Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα: Η πιθανότητα πυροδότησης μιας νέας παγκόσμιας κρίσης είτε οι πολιτικές συνέπειες μιας ηθικής νίκης της ελληνικής αριστερής κυβέρνησης στο ζύγι των δανειστών

GREXIT? are you sure? 

Σκέψεις ως συμβολή στη διαπραγμάτευση με τους πιστωτές

από την ΚΟΟΠΕΡΑΤΙΒΑ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Είναι προφανές ότι η διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους πιστωτές βρίσκεται σε πολύ κρίσιμο σημείο. Προσπαθώντας να βοηθήσουμε στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, καταθέτουμε μια ανάλυση της κατάστασης και μια πρόταση ενεργειών.
Τι συμβαίνει στ αλήθεια;
Η «δημιουργική ασάφεια» της 20ης Φεβρουαρίου ερμηνεύτηκε διαφορετικά από την ελληνική πλευρά και διαφορετικά από τους πιστωτές.
Για μας η «ασάφεια» σήμαινε μια ευκαιρία να μεταβούμε από τις δεσμεύσεις Χαρδούβελη στη νέα συμφωνία, με την απαραίτητη βοήθεια στη ρευστότητα για το ενδιάμεσο διάστημα.
Για τους πιστωτές και κατ’ αρχήν για τη γερμανική πλευρά, που φαίνεται όμως να επιβάλλει την άποψη της στους υπόλοιπους, η «ασάφεια» σήμαινε μια ευκαιρία για την ελληνική κυβέρνηση να πείσει το εσωτερικό της μέτωπο ότι θα αποδεχτεί επί της ουσίας τις περισσότερες από τις δεσμεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης.
Η μεγάλη αυτή διαφορά οπτικής επιχειρήθηκε από την πλευρά των πιστωτών να λυθεί στο γήπεδο του συσχετισμού ισχύος. Με την ασφυξία στη ρευστότητα, να υποχρεωθεί η ελληνική κυβέρνηση να υιοθετήσει την οπτική των πιστωτών.
Μετά την πολυμερή συνάντηση κορυφής της Πέμπτης 19/3 και τη συνάντηση Τσίπρα – Μέρκελ στο Βερολίνο τη Δευτέρα 23/3, δεν μπορούμε βέβαια να θεωρήσουμε ότι επικράτησε  η ελληνική οπτική, αλλά φάνηκε ότι υπάρχει μια εκ νέου δυνατότητα συγκερασμού απόψεων, πάντα με όρους συνεχούς διαπραγμάτευσης.
Από τα όσα έχουν γίνει γνωστά, μετά τη συνάντηση  του Βερολίνου υπήρξε πρόοδος στις συζητήσεις των διάφορων τεχνικών ομάδων. Ταυτόχρονα, όμως, διατηρείται μια σκληρή στάση των δανειστών στο –τελικά καθοριστικό- επίπεδο της πολιτικής διαπραγμάτευσης.
Σκληρή στάση συνολικά, αλλά με σημαντικές αποχρώσεις. Η καγκελάριος Μέρκελ εμφανίζεται στη νέα συνάντηση με Τσίπρα στις 23 Απριλίου να επιθυμεί μια αποδεκτή και από την ελληνική πλευρά λύση. Την επόμενη μέρα στο Eurogroup, οι πιέσεις προς την Ελλάδα ξαναγίνονται ασφυκτικές.
Πιστεύουμε ότι δεν πρόκειται απλώς για το παιχνίδι του «καλού και κακού αστυνομικού», αλλά για μια πραγματική δυσκολία και της πλευράς των δανειστών να καταλήξουν σε τελική στάση απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση.
Στο σημείο αυτό σφάλλουν και πολλές αναλύσεις στο εσωτερικό της χώρας και, πιο συγκεκριμένα,  στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες ερμηνεύουν όλη την εξέλιξη μόνον σαν ένα σχέδιο των δανειστών να φέρουν την Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού με τη συνεχιζόμενη οικονομική ασφυξία και τότε ή να επιβάλλουν την πλήρη συνθηκολόγηση ή να οδηγήσουν τη χώρα σε χρεοκοπία.
