Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Επιχείρηση Φόβος: η κυβερνητική προπαγάνδα έχει προ πολλού προσλάβει χαρακτήρα επιχειρήσεων ψυχολογικού πολέμου εναντίον των πολιτών

Κανένας άνθρωπος ούτε ομάδα ούτε έθνος δεν μπορεί 
να ενεργήσει ανθρώπινα ή να σκεφθεί σωστά 
υπό το κράτος ενός μεγάλου φόβου.
Bertrand Russel      | 1872-1970 |   (Βρετανός φιλόσοφος) 
Ο ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΗΣ Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Η πολιτική που ασκείται σήμερα είναι ψυχολογικός πόλεμος όπου επικρατεί όποιος κατορθώσει να δημιουργήσει ισχυρή πεποίθηση, αλλά και φόβο. Αντίδοτο αποτελεί η επιστροφή στους ανθρώπους, που σημαίνει ανασυγκρότηση του κοινωνικού δεσμού και της ανθρώπινης σχέσης. Η συστηματική προσπάθεια να οικοδομηθούν τα “εμείς” και η δημιουργία δικτύων έμπρακτης αλληλεγγύης.
Μ’ έναν προβοκατόρικο τίτλο –«Το κατά διαβόλου ευαγγέλιο»- ο ψυχίατρος και ψυχαναλυτής Νίκος Σιδέρης στο νέο του βιβλίο καταπιάνεται με την πολιτική ψυχολογία της κρίσης. Σήμερα, όπως σημειώνει, βιώνουμε μια κοινωνία βαθιά διαιρεμένη που καλείται να αποχαιρετήσει τη «μεγάλη αυταπάτη» -τη «βαριά βιομηχανία» του λάιφ στάιλ, την «εύκολη» κοινωνική άνοδο, τον εύκολο πλουτισμό μέσω κρατικών/κοινοτικών πόρων, του δεύτερου αυτοκίνητου και του εξοχικού, τη λογική «άρπαξε και άφησε τους άλλους να αρπάζουν». 

Τα ερωτήματα που επικρατούν διεθνώς –προκαλώντας και αμηχανία- αφορούν τη στάση των Ελλήνων, το γιατί δεν εξεγείρονται. Ο Ν. Σιδέρης, μέσα από το βιβλίο του, απαντά σ’ αυτά τα ερωτήματα, με πολιτικούς όρους, χαρακτηρίζοντας την κατάσταση την οποία βιώνουν οι Έλληνες με την έκφραση «πένθιμο μούδιασμα». Ένα πολιτικό βιβλίο για την πολιτική ψυχολογία της κρίσης.

Τη συνέντευξη πήρε ο Θ. Μιχόπουλος - από την εφημερίδα Η εποχή

Η Ευρώπη βιώνει έναν ιδιότυπο πόλεμο

Στο βιβλίο σας σημειώνετε ότι οι κυβερνήσεις καλλιεργούν στην κοινωνία –και σ’ ένα βαθμό έχουν καταφέρει να την εμπεδώσουν οι πολίτες- νοοτροπία υποταγής.

Οι πρόσφατες απόπειρες των κυβερνώντων να προβάλουν μια μικρή δόση παλαιοκομματικής παροχολογίας (υδρογονάνθρακες, μείωση του ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης, κ.ά.) είναι περισπασμοί, «καροτάκια» που κυρίως βασίζονται στο «θα…», τη στιγμή που εδώ και τόσο καιρό ο κυρίαρχος πολιτικο-μιντιακός λόγος έχει υιοθετήσει ως μέθοδο διακυβέρνησης το «τρέλαινε, διαίρει και βασίλευε» ως νομιμοποίηση του μαστίγιου -«πολιτική πυγμής» απέναντι σε οποιονδήποτε αντιστέκεται.


