Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Πώς ο ΣΥΡΙΖΑ ανέτρεψε το καθεστώς (των συνόρων) στην ΕΕ

Και με τα πόδια πλέον από Ουγγαρία Αυστρία!    Photo: Laszlo Balogh/Reuters

του Άκη Γαβριηλίδη*
Προχθές, σε ημιεπίσημο σάιτ του ΣΥΡΙΖΑ, αναρτήθηκε τοποθέτηση "πηγών" του κόμματος με τον τίτλο "Αυτά κάναμε για το προσφυγικό, τώρα αποδίδουν καρπούς".
Όπως φαίνεται και από τον τίτλο, το κείμενο είναι συνταγμένο στην άχαρη γλώσσα της εκλογικής λογιστικής: αξιοποιήσαμε τόσα κονδύλια, κάναμε αυτά, οι άλλοι δεν τα κάνανε ή δεν θα τα κάνουνε, είμαστε καλύτεροι, ψηφίστε μας.
Αυτό από μόνο του δεν αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα, ούτε έκπληξη. Η δουλειά των κομμάτων, και των «πηγών» τους, αυτή είναι, ιδίως σε περιόδους εκλογών. Και συνήθως είναι όντως άχαρη και πεζή. Ας κάνουν αυτοί τη δουλειά τους, και εμείς τη δική μας.
Κάτι λοιπόν που αντιθέτως αποτελεί πρόβλημα είναι ότι αυτή η αυτοεπαινετική εκλογική απαρίθμηση, ενώ προορίζεται να αναδείξει τα διάφορα καλά που έφερε η πολιτεία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, παραλείπει το κυριότερο.
Το παραλείπει βέβαια διότι, προφανώς, για τις «πηγές» αυτές (ή για το ακροατήριο που επιδιώκουν να πείσουν –πράγμα που είναι ουσιαστικά το ίδιο), αυτό το κυριότερο είναι πιθανότερο μάλλον να τρομάξει και να απωθήσει, παρά να φέρει ψήφους.
Γι’ αυτό ακριβώς είναι δική μας δουλειά να το αναδείξουμε.
Και αυτό είναι ότι η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, (όχι φυσικά από μόνη της, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες), συντέλεσε στην ανατροπή του καθεστώτος των συνόρων στην ΕΕ, ενός καθεστώτος που ίσχυε ακλόνητο τα τελευταία 20 τουλάχιστον χρόνια, και αυτές τις μέρες καταρρέει μπροστά στα μάτια μας. Δηλαδή στην ανατροπή του καθεστώτος στην ΕΕ tout court, εφόσον ένα καθεστώς κυριαρχίας δεν είναι τίποτα χωρίς τα σύνορά του.
Πώς συντέλεσε;
Για να το εξηγήσω αυτό, θα χρειαστεί να προσφύγω σε μια αναλογία από το χώρο του ποδοσφαίρου –έναν χώρο στον οποίο επίσης έχουν κρίσιμη σημασία οι έννοιες του συνδυασμού και της κίνησης.
Στο ποδόσφαιρο, ως γνωστόν, νικάει όποιος βάλει πιο πολλά γκολ. Στον καταμερισμό εργασίας μεταξύ των παικτών, αυτός που είναι κατεξοχήν επιφορτισμένος με αυτό το καθήκον είναι ο σέντερ φορ.
Εκτός από το να στέλνει τη μπάλα στα δίχτυα, όμως, ο σέντερ φορ μπορεί να βοηθήσει την ομάδα του και κατά έναν άλλο τρόπο –στην τυποποιημένη γλώσσα της αθλητικογραφίας, αυτός ο άλλος τρόπος περιγράφεται με την έκφραση «να ανοίγει διαδρόμους για τους συμπαίκτες του».
Αυτό ακριβώς έκανε η κυβέρνηση Τσίπρα όλο το προηγούμενο εξάμηνο.
