Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

Επιτάχυνση ή επιβράδυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης;

κατασκευή του Lew French 
Ελευθερώστε τον ατμό!

του Δημήτρη Γουμάγια
Ηλεκτρολόγος Μηχανικός Πολυτεχνείο Βερολίνου, τέως Δημοτικός Σύμβουλος στο Βερολίνο (1999-2011), μέλος των Πράσινων της Γερμανίας (Bündnis90/Die Grünen)

Επιχειρήματα για μια επιλεκτική επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης

Ακόμα και μετά από περισσότερο από πέντε δεκαετίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τα εθνικά οικονομικά και κοινωνικά μοντέλα στην Ευρώπη διαφέρουν σημαντικά. Η ετερογένεια, ωστόσο, βασικά δεν είναι ένα κακό πράγμα, δεδομένου ότι δεν υπάρχει «ο ένας καλύτερος τρόπος» του καπιταλισμού. Αντίθετα, τα διαφορετικά μοντέλα της φιλελεύθερης Βρετανίας, των βόρειων ευρωπαϊκών χωρών της ηπείρου, των νότιο-ευρωπαϊκών χωρών της Μεσογείου και οι πρώην μεταβατικές οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης, όλα έχουν συγκεκριμένα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους. 
Η Ευρωπαϊκή Ένωση όμως, κάτω από το όραμα ενός φιλελεύθερου μοντέλου, έχει αναπτύξει τις τελευταίες δεκαετίες όλο και περισσότερο πίεση για να ισοπεδώσει αυτές τις διαφορές. Η διαδικασία αυτή έχει προχωρήσει πάρα πολύ και είναι καιρός να απελευθερώσουμε λίγο ατμό από τον Ευρωπαϊκό λέβητα πίεσης, προκειμένου να αποφευχθεί η έκρηξη του.
Ευρωπαϊκή Οικονομική Ολοκλήρωση: Ο δρόμος προς την αναγκαστική φιλελευθεροποίηση

Στην επιτάχυνση της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης μπορούμε να διακρίνουμε απλουστευμένα τρεις φάσεις: Μια φάση της συνύπαρξης των ευρωπαϊκών οικονομικών και κοινωνικών μοντέλων (τέλη τις δεκαετίας του 1950 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970), μια φάση του ανταγωνισμού μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομικών και κοινωνικών μοντέλων (μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990) και μια φάση της σύγκλισης των ευρωπαϊκών οικονομικών και κοινωνικών μοντέλων ή μιας προσπάθειας για την επιβολή αυτής της σύγκλισης (από τα τέλη της δεκαετίας του 1990).

Σε αντίθεση με την τελωνειακή ένωση της πρώτης φάσης επέδρασε η δεύτερη φάση της εσωτερικής αγοράς για τα αγαθά, κάπως βαθύτερα στα εθνικά καπιταλιστικά συστήματα. Με βάση τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για Dassonville (11.07.1974) και Cassis de Dijon (20.02.1979) (ελεύθερη αγορά στην ΕΕ) και με την ώθηση, βάση αυτών των αποφάσεων, για την ολοκλήρωση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, περιορίστηκε η κυριαρχία των κρατών μελών στη ρύθμιση της αγοράς των προϊόντων από τις αρχές της αμοιβαίας αναγνώρισης. 
Έτσι, η ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων καθώς και των εθνικών τους ιδρυμάτων που τις στήριζαν αυξήθηκε σημαντικά, ωστόσο η ύπαρξη των εν λόγω ιδρυμάτων βασικά δεν αμφισβητήθηκε.

Αυτό άλλαξε στην τρίτη φάση όπου η απελευθέρωση των αγορών προϊόντων επεκτάθηκε και στις αγορές των υπηρεσιών, των κεφαλαίων και των προσώπων (ελευθερία εγκατάστασης επιχειρήσεων, ελεύθερη παραμονή πολιτών). Η απελευθέρωση αυτών των αγορών, σύμφωνα με την κατευθυντήρια αρχή της σύγκλισης σε ένα φιλελεύθερο μοντέλο του καπιταλισμού, επέδρασε ασύγκριτα πολύ βαθύτερα στα διάφορα θεσμικά όργανα των οικονομικών και κοινωνικών μοντέλων. Αυτό έγινε εμφανές για παράδειγμα στην αρχικά προβλεπόμενη από την Επιτροπή Οδηγία-Εξαγορών, κατά την οποία η εφαρμογή μιας ανοιχτής αγοράς για εταιρικό έλεγχο, η ισορροπία δυνάμεων στην εταιρία θα είχε μετατοπιστεί σαφώς υπέρ των επενδυτών. 