«Διπλός δεσμός»

Το «τρέλαινε» υλοποιείται μέσω μιας παρατεταμένης πολιτικο-μιντιακής καταιγίδας που βομβαρδίζει τα μυαλά των πολιτών με τρία επάλληλα μηνύματα: 
Αν αντισταθείς, χάθηκες (=χρεωκοπία, δραχμή, όλεθρος…). Αν υποκύψεις, χάθηκες (=φτώχεια, ανεργία, μιζέρια, διάλυση του Κράτους Πρόνοιας…). Και, τρίτον, απαγορεύεται να σκεφτείς (=είναι μονόδρομος, αφού το είπε η τρόικα). 
Αυτό το επικοινωνιακό σύμπλεγμα ονομάζεται «διπλός δεσμός» και έχει ως συνέπεια την εμπλοκή της σκέψης και την αποδιοργάνωση της ίδιας της ικανότητας να σκέφτεσαι. Συναντάται τυπικά σε οικογένειες που παράγουν ψύχωση. 
Στην πολιτική σφαίρα, υποβάλλει τον ψυχισμό σε καταπονήσεις τόσο ακραίες, που στην Ελληνική πολιτική ιστορία προϋπήρξε μία και μοναδική φορά, στον Εμφύλιο, ενώ στην Ευρωπαϊκή πολιτική ιστορία ουδέποτε.
Το «διαίρει» υλοποιείται μέσω της συστηματικής, αδιάκοπης καλλιέργειας του επονομαζόμενου «κοινωνικού αυτοματισμού». Ο όρος, στην πολιτική του χρήση, αντιπροσωπεύει ένα ακόμη παραπλανητικό ιδεολόγημα, καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση ότι πρόκειται για «φυσικό φαινόμενο. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι καρπός μιας επικοινωνιακής πολιτικής που θέλει να μετατρέψει τους ανθρώπους σε ποντίκια, τα οποία απλώς αντιδρούν σε εξωτερικά ερεθίσματα τα οποία καταλλήλως τους διοχετεύουν οι ελέγχοντες τον δημόσιο λόγο. Το πολιτικότατο αυτό «διαίρει» αποσκοπεί στην εμπέδωση συμπεριφορών, στάσεων και νοοτροπιών που διέπονται από τη λογική «σώσε το τομάρι σου, καθένας για πάρτη του, όλοι εναντίον καθενός, όλοι εναντίον όλων, φά’ τους να μη σε φάνε». Προβάλλει, δηλαδή, ως (τερατώδες) υπόδειγμα κοινωνικής συμβίωσης το κατά Διαβόλου ευαγγέλιο, που έχει ως πυρήνα του την εντολή «μισείτε αλλήλους».

Το «βασίλευε», στο περιβάλλον που διαμορφώνει η κοινωνική αλληλοφαγία, είναι το σκοπούμενο. Όχι χωρίς αποτέλεσμα, τουλάχιστον μέχρι τώρα.


«Μη σκέφτεσαι, βάρα!»

Γιατί, όμως, η κοινωνία εγκλωβίζεται τόσο εύκολα; Γιατί τα κόμματα, που αντιδρούν στο μνημόνιο, δεν μπορούν να πείσουν τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας;

Η επικοινωνιακή καταιγίδα του «διπλού δεσμού» προκαλεί διανοητική εμπλοκή
Αυτή, μαζί με συγκεκριμένα βαριά αρνητικά συναισθήματα (απόγνωση, ανήμπορη οργή, άλογος φόβος, αγωνιώδης αναμονή), εμπεδώνουν το «πένθιμο μούδιασμα», που αποδίδει το ειδοποιό ψυχολογικό στίγμα της παρούσας κρίσης. Κρίση η οποία δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά ολικό κοινωνικό γεγονός, που θίγει όλες τις πτυχές του προσωπικού βίου των ανθρώπων και της ψυχονοητικής και θεσμικής της πλαισίωσης. 