Αρκετοί σχολιαστές το διάστημα αυτό δικαιολογούσαν τη διαπραγματευτική της τακτική με την ερμηνεία ότι «προσπαθεί να κερδίσει χρόνο». Άλλοι, αυστηρότεροι, παρατηρούσαν ότι αυτό δεν είναι καλή ιδέα διότι «ο χρόνος δεν δουλεύει υπέρ του Τσίπρα». Στο φως των τωρινών εξελίξεων, μπορούμε να καταλάβουμε ότι, με την παρέλκυση αυτή, ο Τσίπρας δεν κέρδισε τόσο χρόνο, όσο χώρο. Με αυτή την κίνηση χωρίς τη μπάλα, παρέσυρε τους αμυντικούς της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης-φρούριο μακριά απ’ την περιοχή τους και εξάντλησε τις δυνάμεις τους. Έτσι, όταν ήρθαν επιτέλους οι «βάρβαροι», οι θεματο(/τερματο)φύλακες της λιτότητας και του ευρωκεντρισμού δεν είχαν άλλα όπλα για να τους αποτρέψουν∙ τα βέλη κατά των «τεμπέληδων και διεφθαρμένων μεσογειακών που θέλουν να κλέψουν την απόλαυση και να επωφεληθούν από τη σκληρή δουλειά των πειθαρχημένων βορείων» είχαν φθαρεί από την πολλή χρήση εναντίον της Ελλάδας, και ήταν φανερό ότι δεν μπορούν να πείσουν για δεύτερη φορά μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα. Έτσι, η ηγεσία της χώρας που κατεξοχήν βάσιζε όλον αυτόν τον καιρό την αδιαλλαξία της στη μονότονη υπόμνηση ότι «στην Ένωσή μας υπάρχουν κανόνες», αναγκάστηκε να κάνει την ανάγκη φιλοτιμία και να ανακοινώσει η ίδια δημόσια την αναστολή ενός συνόλου κανόνων του ενωσιακού δικαίου –και μάλιστα από τους πιο βασικούς στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική: του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ[1].
Στο παρελθόν, κατά την αρχή των διαπραγματεύσεων, είχα παραλληλίσει την τακτική των Τσίπρα/ Βαρουφάκη με εκείνη του Θεμιστοκλή απέναντι στους Πέρσες (ή/ και των Σκυθών, τους οποίους ο πρώτος αντέγραψε). Η κατάληξη των ίδιων των διαπραγματεύσεων ήταν ως γνωστόν καταστροφική: ήταν το κάψιμο και η λεηλασία της Αθήνας. Η άοπλη όμως εισβολή των Σύρων προσφύγων και η διέλευσή τους μέσα από την Ελλάδα, τη Μακεδονία, τη Σερβία και (μέχρι στιγμής) την Αυστρία, καθώς και η αναγγελία της άρσης του Δουβλίνου από τη Γερμανία, αυτό είναι η δική μας ναυμαχία της Σαλαμίνας. Τα σενάρια και τα «πλάνα Β (Γ, Δ …)» φίλων και εχθρών είχαν οργανωθεί γύρω από την ενδεχόμενη εμφάνιση του Podemos στην Ισπανία ως συνέχιση της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Το Podemos μέχρι στιγμής δεν ήρθε, ήρθε όμως μία αντεπίθεση, μία νίκη της αυτονομίας της μετακίνησης, από εκεί που δεν το περιμέναμε (-νε).
Η εξάμηνη λοιπόν διαπραγμάτευση εξάντλησε τα πυρομαχικά και τα αποθέματα «σκληρότητας» της γερμανικής κυβέρνησης, η οποία διαρκώς «κυνηγούσε» τον Τσίπρα και αυτός διαρκώς ξέφευγε. Στο τέλος τον έπιασε και τον φυλάκισε σε μια γραπτή συμφωνία, αλλά όταν ήρθαν οι Σύροι μετανάστες δεν την έπαιρνε να τους κυνηγήσει και να τους φυλακίσει κι αυτούς∙ έτσι μπόρεσαν να διαβούν.
Η νίκη αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, κατά την παραπάνω έννοια, δεν ήταν η εφαρμογή ενός σχεδίου ή η τήρηση μιας υπόσχεσης. Ήταν ένα αποτέλεσμα πολλαπλά επικαθορισμένο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει και πολλά πράγματα, είναι σχεδόν ταυτολογία. Όπως λέγαμε και πρόσφατα, πάντοτε έτσι γίνεται: η πολιτική δεν είναι δουλειά μηχανικών, ούτε συμβολαιογράφων. Οι σημαντικότερες, και οι πιο ενδιαφέρουσες, πολιτικές εξελίξεις έρχονται χωρίς να τις έχουν σχεδιάσει ή, ίσως, χωρίς να τις συνειδητοποιούν οι φορείς τους.
