Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Στον σταυρό του αριστερισμού...

...και στο μαρτύριο της επετηρίδας



Άντε και Καλή Ανάσταση σύντροφοι της δημοκρατικής Αριστεράς! (...μέρες πού'ναι)

Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Συνέχεια στις "ανορθόδοξες" σκέψεις για την οικονομία και την ανάπτυξη



από το ιστολόγιο Κώστας Χαϊνάς - Σκέψεις

Και τώρα τι κάνουμε, θα αναρωτηθεί ο καθένας μας μετά την σύνοδο της ΕΕ και τον αναμενόμενο συμβιβασμό. Έναν συμβιβασμό που αφορούσε ασφαλώς όχι μόνο τη χώρα μας, αλλά ευρύτερα τον χώρο της ευρωζώνης.
Κάποιοι είπαν εν είδει αστείου (;), εντάξει μπορούμε να συνεχίσουμε το πάρτι!
Κάποιοι άλλοι είπαν, εντάξει φτηνά τη γλυτώσαμε…
Κάποιοι είπαν ότι δεν τους αφορά το θέμα…
Κάποιοι έκαναν κριτική στους ευρωπαίους και ειδικότερα στη Γερμανία για την τσιγκουνιά τους (!). Λες και είναι υποχρεωμένοι οι ευρωπαίοι να πληρώνουν τα δικά μας ‘σπασμένα’.

Γιατί όπως και να το κάνουμε δικά μας ‘σπασμένα’ είναι το υπερβολικά μεγάλο δημόσιο χρέος και έλλειμμα της χώρας μας.
Λέει κάποιος, μα τα γερμανικά προϊόντα αγοράζαμε και το δικό μας έλλειμμα είναι πλεόνασμα για τη Γερμανία. Και τι σημαίνει αυτό δηλαδή ; Ότι επειδή αγοράζαμε γερμανικά αυτοκίνητα και άλλα καταναλωτικά προϊόντα –όχι πάντα χρήσιμα ή τέλος πάντων είδη πρώτης ανάγκης- θα πρέπει η Γερμανία να μας ξελασπώσει ;
Ένα άλλο επιχείρημα που διάβασα αυτές τις μέρες είναι, ότι θα πρέπει η Γερμανία να αγοράζει περισσότερο τα προϊόντα μας, οι Γερμανοί να γίνουν περισσότερο καταναλωτικοί, για να μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα που έχουν με τη Γερμανία οι περισσότερες χώρες του ευρωπαϊκού νότου (!).
Με άλλα λόγια κατηγορούμε τη Γερμανία γιατί δεν είναι τόσο καταναλωτική ως κοινωνία όπως είμαστε εμείς.
Ή γιατί δεν αγοράζει τόσο πολύ τα προϊόντα μας. Θα τρελαθούμε τελείως.

Κατηγορούμε μια χώρα, ουσιαστικά ένα λαό, γιατί παράγει καλά και ποιοτικά προϊόντα που κερδίζουν επάξια την θέση τους στις διεθνείς αγορές και τον μεμφόμαστε γιατί δεν αγοράζει τόσο πολύ τα δικά μας προϊόντα, χωρίς να αναρωτιόμαστε το γιατί.
Καταρχήν τα στοιχεία λένε άλλα.
Η Γερμανία είναι η 1η χώρα αγοραστής των προϊόντων μας, παρά την μείωση που έχουμε τα τελευταία χρόνια στις εξαγωγές μας προς την Γερμανία, με ταυτόχρονη μείωση των γερμανικών εισαγωγών προς την χώρα μας. (Επίσημα έγγραφα Υπουργείου Εξωτερικών.
(http://www.agora.mfa.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=57&fid=25145)

Όσο για τον τουρισμό, η Γερμανία αποτελεί την 2η χώρα μετά τη Μεγάλη Βρετανία με τους περισσότερους επισκέπτες στη χώρας μας. (Μέσος όρος τελευταίας δεκαετίας 2.310.249 Γερμανοί επισκέπτες ετησίως-Στοιχεία Ε.Σ.Υ.Ε., http://www.mbatourism.gr/).
Ύστερα το αν το γερμανικά ομόλογα έχουν μεγαλύτερη απόδοση από τα ελληνικά στους επενδυτές ομολόγων, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Ελληνική Οικονομία παραπαίει και σ’αυτό δεν μας φταίνε ούτε οι Γερμανοί ούτε τα επενδυτικά κερδοσκοπικά κεφάλαια.
(Εμείς τους λέμε αμείλικτους κερδοσκόπους.
Τώρα αν αυτά τα κερδοσκοπικά λόμπυ μπορεί να είναι και κάποια ασφαλιστικά Ταμεία ευρωπαίων εργαζομένων –ίσως και δικών μας- που επενδύουν σε κρατικά ομόλογα, είναι μια άλλη ιστορία.
Πάντα όμως ξεχνάμε ότι στον κόσμο που ζούμε τα κεφάλαια μοναδικό σκοπό έχουν να κερδίσουν. Και αυτοί που τοποθετούν τα χρήματά τους σε ένα προϊόν, μια μετοχή, ένα ομόλογο επιδιώκουν να κερδίσουν και όχι να χάσουν. Έτσι λειτουργεί η αγορά, η καπιταλιστική αγορά.

Δεν υπάρχουν κάποια κέντρα ‘αόρατα’ που συνωμοτούν κατά της Ελλάδας, όπως θέλουν να ‘βλέπουν’ κάποιοι για εσωτερική κατανάλωση.
Και τα επιτόκια δανεισμού της χώρας μας θα πέσουν, -αν πέσουν- όχι γιατί οι διεθνείς επενδυτές θα συνετιστούν από την κα Μέρκελ ή τον κο Σαρκοζί, αλλά γιατί θα πειστούν ότι τα χρήματα που έχουν επενδύσει στα κρατικά ομόλογα της χώρας μας είναι ασφαλή και θα αποδώσουν.
Και αυτό θα το αποδείξουμε εμείς και κανένας τρίτος. Και αυτό βέβαια δεν θα το κάνουμε για κάποιους άλλους, αλλά για εμάς και για τα παιδιά μας, αν θέλουμε να έχουν μέλλον τα παιδιά μας στην κοινωνία που εμείς χτίσαμε).

Τώρα αν μας ενόχλησαν όσα γράφτηκαν στο ‘FOCUS’ και σε άλλα έντυπα, ας προσέχαμε. Πάντα η αλήθεια ενοχλεί. Αλλά ας μας πει κάποιος που διαφωνεί επί τοις ουσίας στα όσα γράφτηκαν, αφήνοντας κατά μέρος τις κορόνες περί ιερών και οσίων και άλλων ηχηρών.
Ασφαλώς και δεν είμαστε όλοι ίδιοι.
Ασφαλώς δεν ευθυνόμαστε όλοι το ίδιο για το σημερινό κατάντημα της χώρας.
Ασφαλώς κάποιοι κυβέρνησαν αυτή τη χώρα τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια.
Και δεν είναι δυνατόν οι οποιεσδήποτε υπερβολές των διαφόρων διεθνών σχολιαστών για τη χώρα μας να αποτελέσουν το πλυντήριο για το δικομματικό σύστημα και το πελατειακό κράτος που έχτισαν διαχρονικά όλες οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα, ασφαλώς και με την συνενοχή της κοινωνίας. Γιατί αν η κοινωνία δεν ήθελε δεν θα είχε αυτό το σύστημα.