Θεωρούμε ότι η πλευρά των δανειστών δεν έχει πλήρως λυμένο το πρόβλημα της μη μετάδοσης ενός ελληνικού default , παρά τους ισχυρισμούς τους για το αντίθετο. Αχαρτογράφητα σε τέτοιο βαθμό νερά κρύβουν ρίσκα που επεκτείνονται στην αγορά των παραγώγων, στις επισφάλειες των ασφαλιστικών εταιριών και στο επίπεδο ισοτιμίας του Ευρώ με το δολάριο. Ρίσκα που, στο ανώτατο επίπεδο, θα προτιμούσαν να αποφύγουν.Τα ρίσκα αυτά εξηγούν και την σε ένα βαθμό συμβιβαστική παρέμβαση των ΗΠΑ, για την οποία, όμως, δεν πρέπει να υπερβάλλουμε και να την ερμηνεύουμε σαν μια δική μας συμμαχία. Ο Ομπάμα και το επιτελείο του προτιμούν, σε τελευταία ανάλυση, να αποφευχθεί μια παγκόσμια όξυνση των ανισορροπιών, χωρίς όμως να «χαρίζονται» στην ελληνική πλευρά.
Μιλώντας με όρους της αριστεράς, οι κορυφαίοι εκφραστές των καπιταλιστικών συμφερόντων σε παγκόσμιο επίπεδο φοβούνται την πιθανότητα πυροδότησης μιας νέας παγκόσμιας κρίσης, ακόμη και από ένα σχετικά «μικρό» γεγονός, όπως ένα ελληνικό   default.
Επίσης, όμως, φοβούνται και τις πολιτικές συνέπειες μιας ηθικής νίκης της ελληνικής αριστερής κυβέρνησης. Παρακολουθούν με μεγάλη χαρά τη δημοσκοπική   υποχώρηση του Podemos στην Ισπανία. Και θα ήθελαν μια έκβαση της διαπραγμάτευσης με την Ελλάδα που να μην δώσει φτερά ούτε στο Podemos ούτε σε κανέναν άλλον.
Άρα, οι διαφορές και οι αντιφάσεις που εμφανίζονται στην πλευρά των δανειστών πρέπει να ερμηνευτούν με βάση το δίλημμα στο οποίο αυτοί βρίσκονται. Όσοι θεωρούν βασικότερο στόχο τους μια πολιτική αποδυνάμωση της ελληνικής αριστερής κυβέρνησης στο εσωτερικό, και κυρίως στο εξωτερικό, και σ’ αυτή την ομάδα θεωρούμε ότι ανήκει π.χ. ο Σόιμπλε, ακολουθούν την πιο σκληρή γραμμή. Όσοι φοβούνται περισσότερο τις συνέπειες μιας απρόβλεπτης παγκόσμιας κρίσης (Μέρκελ, Ομπάμα) εμφανίζονται πιο υποχωρητικοί.
Είναι, λοιπόν, απλοϊκή –ως συνήθως- η εικόνα στα ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ ότι οι δυο πλευρές παίζουν ένα chicken game με μόνο ζητούμενο ποιος θα φοβηθεί πρώτος. Δίλημμα έχει και η δική μας πλευρά, πόσο μπορούμε να συμβιβαστούμε για να αποφύγουμε τη ρήξη, δίλημμα έχει και η δική τους πλευρά, πόσο μπορούν να είναι σκληροί χωρίς να κινδυνέψουν να τινάξουν το σύστημα στον αέρα.
Όσο δικαιολογημένα φοβόμαστε εμείς τις συνέπειες του οικονομικού στραγγαλισμού που μας επιβάλλουν, τόσο φοβούνται κι αυτοί το τι θα συμβεί αν πάρουμε το μεγάλο ρίσκο.Το συμπέρασμα που οι συντάκτες αυτού του κειμένου βγάζουμε είναι ότι έχουμε φτάσει στο χρονικό σημείο που ένας επωφελής συμβιβασμός είναι εφικτός. Πιο νωρίς ίσως να μην μπορούσαμε. Πολύ αργότερα ίσως να είναι αργά.