Η κοινωνία αντιστάθηκε κι ακόμη εστιακά αντιστέκεται όπως μπορεί: Η μετακίνηση της Αριστεράς στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής είναι χαρακτηριστική εκδήλωση
Ας διευκρινίσουμε, ωστόσο, εδώ ότι η ραγδαία ενίσχυση του νεοναζισμού δεν αντιπροσωπεύει υπέρβαση, αλλά απολυτοποίηση του «διπλού δεσμού», εφόσον η πολιτική στάση που υποδεικνύει στους απεγνωσμένους συνοψίζεται στο «μη σκέφτεσαι, βάρα!» –δηλαδή, στην παραπέρα εμπέδωση της διανοητικής εμπλοκής.

Ο αντιπολιτευτικός λόγος δεν κατορθώνει να προκαλέσει μεταγραφή της κοινωνικής πανωλεθρίας των πολλών σε πολιτικό ρεύμα για περισσότερους από ένα λόγους. 
Ωστόσο, αποφασιστική είναι η ανασταλτική λειτουργία μιας παραδοχής που λανθανόντως οργανώνει τον πολιτικό λόγο της αντίστασης στην κυρίαρχη προπαγάνδα. Πρόκειται για την παραδοχή ότι αν απευθυνθείς στους ανθρώπους με συγκεκριμένα επιχειρήματα, διανθισμένα με συναισθηματικές παροτρύνσεις του τύπου «ο λαός πρέπει να ξεπεράσει τον φόβο κλπ», τότε αυτοί θα καταλάβουν και θα κάνουν τις ευκταίες πολιτικές επιλογές. Μια τέτοια παραδοχή προφανώς ποτέ δεν ισχύει στην πολιτική επικοινωνία, όπου φαντασιώσεις, πάθη και συμφέροντα τροφοδοτούν στρεβλές αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, καθώς και «ακατανόητη» υποταγή των κυριαρχουμένων στα κελεύσματα των κυριάρχων, ακόμη κι αν αυτή η υποταγή σημαίνει χειροπιαστή βλάβη και ζημία των καλώς νοουμένων συμφερόντων όσων υποτάσσονται. 
Όμως, ειδικά στις συνθήκες διανοητικής εμπλοκής και ψυχικού μουδιάσματος, ακόμη και τα καλύτερα επιχειρήματα και τα πιο φορτισμένα συναισθηματικά μηνύματα δεν μπορούν να γράψουν στο μυαλό των ανθρώπων. 
Με απλά λόγια: Αν το μυαλό δεν είναι σε θέση να σκεφτεί, τότε ό,τι κι αν λες μάλλον πάει χαμένο.

«Ο άλλος θα με φάει»…

Σ’ αυτή τη βαριά μηχανική προστίθενται μια σειρά ιστορικές διεργασίες, που έχουν εσωτερικευθεί ως ψυχοδιανοητικές δομές, όπως: Η διάλυση του νοήματος των λέξεων μέσω του πολιτικού και διαφημιστικού λόγου. 

Η αποσύνθεση του νοήματος των πραγμάτων στο περιβάλλον του καταναλωτικού ναρκισσισμού («καμαρώνω επειδή καταναλώνω») που κατέφαγε τα σπλάχνα μιας κοινωνίας πεινασμένης για υλικά αγαθά και αναγνώριση. 
Η εμπέδωση από τους κυβερνώντες του συστήματος των συνενοχών («άρπαζε κι άσε τους άλλους ν’ αρπάζουν»). 
Η πραγματική όσο και αδιανόητη εμπειρία της κρίσης, όπου κάθε λογής απειλές, υπαρκτές ή φανταστικές, οξύνονται στο έπακρο και ο άλλος προσλαμβάνεται ως απειλή. Και, μάλιστα, μέσα από το πρίσμα της αίσθησης «ο άλλος τρώει» (με παράγωγό της το εφιαλτικό «ο άλλος θα με φάει»…) που αποτελεί τον πυρήνα της θεμελιακής φαντασίωσης της νεοελληνικής κοινωνίας. 