Οι ευθύνες λοιπόν για την σημερινή κατάσταση είναι σε όλους, όχι ασφαλώς η ίδια, αλλά όλοι έχουμε ευθύνες ανάλογα με τις θέσεις ευθύνης μας σ’αυτήν την κοινωνία που βρισκόμαστε.
Δεν μπορεί για παράδειγμα, όταν πηγαίνουμε σε μια δημόσια υπηρεσία να ‘φτύνουμε’ αίμα με την συμπεριφορά των υπαλλήλων και μετά να συμπαραστεκόμαστε στους ίδιους αυτούς υπαλλήλους, γιατί διαμαρτύρονται επειδή χάνουν το επίδομα έγκαιρης παρουσίας!
Ούτε βέβαια μπορώ να συμπαρασταθώ στους –συμπαθείς κατά τα άλλα- ταξιτζήδες γιατί αντιδρούν στην εγκατάσταση ταμειακών μηχανών.
Και σε μια σειρά άλλες κοινωνικές ομάδες που υπερασπίζονται τα λεγόμενα ΄κεκτημένα΄ εις βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας.
Είτε αυτό λέγεται εξαίρεση φορολόγησης, είτε προνομιακό ασφαλιστικό ταμείο που τα ελλείμματά του θα καλύπτονται από το Κράτος (δηλαδή από τους υπόλοιπους φορολογούμενους), είτε κρατική επιδοματική πολιτική για ‘ημέτερες’ προνομιακές ομάδες του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα, είτε υπερβολικές αποζημιώσεις και εφάπαξ στους ‘δικούς’ μας ανθρώπους για να τους έχουμε ‘δικούς’ μας και στην συνέχεια.
Πρακτικές που εφαρμόζονται διαχρονικά στη χώρα μας από όλες τις Κυβερνήσεις με την ανοχή ή και την συνενοχή της αντιπολίτευσης μείζονος και ελάσσονος.

Και καλά εντάξει η όποια αντιπολίτευση.
Η αριστερά κάθε χρώματος και απόχρωσης τι δουλειά έχει με αυτές τις συντεχνιακές ομάδες, που το μόνο που υπερασπίζονται είναι τις δικές τους συντεχνιακές ‘κατακτήσεις’ σε βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας;
Δεν νοιάζονται ούτε για ένα δίκαιο κράτος – που τουλάχιστον η αριστερά θέλει να αγωνίζεται – ούτε για δικαιότερη κατανομή του πλούτου.
Το μόνο που ενδιαφέρει αυτές τις ομάδες είναι η δική τους εξαίρεση από τα όποια μέτρα και να μην τους αγγίξουν τα μέτρα τα δικά τους ‘κεκτημένα’.
Μήπως νομίζει –αφελώς- ότι κλείνοντας το μάτι στις ομάδες αυτές αύριο θα έχει πολιτικά οφέλη ; Όχι βέβαια, αντίθετα χάνει πολιτική επιρροή και σε πολίτες με ορθολογικά και δικαιϊκά κριτήρια.

Και επανέρχομαι στο κυρίαρχο ερώτημα που είναι, τι κάνουμε από εδώ και πέρα.
Η απάντηση ασφαλώς δεν είναι εύκολη.
Έχουμε ένα υπερβολικά μεγάλο χρέος και δημοσιονομικό έλλειμμα που αποτελεί και θα αποτελεί ένα μόνιμο βρόχο στο ‘λαιμό’ της χώρας για πολλά ακόμη χρόνια, ακόμη και αν πάρουμε σήμερα τα πιο επώδυνα μέτρα.
Γιατί μη γελιόμαστε ένα έλλειμμα που βασίζεται σε ένα ετήσιο δανεισμό πενήντα δισεκατομμυρίων ευρώ δεν είναι εύκολο να εξαληφθεί εδώ και τώρα.

Για το δημόσιο χρέος ας μην το συζητάμε καθόλου. Όπως και να βάλεις τα νούμερα δεν μπορεί να εξαληφθεί ούτε σε ορίζοντα εικοσαετίας, όσες θυσίες και να γίνουν από τους πολίτες.
Ας ελπίσουμε ότι στο μέλλον οι ευρωπαϊκές κοινωνίες θα αποκτήσουν μεγαλύτερη συνοχή και αλληλεγγύη και ίσως μια ενωμένη πολιτικά και οικονομικά Ευρώπη, να μπορέσει να ‘χωνεύσει’ αυτό το δυσβάστακτο χρέος.

Το έλλειμμα όμως δεν μπορεί να συνεχισθεί να υφίσταται στα σημερινά νούμερα. Δεν μπορεί να συνεχίσουμε να δανειζόμαστε για να καλύπτουμε δαπάνες που δεν μπορούμε να καλύψουμε από τα δικά μας εισοδήματα. Η συνέχιση της ύπαρξης του σημερινού δημόσιου ελλείμματος είναι καθαρός παραλογισμός.

Κάποιοι λένε να κάνουμε στάση πληρωμών στους πιστωτές μας και να διαπραγματευθούμε το χρέος μας με τους δανειστές μας.
Αν κάνουμε στάση πληρωμών στους πιστωτές μας σημαίνει ότι δεν πληρώνουμε τους προμηθευτές του δημοσίου. Αυτό μάλλον είναι αδύνατον εφόσον οι όποιες συναλλαγές είναι νόμιμες και εγκεκριμένες από τα αρμόδια κρατικά όργανα.
Αλλά και να μπορούσαμε να το κάνουμε, οι επιπτώσεις θα ήταν τεράστιες στην πραγματική οικονομία και στις επιχειρήσεις, δηλαδή στους εργαζόμενους των επιχειρήσεων αυτών.

Δεν αποτελεί λύση λοιπόν η στάση πληρωμών. Με τους δανειστές μας μια διαπραγμάτευση του χρέους κάποιο νόημα θα μπορούσε να είχε η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του, γιατί διαγραφή των χρεών όποιος την επικαλείται είναι τουλάχιστον ανεύθυνος.
Όμως η μετάθεση στο μέλλον των υποχρεώσεών μας, γίνεται αυτόματα έτσι και αλλιώς, αφού ένα μεγάλο μέρος των δανεικών που παίρνουμε κάθε χρόνο, είναι για να εξοφλούμε τοκοχρεολύσια παλαιότερων δανείων.

Το βασικό θέμα είναι τα επιτόκια δανεισμού μας και η ουσιαστική μείωση τους.
Και αυτή η μείωση δεν επιτυγχάνεται με διαπραγματεύσεις, αλλά με πραγματικά βήματα βελτίωσης και ισχυροποίησης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της χώρας μας.

Κάποιοι άλλοι λένε. Το πρόβλημα δεν μας αφορά.
Ας το λύσουν αυτοί που ενδιαφέρονται για το μέλλον του καπιταλισμού.
Εμείς έτσι και αλλιώς δεν αποτελούμε θιασώτες του συστήματος. Δεν μας ενδιαφέρει η συντήρησή του.
Εμείς θέλουμε την ανατροπή του συστήματος αυτού.
Γιατί να μπούμε στην διαδικασία να προτείνουμε λύσεις που θα περισώσουν το σύστημα ; Άρα, δεν μπαίνουμε σε καμιά διαδικασία βελτίωσης ή διόρθωσης του συστήματος και περιμένουμε την πτώση του.