Ποιες είναι οι επιλογές μας;
Αυτό που, κατά τη γνώμη μας, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αποφύγει είναι να βρεθεί  μπροστά στο δίλημμα «αποδοχή των αρχικών όρων των πιστωτών ή πλήρης ρήξη». Εκτός αυτών των δυο ακραίων ενδεχόμενων, πιστεύουμε ότι έχει δημιουργηθεί πολιτικά  το έδαφος – και υπάρχει  χρόνος, έστω και περιορισμένος – για την τρίτη επιλογή, τον λεγόμενο «επωφελή συμβιβασμό». Η επίτευξη του προφανώς εμπεριέχει δυσχέρειες.
Ενώ, δηλαδή, είναι σωστή η θέση της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού προσωπικά ότι απαιτείται «πολιτική λύση», αυτή πρέπει να συνδυαστεί με προτάσεις οικονομικής πολιτικής που να «χωράνε» στο πλαίσιο της υφιστάμενης διαπραγμάτευσης στους «θεσμούς».
Η δική μας στόχευση πρέπει να είναι να ζητήσουμε την πολιτική λύση πάνω στο έδαφος συγκεκριμένων προτάσεων και αναπτυξιακού προγράμματος. Έτσι ώστε να αποδεικνύεται ότι η ευθύνη σε περίπτωση ασυμφωνίας βαρύνει την πλευρά των πιστωτών, κι αυτό με στόχο όχι την ασυμφωνία, αλλά την πολιτική πίεση για μια επιτυχή για την ελληνική πλευρά συμφωνία.
Η βασική αντίρρηση που εκφράζεται μέσα στην Αριστερά στα όσα παραπάνω αναφέρουμε είναι ότι ...
το ίδιο το πλαίσιο της συζήτησης στους «θεσμούς» είναι οικοδομημένο έτσι ώστε να κατευθύνει τη διαπραγμάτευση προς υφεσιακές και μονεταριστικές λογικές. Δηλαδή ότι το γήπεδο είναι στημένο.
Προφανώς, βασικά είναι έτσι. Στ’ αλήθεια πιστεύουμε, όμως, ότι αυτό δεν το αντιλαμβανόμαστε συλλογικά πρώτη φορά τώρα, αλλά αποτελούσε μία, ίσως τη μεγαλύτερη, από τις δεδομένες δυσχέρειες από το ξεκίνημα του εγχειρήματος μας. Ακόμη περισσότερο, ο δεδομένος ταξικός και πολιτικός προσανατολισμός των διαδικασιών και των ευρωπαϊκών θεσμών και η νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία που έχει διαποτίσει την Ε.Ε. από τα ιδρυτικά της κείμενα, θα αποτελούν το κρίσιμο εμπόδιο για κάθε αριστερή κυβέρνηση σήμερα ή αύριο, στην Ελλάδα ή οπουδήποτε στην Ευρώπη.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι η ανάδειξη τώρα και στο μέλλον αριστερών κυβερνήσεων στην Ε.Ε. θα συνοδεύεται από μια σειρά θεσμικών κρίσεων, αποχωρήσεων από τις διαδικασίες κ.ο.κ. Σύμφωνα με την παλιά ευρωκομμουνιστική θέση, που γίνεται ξαφνικά επίκαιρη, οι κυβερνήσεις αυτές της Αριστεράς θα παλέψουν μέσα κι έξω από τους θεσμούς της Ε.Ε. «Έτυχε» η πρώτη από αυτές να είναι η ελληνική.
Μα, θα πει κάποιος, έτυχε η αριστερή αυτή κυβέρνηση να βρίσκεται σε τόσο δύσκολη θέση λόγω του χρέους και της ύφεσης που προκάλεσαν στην Ελλάδα οι πολιτικές των μνημονίων.