Ένα τέτοιο περιβάλλον καθολικής διάχυτης αρνητικότητας αποτελεί τον θρίαμβο του θανάτου, που έχει σαν πυρήνα του τη διάλυση των δεσμών τόσο μεταξύ των ανθρώπων, όσο και μεταξύ των παραστάσεων με τις οποίες προσπαθούν να συλλάβουν το τραυματικά αδιανόητο. Σε τέτοιες συνθήκες, λοιπόν, ο πόλεμος της σκέψης, που αντιπροσωπεύει τον κεντρικό ψυχολογικό μηχανισμό της κρίσης, είναι εξαιρετικά δύσκολο να απολήξει σε ορθολογική και νηφάλια σκέψη. 
Συνεπώς, όσο ο λόγος της αντίστασης στο «τρέλαινε, διαίρει και βασίλευε» και στο «μισείτε αλλήλους» δεν αποδομεί το «διπλό δεσμό» και δεν παρέχει στα μυαλά τη δυνατότητα να λειτουργήσουν και να σκεφτούν, η λίμναση της πολιτικής απήχησής του και η αδράνεια των πληττομένων από την κρίση θα διαθέτουν ισχυρές μηχανές τροφοδοσίας τους.

Η κρίση είναι πόλεμος

Υποστηρίζεται ότι ο ανθρώπινος νους, ακόμη και αυτών που έχουν καταστραφεί, δυσκολεύεται να αποδεχθεί την ιδέα πως «η κρίση είναι πόλεμος».

Ο πολιτικός λόγος της μεταπολεμικής δυτικοευρωπαϊκής συμβίωσης και των διαδοχικών θεσμίσεών της (προφανώς, όχι εκ του μηδενός, αλλά ως παράγωγο ισχυρών συλλήψεων της ιστορικής πραγματικότητας από μεγάλους πολιτικούς νόες) βασίστηκε στην εξής ιδέα: 
Ο πόλεμος μεταξύ ευρωπαϊκών κρατών έχει απαγορευθεί και εξορκιστεί σε τέτοιο βαθμό, που εγγράφεται στην τάξη του αδιανόητου. 
Αυτή η θεμέλια ιδεολογική μυθοπλασία καλλιέργησε την αυταπάτη ότι οι διεθνείς σχέσεις, στο μέτρο που δεν πέφτουν σφαίρες και βόμβες, έχουν ουσιαστικά απαλλαγεί από τη δυνατότητα η συγκρουσιακή και ανταγωνιστική τους διάσταση να εκβάλει στην κοίτη του ...πολέμου. 
Όμως, η διάσταση του πολέμου μπορεί να ενδυθεί και άλλες μορφές. Η θεμελιώδης φιλοσοφία του πολέμου συνοψίζεται στην ακόλουθη αρχή: Επιδιώκω την κυριαρχία προκαλώντας καταστροφές στον αντίπαλο και αποδεχόμενος και ο ίδιος ορισμένες καταστροφές ως τίμημα της επικράτησης. Οι σφαίρες δεν αποτελούν συμφυές συστατικό της φιλοσοφίας του πολέμου, ο οποίος μπορεί να διεξάγεται και με άλλα μέσα. 
Για παράδειγμα, η εν μια νυκτί καταστροφή του κυπριακού τραπεζικού συστήματος εικονογραφεί ανάγλυφα τη βιαιότητα που μπορεί να χαρακτηρίζει τις πράξεις οικονομικού πολέμου. Ο δε μείζων πολιτικός Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος (στη σελ. 199 του τόμου 6 του αρχείου του) αποσαφηνίζει ότι η πολιτική είναι ψυχολογικός πόλεμος όπου επικρατεί όποιος κατορθώσει να δημιουργήσει ισχυρή πεποίθηση, αλλά και φόβο
Αυτό που βιώνει λοιπόν η Ευρώπη (και, τραγικότατα, χώρες όπως η Ελλάδα) είναι η εφαρμογή της θεμελιώδους φιλοσοφίας του πολέμου στην οικονομική, πολιτική, αλλά και επικοινωνιακή σφαίρα –όπου η προπαγάνδα προ πολλού έχει προσλάβει χαρακτήρα επιχειρήσεων ψυχολογικού πολέμου εναντίον των πολιτών (πόλεμος νεύρων, σπάσιμο του ηθικού, παραπλάνηση και εξαπάτηση, διαίρει και βασίλευε, ενοχοποίηση, τρομοκράτηση…). Και αυτή η ιδιότυπη, πλην ουσιαστικά πραγματικότατη, συνθήκη πολέμου δίχως σφαίρες αντιπροσωπεύει κάτι το αδιανόητο και το ασύλληπτο για τα μυαλά των ανθρώπων.