Δεν θέλω να υποτιμήσω αυτή την προσέγγιση, αλλά τουλάχιστον είναι ανιστόρητη.
Αν κοιτάξουμε λίγο προς τα πίσω και άλλες φορές το σύστημα είχε φτάσει σε περιόδους κρίσης ακόμη και κατάρρευσης.
Και όχι μόνο δεν ήρθαν καλύτερες μέρες για τους λαούς αλλά πολύ χειρότερες.
Η άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη και στην συνέχεια ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά και ο Μακαρθισμός στην Αμερική, μετά την μεγάλη κρίση του 1929 είναι μεγάλα ιστορικά παραδείγματα. Και η συνέχεια είναι γνωστή.
Ο διεθνής καπιταλισμός βγήκε πολύ πιο ισχυρός και η λεγόμενη απάντησή του, δηλαδή ο ‘υπαρκτός σοσιαλισμός’, ήταν αυτός που κατέρρευσε μετά το 1989, κάτω από τις δικές του αντιφάσεις και τα δικά του αδιέξοδα.
Και να θεωρήσουμε ότι δεν απέτυχε ο σοσιαλισμός, αλλά μια εφαρμογή του και πάλι δεν καταλαβαίνω πως θα υπάρξει διέξοδος, εάν δεν πειστεί η πλειοψηφία της κοινωνίας για την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού.

Η κρίση λοιπόν του συστήματος και η αναμονή της πτώσης του ως ώριμου φρούτου, ή έστω με την συνεχή καταγγελία του, είναι τουλάχιστον μια αυταπάτη.
Εκτός εάν θέλεις απλώς να υπάρχεις για να έχεις ένα μικρό ακροατήριο το οποίο θα γοητεύεται από τις καταγγελίες σου και την ρητορεία χωρίς αντίκρισμα.
Θα γίνεται και καμιά διαδήλωση για να δείξουμε την επαναστατικότητά μας. Αλλά μέχρις εκεί.
Γιατί η πλειοψηφία της κοινωνίας δεν θα μας εμπιστεύεται και θα ακολουθεί –είτε μας αρέσει είτε όχι- άλλες πολιτικές δυνάμεις του συστήματος, που φρόντισαν να έχουν λύσεις για το σήμερα, έστω και προβληματικές.

Εφόσον συμμετέχεις στους θεσμούς του συστήματος δεν μπορείς να αποποιείσαι τις ευθύνες σου. Τις όποιες ευθύνες σου. Και θα παρεμβαίνεις και θα προτείνεις.
Ρεαλιστικές και ολοκληρωμένες πειστικές πολιτικές.
Που θα πρέπει να εκφράζουν την κοινωνία ως σύνολο. Και όχι κάποια συντεχνιακά συμφέροντα.
Δεν βλέπω κάποια άλλη πολιτική διαδικασία για να κερδίσεις την κοινωνία με την πολιτική σου.
Γιατί, τουλάχιστον ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι, τις όποιες αλλαγές του συστήματος σκέφτεται ένας πολιτικός οργανισμός, μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να τις υλοποιήσει : Κερδίζοντας την πλειοψηφία της κοινωνίας για τις αλλαγές αυτές.

Διαφορετικά είναι συνομωσία ή πραξικόπημα. Και να επιβληθεί ένα σύστημα σε μια κοινωνία που δεν έχει κερδίσει την μεγάλη πλειοψηφία της, αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει.
Κάποιοι μιλάνε για επανάσταση.
Οι επαναστάσεις όμως γίνονται από τις μεγάλες πλειοψηφίες των κοινωνιών και όχι από έσχατες μειοψηφίες.
Και όταν αυτές οι μεγάλες κοινωνικές πλειοψηφίες δεν είναι διατεθειμένες να υποστούν άλλο, τις πολιτικές των μειοψηφικών εξουσιαστών.

Και προπαντός όταν το πολιτικό υποκείμενο έχει κερδίσει με την πολιτική του, την μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας.
Στην ιστορική εξέλιξη είδαμε ότι μόνο τότε οι επαναστάσεις κερδίζονται και επιβιώνουν, δηλαδή όταν είναι δημοκρατικές και όταν σέβονται τα δικαιώματα των μειοψηφιών.

Κάποιοι λένε να πληρώσουν αυτοί που δημιούργησαν τα χρέη και τα ελλείμματα.
Ας θεωρήσουμε ότι είναι σωστή αυτή η θεώρηση και ας την εξετάσουμε.
Ποιοι είναι αυτοί ;
Είναι κάποιοι από τους οικονομικά ισχυρούς του συστήματος που επωφελήθηκαν και απέσπασαν κρατικές χρηματοδοτήσεις για επενδύσεις και τις διοχέτευσαν σε άλλες πολυτελείς προσωπικές τοποθετήσεις ;
Και δεν αναφέρομαι γενικά στους επιχειρηματίες και στην λεγόμενη ιδιωτική πρωτοβουλία (γιατί υπάρχουν και σωστοί τέτοιοι, όσο και αν κάποιοι θέλουν να μην τους βλέπουν), οι οποίοι αγωνίζονται σε ένα πολύ δύσκολο περιβάλλον να ανταποκριθούν στον διεθνή ανταγωνισμό, με καινοτομίες και με αξιοποίηση της γνώσης και της τεχνογνωσίας τους, αλλά και επενδύοντας τα κέρδη ή μέρος τους στην επιχείρηση, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας.
Είναι οι μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι οι οποίοι ευνοήθηκαν από την μειωμένη φορολόγησή τους ;
Είναι οι μεγάλες ναυτιλιακές εταιρίες οι οποίες έχουν σχετική φορολογική ασυλία;
Είναι οι διάφοροι ιδιώτες που προμήθευσαν το Κράτος με υλικά και υπηρεσίες, με υπερβολικές υπερτιμολογήσεις σε συνεργασία πάντα με κάποιους δημόσιους ‘λειτουργούς’ που τους βοήθησαν ασφαλώς με το αζημίωτο;
Είναι σημαντικά κοινωνικά στρώματα που έκαναν επάγγελμα την φοροδιαφυγή, την φοροαποφυγή και την εισφοροδιαφυγή ;
Και αυτοί είναι πάρα πολλοί όπως δείχνουν τα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων τους. Δηλώσεις με εισοδήματα των δέκα ή των είκοσι χιλιάδων ευρώ, με τα οποία ζούσαν τετραμελείς οικογένειες, με σχολεία, φροντιστήρια, αλλά πάντα έμεναν και για αλλαγή του αυτοκινήτου τους κάθε τόσο και λιγάκι και για την ανέγερση του εξοχικού τους ή της αποκατάστασης των παιδιών τους πριν αυτά πάνε στο νηπιαγωγείο.
Είναι ακόμη και εργαζόμενοι – μισθωτοί οι οποίοι έκαναν δύο και τρεις δουλειές, αλλά για τα εισοδήματα από την δεύτερη και πέρα δουλειά, δεν πλήρωναν φόρους, αφού ήταν τα λεγόμενα ‘μαύρα’.
Μπορεί να υπάρχουν και κάποιες άλλες κατηγορίες που μου διαφεύγουν.