Αυτή η διαδικασία ελευθέρωσης έχει προχωρήσει σημαντικά από την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όπου οι πρωτοβουλίες της Επιτροπής συχνά έχουν φρενάρει από την αντίσταση στις κοινωνίες των χωρών μελών αρχικά (π.χ. οδηγία για τις υπηρεσίες), ενώ τα πραγματικά βήματα φιλελευθεροποίησης επιβλήθηκαν από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται επίσης οι αποφάσεις σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση - με μια πιθανή απειλή της γερμανικής συν διοίκησης (Centros 09.03.99, Überseering 1999, Inspire Art 1999, ελεύθερη εγκατάσταση εταιριών) - και στον περιορισμό των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων σε ανταγωνισμό με την εγκατάσταση και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (βλέπε Viking, Laval, Rüffert).

Η κρίση του ευρώ και η πολιτική διάσωσης του: Η πίεση στον λέβητα συνεχίζει να αυξάνεται

Με τη ριζοσπαστικοποίηση της εναρμόνισης των ευρωπαϊκών οικονομικών και κοινωνικών μοντέλων στο φιλελεύθερο μοντέλο, η ΕΕ θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο τα δικαιώματα των εργαζομένων στη Βόρεια Ευρώπη αλλά προώθησε, πριν ακόμη από την κρίση του ευρώ, μια αρνητική πολιτικοποίηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως πχ. ήδη είδαμε στο γαλλικό, ολλανδικό και ιρλανδικό δημοψήφισμα. 

Η εισαγωγή ενός κοινού νομίσματος - και τα βήματα για την απόπειρα διάσωσης του - ακολουθούν την ίδια λογική της αναγκαστικής ομογενοποίησης των ετερογενών μοντέλων υπό την αιγίδα ενός μη πλειοψηφικού ιδρύματος (ΕΚΤ), με πολύ πιο προβληματικές συνέπειες. Έτσι συνέβαλε η ύπαρξη διαφορετικών μισθολογικών και διαπραγματευτικών συστημάτων στις οικονομίες των κρατών της ζώνης του ευρώ, σε συνδυασμό με μια ενιαία νομισματική πολιτική, σημαντικά στην εμφάνιση της κρίσης του ευρώ. Ενώ οι βόρειες οικονομίες, με τις σχετικά ισχυρές συνδικαλιστικές τους οργανώσεις είναι σε θέση να καλύψουν στις διαπραγματεύσεις τους το στενό διάδρομο μεταξύ των πραγματικών μισθών και την εξασφάλιση της κερδοφορίας για τους μισθούς τους και την εταιρία, η δυνατότητα αυτή λείπει στις οικονομίες του νότου. 

Με την κατάργηση του διορθωτικού μέσου μιας εθνικής νομισματικής πολιτικής (ενιαίο επιτόκιο της ΕΚΤ, εξαλείφοντας τη δυνατότητα υποτίμησης) επήλθαν εδώ σημαντικές διαφορές στην ανταγωνιστικότητα, των οποίων οι αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη μόνο προσωρινά με την επέκταση της ιδιωτικής και της δημόσιας πρόσβασης σε πιστώσεις για τις οικονομίες της νότιας Ευρώπης, δηλαδή στη χρηματοδότησή της, θα μπορούσαν να εξισορροπηθούν.

Η δραστική αύξηση του χρέους ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης δεν άφησε πλέον αυτές τις ανισορροπίες να είναι αποδεκτές και οδήγησε στα ...
τρέχοντα προγράμματα μεταρρύθμισης της ΕΕ, όπου οι χώρες με έλλειμμα αναγκάστηκαν να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους μέσω της δημοσιονομικής συστολής και μιας βαθύτερης φιλελευθεροποίησης. Εδώ και πάλι κυριαρχεί η λογική του «ενός καλύτερου δρόμου», με τον οποίο επιδιώκεται να επιβληθούν, στις οικονομίες του νότου, φιλελεύθερα θεσμικά ιδρύματα (για παράδειγμα σε σχέση με τις αγορές εργασίας).

