζοσπαστικής πολιτικής, τότε απομένει να εξετάσουμε ποιος είναι εκείνος που θα την υλοποιήσει. Με άλλα λόγια τι γίνεται με το πρόβλημα του φορέα;
Η συγκρότηση ενός μεγάλου ευρωπαϊκού μετώπου που κινείται σε μεταρρυθμιστική τροχιά και εκσυγχρονιστική κατεύθυνση, από κόμματα, κινήσεις πολιτών και μεμονωμένους πολιτικούς, από τις παρυφές της κεντροδεξιάς μέχρι την ανανεωτική και δημοκρατική αριστερά, μπορεί να αποτελέσει μια βιώσιμη λύση διακυβέρνησης που θα συμβάλει όχι μόνο στην έξοδο της χώρας από την κρίση, αλλά θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για τη συνολική ανάταση της ελληνικής κοινωνίας. Είναι αυτές οι δυνάμεις που θα διεκδικήσουν επίσης την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης και την ενιαία οικονομική διακυβέρνηση.
Η κρίση αποτέλεσε αφορμή προκειμένου να επανέλθει εκ νέου το αίτημα του εξευρωπαϊσμού της ελληνικής κοινωνίας. Την πρώτη φορά το έθεσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με την παράταξη της κεντροδεξιάς και με επαγγελία τον εκδημοκρατισμό. Τη δεύτερη φορά επανήλθε από τον Κώστα Σημίτη, την κεντροαριστερά και την επαγγελία του εκσυγχρονισμού. Σήμερα, ο εξευρωπαϊσμός φαντάζει περισσότερο ως μια αναγκαιότητα ή κατά άλλους ως εξωτερική επιβολή, και πάντως λιγότερο ως πλειοψηφικό ρεύμα ή πάνδημο αίτημα.
Το σίγουρο, ωστόσο, είναι πως αν ο ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας παραμείνει για άλλη μια φορά στο επίπεδο της ανεκπλήρωτης επαγγελίας, τότε δεν θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε απλώς και μόνο τις συνέπειες μιας αποτυχίας στην υλοποίηση ενός σχεδίου ή μνημονίου, αλλά την αμφισβήτηση αυτού του ίδιου του προτύπου, δηλαδή της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας μας. 
Και τότε δεν θα ανοίξουν οι πόρτες στις «λαϊκές δυνάμεις», που ίσως ορισμένοι αφελώς ελπίζουν, αλλά στην εθνική περιπέτεια και στην φασίζουσα εκτροπή. Ή μήπως η κερκόπορτα έχει ήδη ανοίξει;


* Ο Χρήστος Μπαξεβάνης είναι δικηγόρος, Διδάκτωρ Νομικής Α.Π.Θ. 
* πηγή: maga.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θέλετε να βάλετε ενεργό link στο σχόλιό σας; BlogU