Ασφαλώς όλοι αυτοί δεν αποτελούν τη λεγόμενη πλουτοκρατία, αλλά όμως σωρευτικά αποτελούν ένα μεγάλο έλλειμμα για την κοινωνία συνολικά. Αν λοιπόν πρέπει να πληρώσουν αυτοί που τα δημιούργησαν, αυτοί δεν είναι άλλοι από την κοινωνία μας.
Να αποφασίσουμε λοιπόν να πληρώσουμε όλοι μας, με έναν δίκαιο κανόνα.
Να πληρώσουμε όλοι, ανάλογα με τις δυνατότητες του καθένα.
Οι πραγματικά φτωχοί δεν μπορούν να επιβαρυνθούν ούτε ένα ευρώ. Αντίθετα πρέπει να ενισχυθούν.
Όλοι οι άλλοι να πληρώσουμε αναλογικά με τα εισοδήματά μας και τα περιουσιακά στοιχεία του καθένα.

Κάποιοι μπορεί να αδικηθούν, όπως για παράδειγμα, κάποιοι σκληρά εργαζόμενοι (μισθωτοί ή ελεύθεροι επαγγελματίες) που κατάφεραν να κάνουν μια μικρή περιουσία με αίμα και θυσίες, πλήρωναν κανονικά τους φόρους τους χωρίς να βάλλουν το χέρι στο ‘μέλι’ και καλούνται να πληρώσουν και αυτοί.
Δεν βλέπω όμως να υπάρχει άλλος τρόπος από την δίκαιη φορολόγηση όλων των κοινωνικών κατηγοριών, δηλαδή των εισοδημάτων τους και των περιουσιακών στοιχείων τους.

Και της εκκλησίας συμπεριλαμβανομένης. (Με την ευκαιρία γιατί μισθοδοτούνται οι λειτουργοί της εκκλησίας μας από το ελληνικό Κράτος; Μήπως παρέχουν κάποια δημόσια υπηρεσία και δεν το έχω καταλάβει;
Σε ποιο άλλο Κράτος της Ευρώπης οι ιερείς είναι δημόσιοι υπάλληλοι;
Και στη βάση αυτής της λογικής γιατί να μην ζητήσουν να μισθοδοτούνται από το Κράτος και οι ιερείς των άλλων θρησκευτικών δογμάτων ;).

Και μέσα από αυτήν την δίκαιη φορολόγηση σε έναν μακροπρόθεσμο ορίζοντα, σε συνδυασμό και με άλλα ριζικά μέτρα εξοικονόμησης και περιορισμού των δαπανών να περιορίσουμε το δημόσιο έλλειμμα της χώρας και κατ’ επέκταση το χρέος.
Ναι, χρειάζονται δραστικά και ριζοσπαστικά μέτρα μείωσης των δημοσίων σπαταλών.
Αυτών που διαχρονικά έκαναν οι κρατούντες για να είναι χρήσιμοι στους ‘πελάτες’ του (βλέπε ψηφοφόρους τους), ώστε να συνεχίζουν να τους ψηφίζουν.

Και μέσα σ’αυτό εντασσόταν και ο διορισμός των ‘παιδιών’ των ημετέρων στο δημόσιο για να έχουν μια σταθερή και σίγουρη δουλειά, αλλά και μια σίγουρη ‘πελατεία’ (βλέπε ψηφοφόρους τους) για τους εξουσιαστές.

Ταυτόχρονα απαιτείται δραστικός περιορισμός των στρατιωτικών δαπανών.
Με μια δίκαιη συμφωνία με την Τουρκία και με την δημιουργία των προϋποθέσεων για επίλυση του Κυπριακού, μπορούμε να εξοικονομήσουμε σημαντικούς οικονομικούς πόρους, με σημαντικό περιορισμό αν όχι μηδενισμό των στρατιωτικών δαπανών, τουλάχιστον για τα επόμενα πέντε χρόνια.

Μακροπρόθεσμο περιορισμό του δημόσιου τομέα με πάγωμα των προσλήψεων και με αναπλήρωση των κενών θέσεων με εσωτερικές μετατάξεις των υπαλλήλων.

Καθιέρωση της αξιολόγησης σε όλα τα επίπεδα της διοίκησης και καθιερώνοντας συγκεκριμένα κίνητρα (οικονομικά και εξέλιξης) για την ανάπτυξη της πρωτοβουλίας και της δημιουργικότητας των υπαλλήλων.
Και άλλα πολλά που έχουν προταθεί από έγκυρους αναλυτές του δημόσιου χώρου.

Δυστυχώς δεν βλέπω άλλο τρόπο επιβίωσης μας ως κοινωνία, αν ενδιαφερόμαστε πλέον γι αυτό που λέμε κοινωνία και δεν έχουμε κατακλυσθεί από το ατομικό μας εγώ και οδηγός μας είναι πλέον το γνωστό ρητό, ‘ο σώζων εαυτόν σωθήτω’…
Αλλά και αυτό να αποτελεί τον οδηγό μας σήμερα, μακροπρόθεσμα ούτε αυτόν μπορούμε να σώσουμε.

Η άλλη πλευρά της προτεινόμενης λύσης είναι η αναπτυξιακή διαδικασία, που επικαλούνται αρκετοί, μηδέ της αριστεράς εξαιρουμένης.
Η πρόταση αυτή βασίζεται στην εξής σκέψη.
Πρέπει να κάνουμε ανάπτυξη, δηλαδή επενδύσεις, ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, να αυξηθούν τα εισοδήματα, να κυκλοφορήσει το χρήμα, να αυξήσουμε την κατανάλωση κ.ο.κ.

Χωρίς να καταδικάζω κάθε είδους επένδυση, υπάρχουν τα εξής ζητήματα που χρειάζονται να επανεξεταστούν.
Διαπιστώνουμε ιστορικά πλέον, ότι το μοντέλο αυτό επιβιώνει μόνο με την συνεχή επέκταση και διόγκωση της οικονομίας, με την συνεχή αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης.
Ταυτόχρονα γίνεται το ίδιο, η βασική αιτία των κρίσεών του, κ.ο.κ.

Αυτό το ‘αναπτυξιακό’ μοντέλο δεν μας έφερε στην σημερινή κρίση ; Άρα δεν μπορεί να αποτελεί λύση, η συνεχής επέκταση και διόγκωση της παραγωγής και της κατανάλωσης.
Αυτή η διαδικασία της συνεχούς ανάπτυξης και επέκτασης έχει ημερομηνία λήξεως.

Η εξάντληση των φυσικών πόρων δεν αποτελεί κάποιο γεγονός του απώτερου μέλλοντος.
Ήδη διανύουμε την φάση της εξάντλησης των φυσικών πόρων και των κλιματικών αλλαγών.