Αλλά ένα τέτοιο θεσμικό σχέδιο δεν μπορεί να λειτουργήσει και έχει ήδη οδηγήσει σε μια βαθιά κρίση στις πληγείσες οικονομίες. Η πρόσφατη σταθεροποίηση που επήλθε λαμβάνει χώρα σε ένα χαμηλό επίπεδο και η μείωση των ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών ή η επίτευξη μικρών πλεονασμάτων, οφείλεται στη μείωση των εισαγωγών και όχι σε μια ανακτηθείσα ανταγωνιστικότητα. Οδηγεί επιπλέον σε αύξηση των συγκρούσεων με άλλες οικονομικές περιοχές, όπως πχ. με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η συνέχιση αυτής της πορείας θα είναι καταστροφική. Για την νότια Ευρώπη αυτό σημαίνει ότι την περιμένουν δεκαετίες στασιμότητας. Για τον Βορρά αυτό σημαίνει όχι μόνο στασιμότητα σε σημαντικές εξαγωγικές αγορές, αλλά αιωρείται σαν διαρκής απειλεί ένας κίνδυνος μιας χαοτικής κατάρρευσης του Ευρωσυστήματος. 
Θα πρέπει να περιμένουμε λοιπόν να αυξάνονται οι εντάσεις μεταξύ των κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ για την συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του προγράμματος από τη μία πλευρά και τις αποζημιώσεις μέσω μεταβιβάσεων (ή δημιουργίας χρηματοδοτικών πακέτων) από την άλλη. Θύματα μιας τέτοιας εξέλιξης δεν είναι μόνο οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι στις χώρες του ελλείμματος, αλλά εκτός από τους φορολογούμενους στα πλεονασματικά κράτη μέλη, και όλοι εκείνοι οι πολίτες που είναι εξαρτημένοι έμμεσα από τις αντίστοιχες οικονομικές μεταβιβάσεις -όπως αποδέκτες κοινωνικών παροχών που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό του κράτους (φόρους)- και συνεπώς τους αφορά σαν διεκδικητές από τους περιορισμένους δημοσιονομικούς πόρους.

Φυγή προς τα εμπρός; Ο κίνδυνος έκρηξης από ένα περαιτέρω υψηλό βήμα ολοκλήρωσης

Τα προφανή προβλήματα της υφιστάμενης πολιτικής διάσωσης του ευρώ λαμβάνουν πολλοί σοσιαλδημοκράτες παρατηρητές ως αφορμή να προτείνουν στήριξη αυτής τις πολιτικής με μια κοινωνική συνιστώσα. Σε αυτές περιλαμβάνονται όχι μόνο πολύ εκτεταμένες οικονομικές μεταβιβάσεις, αλλά επίσης και φιλόδοξες προτάσεις για την ενίσχυση της ολοκλήρωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. 

Από τη σκοπιά που περιγράφεται εδώ ωστόσο, οι προτάσεις αυτές δεν οδηγούν σε αποτελέσματα διότι ούτε την αναγκαστική συμπίεση των ετερογενών καπιταλιστικών μοντέλων, από το σύστημα του ευρώ, τροποποιούν, ούτε οι διατάξεις του Συμφώνου Δημοσιονομικής πολιτικής τροποποιούνται ριζικά. Τα κοινωνικά προβλήματα των οικονομιών των κρατών του νότου πράγματι θα είχαν επιβραδυνθεί κάπως, αλλά στο πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας θα άλλαζαν πολύ λίγα, καθώς θεσμικά ιδρύματα, όπως πχ. το γερμανικό σύστημα μισθολογικών διαπραγματεύσεων ή το σύστημα της επαγγελματικής εκπαίδευσης είναι συνδεδεμένο με τις ειδικές κοινωνικές συνθήκες και ως εκ τούτου δεν είναι εύκολα εξαγώγιμα. 

Επίσης η έκταση της κοινωνικής ανακούφισης θα παρέμενε περιορισμένη, δεδομένου ότι οι πολιτικές οικονομικών πακέτων που θα ήταν εφικτές στις βόρειες κοινωνίες, δύσκολα θα επαρκούσαν για να βελτιωθεί η κατάσταση στις οικονομίες του νότου ριζικά. Στο τέλος, ακόμη και πολύ μεγάλες οικονομικές μεταφορές δεν οδηγούν υποχρεωτικά σε μια ανάκαμψη της πραγματικής οικονομικής δυναμικής, όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε στο Mezzogiorno (νότια Ιταλία) και στην Ανατολική Γερμανία.