Διαφωνούμε στη λέξη «έτυχε». Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ είναι παραδεκτό από όλους ότι οφείλεται ακριβώς στην αφόρητη συμπίεση που υπέστησαν τα λαϊκά στρώματα της χώρας από τις μνημονιακές πολιτικές. Άρα το ότι η Αριστερά στην Ελλάδα αναλαμβάνει την εξουσία σε τόσο δύσκολες συνθήκες δεν είναι ατυχία, γιατί μόνο η κρίση και η απογοήτευση από τα αστικά κόμματα μπορεί να φέρει την Αριστερά στην εξουσία σε όποια ευρωπαϊκή χώρα.
Κατά συνέπεια, η αριστερή κυβέρνηση πολύ δύσκολα μπορεί να αποδράσει από την υποχρέωση να βρεθεί λύση, ακόμη και μέσα στο αρνητικά προδιατεθειμένο περιβάλλον των ευρωπαϊκών θεσμών, ακόμη και μέσα στις συνθήκες οικονομικού στραγγαλισμού.
Άλλωστε, μια σημαντική πολιτική αποστολή της ελληνικής αριστερής κυβέρνησης, μια αποστολή με πανευρωπαϊκή σημασία, είναι να διερευνήσει στην πράξη ποια είναι τα όρια ανοχής και ποιες οι ανελαστικότητες της συγκεκριμένης αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης.
Γιατί, μέσα από την κρίση του καπιταλισμού, δημιουργούνται οι συνθήκες της πολιτικής ανατροπής, ανεξάρτητα από τον δημοκρατικό – κοινοβουλευτικό χαρακτήρα της ανατροπής αυτής. Άρα η Αριστερά πρέπει να βρει τον τρόπο να κυβερνήσει μέσα στην κρίση και με τους περιορισμούς, τους εξωτερικούς εκβιασμούς κτλ. που η κρίση προκαλεί.
Μια απόδραση από την υποχρέωση αυτή θα σήμαινε ότι παραδεχόμαστε σαν Αριστερά ότι δεν μπορούμε να δώσουμε διέξοδο στην κρίση. Μα, τότε, πότε περιμένουμε να κυβερνήσουμε; Σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής άνθησης, τα αστικά κόμματα και οι ελεγχόμενοι μηχανισμοί ενημέρωσης και εξαγοράς των πολιτών, έχουν τον πρώτο λόγο.
Με αυτή την έννοια, υποστηρίζουμε μια προσπάθεια εξεύρεσης του επωφελούς  συμβιβασμού μέσα στο δυσμενές πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών. Μιας πολιτικής λύσης που θα περιλαμβάνει συμφωνία με τους δανειστές πάνω σε μέτρα και πολιτικές που δεν θα συνεχίζουν την ύφεση και τη λιτότητα, μπορεί να μην αντιστοιχούν στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θα εξασφαλίζουν τον χώρο προώθησης του πολιτικού του σχεδίου.
Μέχρι σήμερα, απόψεις για τον πιθανό συμβιβασμό κατατίθενται μόνο από την πλευρά της αντιπολίτευσης, αλλά με προκατειλημμένο και αρνητικό για τη χώρα τρόπο. Επιχαίρει η αντιπολίτευση για την πιθανότητα η χώρα να υποχρεωθεί σε νέα μνημόνια και μάλιστα εύχεται να είναι βαρύτατα. Από τη μια,  κατηγορούν την κυβέρνηση ότι δεν συμβιβάζεται και, από την άλλη, σπεύδουν να χαρακτηρίσουν κάθε συμβιβασμό σαν «κωλοτούμπα». Εμφανέστατα τρέμουν την πιθανότητα ενός συμβιβασμού που θα έδινε διέξοδο στην κυβέρνηση και στη χώρα.
Καταθέτουμε, λοιπόν, κι αυτή τη θέση. Πλήρη αδιαφορία πρέπει να δείξει η κυβέρνηση για τις απόψεις μιας τέτοιας αντιπολίτευσης. Είτε θεωρεί την κυβερνητική στάση επικίνδυνη και ανυποχώρητη είτε την καταγγέλλει σαν «κωλοτούμπα», πρέπει να είναι για την κυβέρνηση το ίδιο αδιάφορο.

Κοοπερατίβα Μετασχηματισμός
*σκίτσο της Σοφίας Μαμαλίγκα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θέλετε να βάλετε ενεργό link στο σχόλιό σας; BlogU