Η ανθρωπότητα χρειάζεται να αναζητήσει νέους κανόνες στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας.
Χρειάζεται να θεσπιστούν ποιοτικοί δείκτες που θα συνδέονται με το επίπεδο ανάπτυξης μιας χώρας και όχι μόνο ποσοτικοί όπως είναι σήμερα, που οδηγούν τις χώρες να κυνηγούν μια χωρίς τέλος ‘ανάπτυξη’.
Χρειάζεται να παράγουμε ως κοινωνία αυτά που χρειάζεται να καταναλώσουμε. Και να καταναλώνουμε αυτά που πραγματικά χρειαζόμαστε για να ζούμε.

Οι νέες θέσεις εργασίας θα δημιουργούνται σε νέους τομείς δραστηριότητας που χρειάζεται να αναπτύξουμε και οι οποίες συνδέονται με την ποιότητα ζωής, με το περιβάλλον, με τον πολιτισμό, με την βιολογική και οικολογική γεωργία, με τον ποιοτικό τουρισμό, με τις εξειδικευμένες υπηρεσίες, με την ανακύκλωση, την επαναχρησιμοποίηση και την εξοικονόμηση πόρων, με την υλοποίηση καινοτομιών στην μεταποίηση και την παραγωγική διαδικασία κ.ά.
Άρα χρειάζεται να αναθεωρήσουμε σε ατομικό αλλά και σε συλλογικό επίπεδο τα κριτήρια για την αξία και την ποιότητα της ζωής μας.
Και στην συνέχεια να θεσπίσουμε δημοκρατικά νέους κανόνες ποιότητας ζωής για την κοινωνία και το Κράτος.

Για παράδειγμα αντί να διεκδικούμε συνεχώς την αύξηση του ατομικού μας εισοδήματος, να αγωνισθούμε για την αύξηση του κοινωνικού εισοδήματος.
Με την διάχυση του κοινωνικού εισοδήματος στην κοινωνία, θα έχουμε και ατομικό όφελος, αφού θα είμαστε χρήστες των κοινωνικών υπηρεσιών και δεν θα χρειάζεται να δαπανούμε δικούς μας πόρους.
Αντί να διεκδικούμε συνεχώς μεγαλύτερο μερίδιο από την παραγόμενη πίτα, ας διασφαλίσουμε ένα κομμάτι να επιστρέφει στην κοινωνία, με μέτρα για την προστασία της φύσης, για την αναβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος που ζούμε και που κάθε χρόνο γίνεται όλο και πιο ανυπόφορο.

Δηλαδή θα έχουμε κάνει βήματα στην κατεύθυνση αυτή, όταν τα συνδικάτα θα κινητοποιούνται όταν η επιχείρησή τους μολύνει το περιβάλλον, όταν στις διεκδικήσεις τους θα εντάξουν περιβαλλοντικά αιτήματα, όταν θα υποχρεωθούν οι επιχειρήσεις να συντάσσουν περιβαλλοντικό ισολογισμό, όταν οι πολίτες θα υποτάσσουν το εγώ τους στο εμείς αποκτώντας οικολογική συμπεριφορά, όταν οι κοινωνίες θα εκφράζουν την αλληλεγγύη τους στις κάθε είδους μειονότητες, όταν τα Κράτη θα παρεμβαίνουν προληπτικά στις ανθρωπιστικές και περιβαλλοντικές κρίσεις του πλανήτη μας, όταν…

Ασφαλώς χρειάζονται να γίνουν μεγάλες αλλαγές στις κοινωνίες, στα ίδια τα Κράτη και στους παγκόσμιους οργανισμούς και κυρίως στις αντιλήψεις μας για την ζωή.
Οι αναπτυγμένες χώρες της δύσης δεν μπορούν να συνεχίζουν για πολύ να αγνοούν την κατάσταση του χωρών του δεύτερου, τρίτου και τέταρτου κόσμου.
Άρα δεν μπορούμε να μιλάμε με τον ίδιο τρόπο όταν αναφερόμαστε στην ανάπτυξη σε κάθε περιοχή του κόσμου. Δεν μπορούν να συνεχισθούν για πολύ οι σημερινές μεγάλες ανισότητες, ανάμεσα σε χώρες και λαούς αλλά και στο εσωτερικό της κάθε χώρας.
Η μετανάστευση δεν αντιμετωπίζεται με αστυνομικά και στρατιωτικά μέσα.
Χρειάζονται πολιτικά μέτρα και διευθετήσεις πλανητικής διάστασης και κυρίως στήριξη αυτών των χωρών με συγκεκριμένα μέτρα που θα κρατήσουν τους ανθρώπους στον τόπο τους.
(Σημειωτέον στις χώρες αυτές που οι άνθρωποι προσπαθούν να περάσουν με κάθε τρόπο στον κόσμο της δύσης, καταληστεύθηκαν οι φυσικοί τους πόροι στο παρελθόν και σε ορισμένες συνεχίζεται και σήμερα από τους ισχυρούς της δύσης).
Εκτός αν κάποιοι θεωρούν τις παγκόσμιες πολεμικές συγκρούσεις, έστω και με τη μορφή των περιφερειακών συρράξεων, ως λύση για την μείωση της παγκόσμιας εντροπίας.

Ζητούμενα είναι σήμερα η δημιουργία των απαραίτητων μηχανισμών και οργανισμών μιας παγκόσμιας δημοκρατικής διαχείρισης των πλανητικών υποθέσεων.
Τα κλειστά κλαμπ των G7 και των λοιπών δεν αποτελούν λύσεις.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ένα κρίσιμο πείραμα. Η επιτυχία του εγχειρήματος, δηλαδή η δημιουργία μιας δημοκρατικής και ολοκληρωμένης Ευρώπης της αλληλεγγύης, η οποία θα λειτουργεί για το καλό των λαών της είναι ζητούμενο σήμερα και θα αποτελέσει τον πιλότο για τις κοινωνίες του μέλλοντος.
(http://kostasxainas.blogspot.com/2010_02_01_archive.html)

Κώστας Χαϊνάς
28-3-2010

Λεωνίδας Κύρκος: Ο αιθεροβάμων ρεαλιστής


ο Λεωνίδας Κύρκος στο σπίτι του με νέους της ανανεωτικής αριστεράς


του Διονύση Γουσέτη*,

Λεωνίδας Κύρκος, Στιγμές ΙΙΙ, επιμ. Βαγγέλης Τζούκας, Αθήνα 2009, σελίδες 95

Λεωνίδας Κύρκος, Εκ βαθέων, επιμ. Πέτρος Παπασαραντόπουλος, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 438

[αναδημοσίευση από την The Athens Review of Books]


Η ελληνική κοινωνία και η αριστερά της

Κάπου είπε ο Μαρξ ότι οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία τους, όμως δεν τη δημιουργούν κάτω από συνθήκες που επέλεξαν οι ίδιοι, αλλά κάτω από συνθήκες που μεταβιβάστηκαν από το παρελθόν και τους παραδόθηκαν. Ειδικά για τη χώρα μας, ο Φίλιππος Ηλιού διέγνωσε την ιδιαίτερη στασιμότητα που τη διακρίνει: «η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με προβλήματα που είχαν ήδη τεθεί στις αρχές του 19ου αιώνα, με την πρώιμη εξαγγελία της αστικής επανάστασης, και τα οποία δεν ήταν σε θέση να επιλύσει» 1.