Πολιτική με όρους ψυχιατρικής

Συνεχίζοντας σημειώνετε στο βιβλίο σας ότι η πολιτική υποταγής της κοινωνίας επιχειρείται με βάση τη λογική του πολέμου.

Το θεμέλιο γεγονός της κοινωνικο-πολιτικής οργάνωσης του δυτικού κόσμου είναι η διαίρεση σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους. 
Οι κυρίαρχοι διαθέτουν και τα εργαλεία και την ετοιμότητα να προσφύγουν στη λογική του πολέμου (η καταστροφή ως τρόπος επικράτησης). 
Οι κυριαρχούμενοι, από την πλευρά τους, αν και δεν έχουν την πολυτέλεια να τρέφουν αυταπάτες ως προς τη μεθοδολογία διακυβέρνησης, κατακυριάρχησης και καθυπόταξής τους, είναι ευάλωτοι στα ιδεολογήματα και στην προπαγάνδα που τους καλλιεργεί τέτοιες ψευδείς αναπαραστάσεις αποσπασμένες από την πραγματικότητα. 

Ένα από τα μεγάλα όπλα του ψυχολογικού πολέμου που στοχεύει τον ψυχισμό των Ελλήνων σήμερα είναι και η πάση δυνάμει διακίνηση ορισμένων ιδεολογημάτων που υποστηρίζουν την «πολιτική πυγμής» των κυριάρχων. Κοινός πυρήνας τους είναι η ψυχολογιοποίηση, έως και ψυχιατρικοποίηση, των κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών. 
Τρία εύγλωττα παραδείγματα: 
Η διάγνωση «παράνοια» που τίθεται στους Έλληνες από τον Στέλιο Ράμφο
Ο ισχυρισμός ότι δεν φταίει η κρίση και η ιστορία, αλλά το ότι είμαστε καταθλιπτικός λαός – κατά Γιωσαφάτ
Και, κορυφαίο, ότι οι Έλληνες είναι νήπια που χρειάζονται κηδεμόνα –με προσφυγή στην ευρέως διακινούμενη αποστροφή του Καστοριάδη «μπορούμε, όμως, να πούμε ότι όλα αυτά τα επέβαλαν στον ελληνικό λαό ερήμην του ελληνικού λαού; Μπορούμε να πούμε ότι ο ελληνικός λαός δεν καταλάβαινε τι έκανε; Δεν ήξερε τι ήθελε, τι ψήφιζε, τι ανεχόταν; Σε μιαν τέτοια περίπτωση αυτός ο λαός θα ήταν ένα νήπιο… Αν όμως είναι νήπιο, τότε ας μη μιλάμε για Δημοκρατία. Αν ο ελληνικός λαός δεν είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, τότε ας του ορίσουμε έναν κηδεμόνα». 

Στο βιβλίο μου τα ιδεολογήματα αυτά αποδομούνται λεπτομερέστατα και αναδεικνύεται η βαθύτατα πολιτική λειτουργία τους ως εργαλείων διαβουκόλησης των πολιτών. 
Και τεκμηριώνεται η θεμελιώδης πραγματικότητα, ότι ένας λαός που παραπλανήθηκε από τα οικονομικο-κοινωνικά και πολιτισμικά προτάγματα των κυρίαρχων δεν είναι νήπιο που θέλει κηδεμόνα, αλλά κυριαρχούμενος που θέλει χειραφέτηση. 
Είναι, υποθέτω, φανερή η άβυσσος που χωρίζει μια τέτοια θεώρηση από τα ιδεολογήματα των καθεστωτικών διανοουμένων. Οι οποίοι, σε τελική ανάλυση, μιλούν για την Ελλάδα και τους Έλληνες χωρίς ν’ αγαπούν αυτό τον τόπο και τους ανθρώπους του.