Ένα περαιτέρω άλμα ολοκλήρωσης δεν θα είχε ακόμη και στην ίδια τη Γερμανία, αυτή τη στιγμή μάλλον την πιο ευρώ-φιλική χώρα, μια μικρή προοπτική για ευρεία κοινωνική υποστήριξη, ακόμη πολύ λιγότερο όμως σε άλλα κράτη μέλη, όπως. πχ. στη Γαλλία ή ακόμη και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αντίθετα, ένα περαιτέρω άλμα ώθησης για την ολοκλήρωση θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στην έκρηξη του Ευρωπαϊκού λέβητα, ενόψει της συνεχιζόμενης κοινωνικής κρίσης της εμπιστοσύνης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Ακόμα κι αν θα μπορούσε να υπάρξουν στις πολιτικές ελίτ της Ευρώπης σημάδια συμφωνίας για τις μελλοντικές μεταβιβάσεις υπευθυνοτήτων, υπάρχουν σημαντικές κοινωνικές αντιστάσεις ενάντια σε μια τέτοια κίνηση, που με την ενδιάμεση αρνητική πολιτικοποίηση της Ένωσης και την αντίστοιχη κατάργηση της «ανεκτικής συναίνεσης» θα είχε όλο και πιο μεγαλύτερη βαρύτητα. Ένα ακόμη άλμα ενσωμάτωσης θα μπορούσε να έχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από ότι ελπίζουν οι υποστηρικτές του, αντί για την εμφάνιση ενός πανευρωπαϊκού κρατικού συστήματος θα μπορούσε να επέλθει μια θεμελιώδης από-νομιμοποίηση της ΕΕ, με τις δημοκρατίες των κρατών μελών ως παράπλευρες απώλειες.

Ρύθμιση πίεσης: Μείωση της οικονομικής ολοκλήρωσης

Πολιτικά ασύγκριτα πιο δημοφιλή, αλλά και την ετερογένεια του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού έχοντας κατά νου, θα ήταν βήματα για την επιλεκτική μείωση της ριζοσπαστικοποίησης της ολοκλήρωσης και η σταθεροποίηση στο μέχρι τώρα στάδιο που επιτεύχθηκε, στον τομέα της αγοράς εμπορευμάτων. Το λιγότερο στη Γαλλία υπάρχουν, στην δεξιά πτέρυγα, φωνές που γίνονται όλο και πιο δυνατές, οι οποίες όχι μόνο αντιτίθενται στην φιλελευθεροποίηση που επιτεύχθηκε την τελευταία δεκαετία στον τομέα των υπηρεσιών, των χρηματοπιστωτικών αγορών και την ελευθερία εγκατάστασης, αλλά θέτουν σε αμφισβήτηση ακόμη και την ίδια την απελευθέρωση των αγορών για τα προϊόντα, δηλαδή τη δεύτερη φάση της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης.

Λαμβάνοντας υπόψη τα εμπόδια για μια αναθεώρηση της Συνθήκης (ομοφωνία), θα ήταν απαραίτητο ένα πολιτικό μήνυμα προς την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ότι η περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση της οικονομικής ολοκλήρωσης είναι σήμερα πολιτικά ανεπιθύμητη και ουσιώδη εθνικά θεσμικά όργανα θα πρέπει να τεθούν κάτω από ένα καθεστώς προστασίας. Άνισα επείγων όμως σήμερα είναι, οι ανισότητες που προκαλούνται από τα λάθη του συστήματος του ευρώ. Εάν δεν θέλουμε να υποστούμε δεκαετίες κρίσης οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά στα κράτη μέλη του Νότου, στον δρόμο για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας τους κατά πάσα πιθανότητα δεν υπάρχει άλλος τρόπος πέρα από μια υποτίμηση του νομίσματος και την ανάκτηση της αυτονομίας για την ρύθμιση των εθνικών επιτοκίων. 
Με δεδομένη την τεράστια νομική και οικονομική αναταραχή που θα μπορούσε να οδηγήσει μια διάσπαση της ζώνης του ευρώ ή την έξοδο επιμέρους χωρών, διακρίνεται η εισαγωγή παράλληλων εθνικών νομισμάτων να είναι αυτή τη στιγμή η πιο άξια σκέψης επιλογή για μια τέτοια κίνηση. Δεδομένου ότι με μια τέτοια μετατροπή τα μέχρι τώρα χρέη θα παρέμεναν σε ευρώ, το βήμα αυτό συνδέεται απαραίτητα με μια ενιαία μαζική δράση στήριξης των οικονομιών του Νότου.
Μια τέτοια κίνηση ωστόσο, είναι πιθανό να είναι πολιτικά πιο εφικτή, επειδή αυτή η προοπτική είναι συνδεδεμένη με μια μόνιμη αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας στο νότο και την εξάλειψη του κινδύνου για μια κατάρρευση του ευρώ ή μόνιμα οικονομικά πακέτα στήριξης.

Και τέλος, η δημιουργία του Ευρωσυστήματος έχει από την άποψη αυτή και κάτι καλό: Με την ΕΚΤ υπάρχει τώρα ο πυρήνας ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, σε αναλογία με το ρόλο του ΔΝΤ στο πλαίσιο του συστήματος του Bretton Woods.


Δημήτρης Γουμάγιας

Βερολίνο, Αύγουστος 2014



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θέλετε να βάλετε ενεργό link στο σχόλιό σας; BlogU