Ποια είναι αυτά τα προβλήματα; Ο Νικηφόρος Διαμαντούρος2 διαπιστώνει ότι στη χώρα μας συνυπάρχουν δυο αντίθετες κουλτούρες, η «παρωχημένη» και η «μεταρρυθμιστική», που συνοδεύουν την πορεία της χώρας μέχρι σήμερα. Η πρώτη είναι η αυτόχθων, εσωστρεφής και εχθρική προς το Διαφωτισμό κουλτούρα της καθυστέρησης, ενώ η δεύτερη είναι εξωστρεφής, που προσπαθεί να εκσυγχρονίσει την κοινωνία και να συγκλίνει με της αναπτυγμένες χώρες της Δύσης. Η δεύτερη, η μεταρρυθμιστική, κατόρθωσε –με τη βοήθεια βέβαια των συμμάχων– να επιβάλει στη χώρα σύγχρονους θεσμούς αλλά η πρώτη, η παρωχημένη και συγχρόνως πλειοψηφική, κέρδισε στη στελέχωση αυτών των θεσμών.

Έτσι, φτάσαμε σε μια κοινωνία από αυτές που ο φιλόσοφος Έρνεστ Γκέλνερ αποκάλεσε «κατακερματισμένες»3 . Περιληπτικά, πρόκειται για μια καθυστερημένη κοινωνία χωρίς συνοχή. Μια κοινωνία που είναι άθροισμα επιμέρους ομάδων συμφερόντων, οικογενειακών, συντεχνιακών, τοπικιστικών κ.λπ. Τα μέλη αυτών των ομάδων αλληλοϋποστηρίζονται μέχρι θυσίας εντός της ομάδας (βλ. φαινόμενα ακραίου νεποτισμού, τοπικισμού, συντεχνίας), αλλά είναι αδιάφορα έως εχθρικά προς τις άλλες ομάδες. Είναι συνεπώς ανίκανα να συνεννοηθούν με αυτές. Αποτέλεσμα της αδυναμίας συνεννόησης είναι ο μόνιμος ριζοσπαστισμός της κοινωνίας, οι διχασμοί, οι εμφύλιοι, οι δικτατορίες κ.λπ. Παραδείγματα τέτοιων κοινωνιών είναι οι πατριαρχικές, οι ισλαμικές και οι καθυστερημένες βαλκανικές. Κοινωνίες ανασφαλείς, και γι’ αυτό κλειστές, φοβικές, που ομφαλοσκοπούνται με τα μάτια στο «ένδοξο» παρελθόν και το μίσος στον «Άλλο», ιδιαίτερα το γείτονα.

Σε μια τέτοια χώρα ταιριάζει μια ανάλογη αριστερά. Κατακερματισμένη, αδιάλλακτη, ασυμβίβαστη, επαναστατική. Στον αντίποδα της «ξενέρωτης» ευρωπαϊκής αριστεράς, που στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αντί να επιδιώξει την εξουσία προτίμησε να συμβάλει στην ανασυγκρότηση των χωρών της. Το σταλινικό κοστούμι ήρθε γάντι στην ελληνική αριστερά, η οποία διαφέρει από τα κομμουνιστικά κόμματα των χωρών της ανεπτυγμένης Δύσης σε πολλά, ακόμα και στα ποσοστά: τα δυο ελληνικά αριστερά κόμματα απέσπασαν στις εκλογές του 2009 12,15%, ποσοστό που για ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα είναι άπιαστο. Άλλο εθνικό χαρακτηριστικό της ελληνικής αριστεράς είναι ότι το κόμμα που την ηγεμονεύει, το ΚΚΕ, είναι εχθρικό απέναντι στην Ευρώπη, όπως ακριβώς είναι και η ελληνική κοινωνία, με πρωτοπόρο τον κλήρο. Μάχεται φανατικά την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Δεν μετέχει καν στο Ευρωπαϊκό Αριστερό Κόμμα. Εσχάτως αποκατέστησε και τον Στάλιν, μια ακόμη ελληνική πρωτοτυπία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μειοψηφικό κομμάτι της ελληνικής αριστεράς είναι ο Συνασπισμός (ΣΥΝ) με τον Λεωνίδα Κύρκο έναν από τους ιδρυτές του.


Τα εν λόγω βιβλία

Στα παλαιότερα βιβλία του, στα Ανατρεπτικά4 και στο τρίτομο Στιγμές5 , ο Λεωνίδας (όπως πάντα τον αποκαλούσαν οι σύντροφοί του) μας θυμίζει τους παλαιότερους αγώνες του για εκσυγχρονισμό της αριστεράς, από την εποχή της προδικτατορικής ΕΔΑ μέχρι το μεταδικτατορικό ΚΚΕ εσωτερικού και την ΕΑΡ (Ελληνική Αριστερά). Οι Στιγμές ΙΙΙ ιδιαίτερα, που γι’ αυτό εξετάζονται χωριστά, περιλαμβάνουν το κείμενο των «Στόχων του Έθνους», που συνέγραψε και πέρασε από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ εσ. στις 3.9.1974.

Το Εκ βαθέων αναφέρεται κυρίως στην εποχή του ΣΥΝ. Περιέχει συνεντεύξεις του Λεωνίδα στην εκπομπή «Εκ βαθέων» του Ράδιο Παρατηρητής Θεσσαλονίκης, την περίοδο από το 1989 μέχρι το 2009. Στις σελίδες του βρίσκεται η άποψη του Λεωνίδα για την κυβέρνηση Τζαννετάκη, τη δίκη του Ανδρέα Παπανδρέου, την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και των κομμουνιστικών καθεστώτων, το διχασμό στον ΣΥΝ και την αποχώρηση του ΚΚΕ, την εθνικιστική παράκρουση για το Μακεδονικό, τους πυραύλους S-300, τα Ίμια, τους αγανακτισμένους «εθνικοπαράφρονες» της Θεσσαλονίκης (που οργάνωσαν επίθεση με ξυλοδαρμούς στη συγκέντρωση Ελλήνων και Τούρκων πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών), την ιδεολογική περιχαράκωση του ΣΥΝ και τις αντιρρήσεις του, μέχρι την απογοήτευσή του.

Οι σημειώσεις και υποσημειώσεις του επιμελητή θυμίζουν γεγονότα που δεν έχουν καταχωρισθεί στη βιβλιογραφία, που όμως είναι απαραίτητα για την ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Παραδείγματα: Οι «500 υπογραφές προσωπικοτήτων» εναντίον συμβιβασμού για τους S-300 (σ. 165) και οι εννέα βουλευτές ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΔΗΚΚΙ που αποφάσισαν κοινή εθνικιστική στάση, ανεξάρτητα από τη στάση των κομμάτων τους (σ. 209).

Ένας τολμητίας

Ο Λεωνίδας είναι ένας άνθρωπος που ταύτισε τη ζωή του με το κομμουνιστικό κίνημα, ένα ζωντανό αρχείο και ένας ζωντανός μάρτυρας, με τις δυο έννοιες που έχει αυτή η λέξη. Διέτρεξε όλες τις φάσεις του ΚΚΕ και υπέστη όλες τις συνέπειες αυτής της επιλογής του, από θανατοποινίτης μέχρι ηγετική μορφή της κυριότερης από τις πολλές διασπάσεις, που από την αρχή και συνεχώς συνόδευαν και συνοδεύουν την πορεία του ΚΚΕ. Υπήρξε επαναστάτης, αλλά επαναστάτης μέσα και έξω από την κομμουνιστική Αριστερά. Και επειδή οι προς τα έξω επαναστάτες είναι τζάμπα και αποτελούν εξαγώγιμο προϊόν της χώρας μας, είναι πιο επώδυνη και γι’ αυτό ενδιαφέρει περισσότερο η επανάστασή του μέσα στην κομμουνιστική αριστερά.