Δίκτυα αλληλεγγύης

Υπάρχει αντίδοτο στις ακολουθούμενες πολιτικές;

Όλα όσα ζούμε και συζητάμε είναι καρπός της Ιστορίας. Η οποία, όσο και αν ενοχλεί κάποιους, δεν έχει τελειώσει. 
Άρα, αντίδοτο υπάρχει. Έχει δύο πυλώνες. 

Πρώτο, έναν πολιτικό λόγο ο οποίος να αποδομεί το διπλό δεσμό και να προτείνει ένα συγκεκριμένο σχέδιο ενεργείας για την υπέρβαση της κρίσης. 

Δεύτερο, μια διανοητική και ηθική μεταρρύθμιση, που κύρια συστατικά της είναι: 
Μια θεραπεία αλήθειας μέσα από την αποκατάσταση του νοήματος των λέξεων και την επώδυνη, αλλά λυτρωτική αυτογνωσία –η οποία, ωστόσο, δεν σημαίνει αυτομαστίγωση αλλά επίγνωση. Και επιστροφή στους ανθρώπους, που σημαίνει ανασυγκρότηση του κοινωνικού δεσμού και της ανθρώπινης σχέσης (που τόσο βάναυσα κακοποιεί το κατά Διαβόλου ευαγγέλιο), με όλους τους τρόπους, όπου, ωστόσο, δεσπόζει η συστηματική προσπάθεια να οικοδομηθούν τα «εμείς» και η δημιουργία δικτύων έμπρακτης αλληλεγγύης. 

Με μια κουβέντα, το αντίδοτο στο «μισείτε αλλήλους» είναι η υπεράσπιση ενός δημοκρατικού ανθρωπισμού, σε όλα τα πεδία.

Βοηθά σ’ αυτό το γεγονός ότι σήμερα τα κριτήρια διχοτόμησης της κοινωνίας έχουν διαφοροποιηθεί πλήρως από την εποχή του «λαός και Κολωνάκι»;

Κοιτάξτε. Για να ξεφύγουμε από τη δεσποτεία της μεγάλης αυταπάτης του καταναλωτικού ναρκισσισμού, είναι αναγκαίο να εμπεδώσουν όλοι εκείνοι που δεν έχουν την πολυτέλεια να τρέφουν τέτοιες αυταπάτες, επειδή τις πληρώνουν τραγικά, το εξής: 
Το θεμέλιο της κοινωνικής συγκρότησης και ζωής είναι η διάσταση της κυριαρχίας, η διαίρεση σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους. Η όποια ενδεχόμενη ατομική απόδραση από την κατάσταση του κυριαρχούμενου και ένταξη στις γραμμές των κυριάρχων δεν αναιρεί, αλλά επιβεβαιώνει τη βασική διχοτομία. Η δε πολιτική μεταγραφή της θεμελιώδους αυτής διχοτομίας και αντίφασης συναρτάται άμεσα και με το σημαίνον «λαός» και με την κοινωνικο-πολιτική κατηγορία και συλλογικότητα («εμείς») στην οποία παραπέμπει αυτό το σημαίνον και τα παράγωγά του. 

Εξ ου και, όπως αναλύεται στο βιβλίο, η άκριτη υιοθέτηση του μειωτικού σημαίνοντος «λαϊκισμός» εγκλωβίζει την αριστερά στα ιδεολογικά σχήματα των κυριάρχων και, κατ’ αυτό τον τρόπο, οι λέξεις της πριονίζουν τις ιδέες της.