Άλλωστε, εάν αποβλέψουμε στις υλικές πράξεις διαχείρισης της προηγούμενης κυβέρνησης, και στη λογική που προκύπτει από αυτές, διαπιστώνουμε ότι ο «σχεδιασμός» αυτός πράγματι συντονιζόταν με την κίνηση των προσφύγων και την ευνοούσε. Είναι προφανές ότι η πολιτική της Τασίας Χριστοδουλοπούλου ήταν –πιθανόν σιωπηρά, αλλά πάντως συνειδητά- να αφήνει τους Σύρους να περνάνε προς τη Μακεδονία. Η μέχρι τώρα υπουργός δεν εξέδωσε κάποιο σχετικό νόμο, ούτε το διακήρυξε δημόσια στις δηλώσεις της για τις οποίες μάλιστα δέχθηκε χλευασμό και ειρωνείες, αλλά στην πολιτική μερικά πράγματα γίνονται χωρίς να λέγονται. Η πρακτική τής μέχρι τώρα κυβέρνησης ήταν εκείνη που ανέστειλε πρώτη αυτή το Δουβλίνο, εφόσον το αχρήστευσε de facto αν και όχι de jure. Η Μέρκελ απλώς συνήγαγε το λογικό συμπέρασμα.
Το βασικό όμως είναι ότι, όποια και αν είναι η συμβολή τού ενός ή του άλλου, το 2015 ο τοίχος του Δουβλίνου έπεσε. Πρόκειται για μια εξέλιξη που ούτε μπορούσαμε να τη φανταστούμε όσοι, στις αρχές της χιλιετίας, προσπαθούσαμε να σκεφτούμε και να δράσουμε, στο πλαίσιο ή στα περιθώρια των τότε Κοινωνικών Φόρουμ (ξεκινώντας από το «δίκτυο frassanito» και μετά με άλλες μορφές), με βάση τηναυτονομία της μετακίνησης. Σε όσους θυμόμαστε πόσο σκάνδαλο είχε προκαλέσει, στους κόλπους τής καθώς πρέπει αριστεράς, ανανεωτικής ή άλλης, η πρωτοφανής τότε ιδέα ότι η μετανάστευση είναι κίνημα, (η ίδια η μετανάστευση, όχι οι γηγενείς που συμπαρίστανται), και τι βρισίδια είχαμε φάει γι’ αυτήν, ας επιτραπεί να κοντοσταθούμε λίγο νιώθοντας μια στιγμή δικαίωσης.
Ούτε και σ’ αυτό όμως έχουμε την πολυτέλεια να χρονοτριβούμε. Ξέρουμε ότι ο ευρωπαϊκός ρατσισμός έχει βαθιές ρίζες, και δεν πρόκειται να χωνέψει τόσο εύκολα την ήττα του. Πριν προλάβουν να ανασυγκροτηθούν και να αντεπιτεθούν οι οπαδοί του, έχουμε να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς συνέβη/ συμβαίνει, να προωθήσουμε αυτή την κίνηση μέχρι εκεί που πάει, να κρατήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο ανοιχτό το ρήγμα, και να σκεφτούμε πώς μπορούμε να το αξιοποιήσουμε για να ανοίξουμε και άλλα ρήγματα στο νεοφιλελεύθερο φρούριο. Εφόσον έγινε δημόσια και πανηγυρικά παραδεκτό ότι οι ευρωπαϊκοί κανόνες δεν είναι γραμμένοι σε πέτρινες πλάκες, αλλά μπορούν να κάμπτονται, και ότι όσοι ζητούν χαλάρωση της αυστηρότητας και αναγνώριση δικαιωμάτων δεν είναι απαραίτητα χαραμοφάηδες, ούτε απειλή, αλλά μπορεί να είναι πλούτος και ευλογία, τότε ίσως η Σαλαμίνα μπορέσει να βοηθήσει να απελευθερώσουμε ξανά και την Αθήνα –ή έστω ένα μέρος της∙ και ίσως οι νέοι Σκύθες να μπορούν να ανταποδώσουν, εξίσου μετατοπισμένα και σιωπηρά, τη σιωπηρή βοήθεια που δέχθηκαν από τα «ξύλινα τείχη».
[1] Πράγμα που μεταξύ άλλων μας δείχνει ότι η κατάσταση εξαίρεσης και η αναστολή του νόμου δεν είναι πάντοτε ταυτόσημη με τον αυταρχισμό και την καταπίεση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θέλετε να βάλετε ενεργό link στο σχόλιό σας; BlogU