Ο Λεωνίδας Κύρκος υπήρξε και παραμένει τολμητίας και επαναστάτης επί της ουσίας. Είχε την τόλμη να κάνει αυτό το οποίο κάποιος εσωκομματικός του αντίπαλος του προσήψε σαν κουσούρι: αυθαδίασε απέναντι στην ιστορία του και απέναντι στο σταλινισμό. Μια χαρακτηριστική αυθάδεια είναι η γνωμάτευσή του για τους ζαχαριαδικούς ηγέτες του Εμφυλίου:

Με πιάνει τρόμος άμα σκεφτώ ότι π.χ. αν νικούσε τότε η επανάστασή μας θα είχαμε πρωθυπουργό τον Μάρκο, έναν γελοίο άνθρωπο –τον είδα από κοντά και κατάλαβα τι γελοίος άνθρωπος ήταν– θα είχαμε υπουργό Οικονομικών τον Μπαρτζώτα, θα είχαμε υπουργό της Παιδείας π.χ. τον Στρίγγο, θα είχαμε υπουργό των Εσωτερικών τον άλλον, τον ανεκδιήγητο άνθρωπο που ήρθε από την Κρήτη, τον Βλαντά. Άνθρωποι γελοίοι, χωρίς καμιά παιδεία φιλοδοξούσαν να παίξουν έναν ουσιαστικό ρόλο. Κι όμως εκείνη την εποχή τους έβλεπα σαν γίγαντες 6.

Η ειρωνεία είναι ότι απαξιώνοντας τους σταλινικούς ηγέτες απαξίωνε χωρίς να το θέλει όλη την ελληνική κοινωνία, ή τουλάχιστον τα πολιτικά της κόμματα. Όλα συλλήβδην, ακόμα κι εκείνα που πολέμησαν το ΚΚΕ στον Εμφύλιο, ακόμα και το ακροδεξιό του κ. Καρατζαφέρη, υπερασπίστηκαν τον Στάλιν απέναντι στα καταδικαστικά ψηφίσματα του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Ως παράδειγμα τολμήματος, ο Λεωνίδας φέρνει τους «Στόχους του Έθνους», αλλά προσωπικά θεωρώ μεγαλύτερη επαναστατική πράξη του την αξιοποίηση του ανοίγματος Μαρκεζίνη το καλοκαίρι του 1973. Όταν όλος ο πολιτικός κόσμος συμπεριφερόταν σαν θυμωμένα μειράκια απέναντι στο άνοιγμα της χούντας, στην καλύτερη περίπτωση (ας μη γράψω τι σκέπτομαι για τη χειρότερη), ο Λεωνίδας Κύρκος είχε το θάρρος, ως ώριμος ηγέτης που σκέφτεται όχι το προσωπικό, ούτε το κομματικό συμφέρον, αλλά το συμφέρον της κοινωνίας του, να δεχτεί –μόνος αυτός– να συμμετάσχει στις εκλογές που πρότεινε ο δοτός πρωθυπουργός. Δεν επεδίωξε προσωπική ρεβάνς και δεν υπολόγισε τη φθορά που θα υφίστατο ως «συμβιβασμένος» από το λαϊκισμό των άλλων κομμάτων, ιδιαίτερα του ΚΚΕ. Στην πράξη του αυτή έδωσε αργότερα την ερμηνεία ότι οι εκλογές θα ήταν «μια ευκαιρία να τεθεί σε κίνηση ο λαϊκός παράγοντας, ο οποίος έμεινε ακίνητος όταν έγινε η Μεταπολίτευση»7 . Εγώ όμως νομίζω ότι ο Λεωνίδας εμποδίζεται από τα υπάρχοντα στερεότυπα να πει την πραγματική επίπτωση που θα είχε η πολιτική του, αν έπειθε και τα άλλα κόμματα να την ακολουθήσουν. Πιθανολογώ ότι αν οι εκλογές αυτές είχαν γίνει, η εξέγερση του Πολυτεχνείου θα είχε αποτραπεί και μαζί της το πραξικόπημα Ιωαννίδη και στη συνέχεια το πραξικόπημα στην Κύπρο και η τουρκική εισβολή. Η έξοδος από τη δικτατορία θα ήταν χωρίς τραγωδίες και αίμα, όπως, για παράδειγμα, ήταν στην Ισπανία. Εκεί η μεταπολίτευση έγινε με κοινωνική συμμετοχή. Εδώ, όπως λέει ο Λεωνίδας, έγινε «απόντος του λαού».

Ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής αριστεράς

Ο Λεωνίδας Κύρκος προσπάθησε να εκσυγχρονίσει την ελληνική αριστερά. Από την αριστερά του σταλινισμού, δηλαδή του κομμουνισμού, της καθυστέρησης, να τη μετατρέψει σε αριστερά ευρωπαϊκή. Αυτό σήμαινε τέσσερις βασικές μετατροπές του σταλινικού μοντέλου: εκδημοκρατισμός του κόμματος, απαλλαγή από τον σταλινικό εθνικισμό, απαλλαγή από την αντιπαλότητα με την Ευρώπη, απαλλαγή από τα σταλινικά στερεότυπα. Οι προσπάθειες πέτυχαν, αλλά πρόσκαιρα. Ας τις δούμε πιο αναλυτικά:

1.
Εκδημοκρατισμός του κόμματος. Ο Λεωνίδας πέτυχε τη λήψη σημαντικών μέτρων εκδημοκρατισμού του κόμματος. Το απάλλαξε από τον «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό». Νομιμοποίησε τις ιδεολογικές ομαδοποιήσεις (φράξιες), που ο Στάλιν είχε απαγορεύσει στο λενινιστικό κόμμα. Θέσπισε την αυτονομία των κομματικών παρατάξεων στους μαζικούς χώρους. Καθιέρωσε την απευθείας εκλογή των αντιπροσώπων της κομματικής βάσης στο συνέδριο, αντί των ενδιάμεσων συνδιασκέψεων που λειτουργούν σαν σουρωτήρι ιδεών και ανθρώπων.

Κατάφερε να φτιάξει ένα κόμμα με δομές δημοκρατικότερες από το ΚΚΕ, αλλά και από κάθε ελληνικό κόμμα. Επειδή, όμως, η δημοκρατία είναι θέμα κουλτούρας, τα μέτρα αυτά, μετά την αποχώρηση του Λεωνίδα, είτε ατόνησαν είτε διαστρεβλώθηκαν. Οι φράξιες κατάντησαν μηχανισμοί με δημοκρατικό συγκεντρωτισμό στο εσωτερικό τους. Αντί για αυτονομία των παρατάξεων φτάσαμε σε αποκλεισμούς μελών επειδή στον μαζικό χώρο δεν υπάκουσαν στις κομματικές εντολές 8.