“Πρόκειται για ταξικό πόλεμο”…

Το ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα είναι γνωστό, τουλάχιστον ως αφορισμός του Κλαούζεβιτς. Λιγότερο γνωστός, κι ακόμη πιο λίγο αντικείμενο στοχασμού και επίγνωσης, είναι ο συναφής αφορισμός του Μάο Τσε-Τούνγκ ότι ο πόλεμος είναι αιματηρή πολιτική και η πολιτική αναίμακτος πόλεμος. Η δε αποφυγή αυτής της θεώρησης και του στοχασμού που επιβάλλει είναι συμπτωματικό παράγωγο της ιδεολογίας «πολιτική = βιομηχανία συναίνεσης», που προωθεί ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος στις δυτικές κοινωνίες μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ. 

Αντί άλλου σχολίου: Όταν ο πόλεμος έχει πια κριθεί, τότε, κατά τον Κλαούζεβιτς, ο επικρατών έχει κάθε συμφέρον να προπαγανδίζει την ειρήνη, τη συμφιλίωση και τη αποφυγή της περαιτέρω σύγκρουσης. 
Και για αντιπαραβολή, δυο παραλλαγές στο ίδιο θέμα, όπως τις διατυπώνει ο άνθρωπος «ο οποίος ευρέως θεωρείται ο επιτυχημένος επενδυτής του εικοστού αιώνα», Warren Buffet: «Αυτό που γίνεται, σίγουρα, είναι ταξικός πόλεμος. Αλλά τον πόλεμο αυτό τον κάνει η δική μου τάξη, η πλούσια τάξη, και τον κερδίζει» (New York Times 16/11/2006). «Πρόκειται για ταξικό πόλεμο. Η τάξη μου νικάει, αλλά δεν θα έπρεπε» (CNN, συνέντευξη στον Lou Dodos 25/5/2005).
[απόσπασμα από το βιβλίο, σελ. 101



Ο Θεός ξεχωρίζει τους δικούς του

Για να καταπνίξει την αίρεση των Καθαρών (Cathares) στην Occitanie (Γαλλικός Νότος), ο λεγάτος του Πάπα Αρνό Αμορί (Arnaud Amaury) διοργάνωσε το 1209 Σταυροφορία και πολιόρκησε την πόλη Μπεζιέ (Beziers). Κατά την κατάληψη της πόλης, οι σταυροφόροι επιδόθηκαν σε όργιο σφαγών και λεηλασιών και τελικά πυρπόλησαν την πόλη. Ο γερμανός μοναχός και χρονικογράφος Σεζέρ ντε Χάιστερμπαχ (Cesaire de Heisterbach), λίγα χρόνια αργότερα, έγραψε ότι ο Αρνό Αμορί είπε στους σταυροφόρους του: «Massacrez-les, car le Seigneur connait les siens» -ήτοι «Σφαγιάστε τους, καθόσον ο Κύριος γνωρίζει τους δικούς του». Η φράση αυτή, παρά την ελλιπή ιστορική τεκμηρίωση ως προς το εάν πράγματι ειπώθηκε έτσι [διεσώθη και] η ιστοριογραφία και η πολιτική θεωρία διέσωσαν και μετέδωσαν αυτόν τον λόγο με τη μορφή «Touez-les tours, Dieu reconnaitra les siens», που σημαίνει «Σκοτώστε τους όλους, ο Θεός θα αναγνωρίσει τους δικούς του» […] Τι άλλο χαρακτηρίζει και την υπουργική πολιτική φιλοσοφία από τα ανωτέρω; Της αρκεί η Κρίση του Κυρίου (τρόικα που δεν θέλει μείωση του φόρου). Και δεν αφήνει κανένα επιζώντα, εξασφαλίζοντας έτσι ότι οι μεν λαθρέμποροι δεν θα ωφεληθούν, οι δε πισινόπληκτοι θα πληρώσουν ακριβά το χόμπι τους –για να μάθουν!
[απόσπασμα από το βιβλίο, σελ. 49]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θέλετε να βάλετε ενεργό link στο σχόλιό σας; BlogU