2. Απαλλαγή από τον εθνικισμό. Τα κομμουνιστικά κόμματα κληρονόμησαν τον σταλινικό εθνικισμό του «προλεταριακού διεθνισμού», κατά τον οποίο υπέρτατο καθήκον για τους κομμουνιστές όλου του κόσμου ήταν η υπεράσπιση του σοβιετικού καθεστώτος. Η παιδεία αυτή των ΚΚ μετέτρεψε πολλά από αυτά σε εθνικιστικά μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού.

Ο Λεωνίδας αντίθετα αγωνίστηκε με συνέπεια εναντίον του εθνικισμού. Δημιουργήματά του ήταν τόσο το «Μέτωπο Λογικής κατά του Εθνικισμού», όσο και το βιβλίο του για το Μακεδονικό 9. Δεν μπόρεσε όμως να πείσει ούτε το κόμμα του. Μετά την αποχώρησή του ο ΣΥΝ έφτασε να έχει στο κεντρικό προπαγανδιστικό φυλλάδιό του των ευρωεκλογών του 2004 φωτογραφία χειραψίας του τότε προέδρου του Ν. Κωνσταντόπουλου με τον εγκληματία εθνικιστή Μιλόσεβιτς. Ο ΣΥΝ, ευθυγραμμίστηκε πλήρως με την εθνικιστική γραμμή της χώρας σε θέματα όπως το Κόσοβο, ο αποκλεισμός της ΠΓΔΜ από διεθνή φόρα, η απόρριψη του σχεδίου Νίμιτς, η άρνηση αναγνώρισης (σλαβο)μακεδονικής μειονότητας και γλώσσας, η άρνηση σχολιασμού σε αποφάσεις - κόλαφο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την αναγνώριση των σωματείων της μειονότητας της Θράκης, ακόμη και με το επιθετικό βέτο εναντίον της ΠΓΔΜ, που παραβίαζε την ενδιάμεση συμφωνία με τη γειτονική χώρα. Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβάνει χωρίς πρόβλημα ως συνιστώσα το εθνολαϊκιστικό ΔΗΚΚΙ.

Στο Κυπριακό, ο Λεωνίδας στήριζε αναφανδόν το σχέδιο Ανάν. «Να μην αφήσουμε να διεισδύσει το δηλητήριο που εκπέμπουν όλοι αυτοί οι Ελληναράδες» έλεγε (σ. 364). Το σχέδιο Ανάν είχε την αμέριστη υποστήριξη της ΕΕ, περιλαμβανομένου του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, στο οποίο ανήκει ο ΣΥΝ. Γι’ αυτό και ο ΣΥΝ το υποστήριξε, αλλά κατά πλειοψηφία. Μειοψηφία ήταν ο Αλέκος Αλαβάνος, ο οποίος στη συνέχεια αναδείχθηκε πρόεδρος. Ο Αλαβάνος που σύχναζε και στις συγκεντρώσεις του υπερπατριωτικού «Δικτύου 21» 10.

3. Απαλλαγή από την αντιπαλότητα με την Ευρώπη. Ο Λεωνίδας ενέπνευσε το ΚΚΕ εσ. να μετάσχει στην τελετή ένταξης της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ (1980). Ήταν το μόνο κόμμα της αντιπολίτευσης. Έξω κυριαρχούσαν οι φοβικές αντιιμπεριαλιστικές διαδηλώσεις του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ με το σύνθημα που έμεινε κλασικό: «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Ο Λεωνίδας ενέπνευσε τον ΣΥΝ το 1992 να υπερψηφίσει την ιδρυτική συνθήκη της ΕΕ (Μάαστριχτ). Ήταν η τελευταία ευρωπαϊκή συνθήκη που υπερψήφιζε ο ΣΥΝ. Έκτοτε δεν έχει υπερψηφίσει ούτε μία. Ο ίδιος ο Λεωνίδας, πιεζόμενος από τους «γνήσιους αριστερούς», έριξε το βάρος του στην ουδέτερη ψήφο («παρών») στην επόμενη σημαντική συνθήκη, του Άμστερνταμ (1998).

Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτήν που υπάρχει και όχι την άλλη που «είναι εφικτή», ο Λεωνίδας λέει: «Η Ευρώπη που κατασπαράχτηκε σε αιματηρούς πολέμους (…) που έδωσε εκατομμύρια νεκρούς και βίωσε απίστευτες καταστροφές, βρίσκει τη γλώσσα της επικοινωνίας, της συνεννόησης και της αδερφοσύνης» (σ. 370). Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι η ΕΕ αποτελεί απλά έναν «ιμπεριαλιστικό πόλο»11 . Ο δε σημερινός κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΝ Π. Λαφαζάνης μίλησε για… νέα γερμανική κατοχή (μόνο που τώρα είναι οικονομική). «Οι Γερμανοί ξανάρχονται». Και να σκεφτεί κανείς ότι αν έχουμε σταθερό νόμισμα, το οφείλουμε κατά κύριο λόγο στη Γερμανία. Η ξενοφοβία της εθνολαϊκιστικής δεξιάς εξαπλώνεται στο λόγο της ελληνικής αριστεράς.

Τη συμμετοχή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, ο Λεωνίδας την κατέταξε στα θετικά της κυβέρνησης Σημίτη (σ. 335). Αλλά κατά τον ΣΥΡΙΖΑ η ΟΝΕ «εντάσσεται πλήρως στην πολιτική του [επάρατου] νεοφιλελευθερισμού»12 . Τι θα έκανε η ελληνική οικονομία στην κρίση που βρίσκεται αν ήταν έξω από το ευρώ;

4. Απαλλαγή από τα σταλινικά στερεότυπα. Και εδώ ο Λεωνίδας δεν μπόρεσε να πείσει το κόμμα του. Για τον συνδικαλισμό είπε: «Είναι υπερβολή να θεωρούμε ότι κάθε αίτημα είναι δίκαιο και ότι σ’ αυτό πρέπει να δοθεί μια απόλυτη προτεραιότητα, με αποτέλεσμα να αγνοούνται οι συνολικές ανάγκες της κοινωνίας» (σ. 422). Αντίθετα, δεν υπάρχει συντεχνιακό αίτημα, συνήθως διατυπωνόμενο με παράνομες μεθόδους, που να μη βρήκε αμέριστη και άνευ όρων υποστήριξη από τον ΣΥΝ.

Για το πανεπιστημιακό άσυλο ζήτησε την κατάργησή του χωρίς περιστροφές13 . Αντίθετα, ο ΣΥΝ υποστηρίζει τη διατήρηση του θεσμού χωρίς καμία τροποποίηση, ούτε καν την οριοθέτηση της περιοχής ισχύος του.

Για τα «Δεκεμβριανά του 2008» ο Λεωνίδας παρατήρησε ότι «οι εμπρησμοί, οι καταστροφές, οι λεηλασίες ήταν μια οικτρή συνέχεια που μόνο προβοκάτορες, άθλια υποκείμενα, κινούμενα από σκοτεινές επιδιώξεις ορκισμένων εχθρών της Δημοκρατίας, μπορούσαν να αποτολμήσουν»14 . Αντίθετα, ο τότε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος Αλέκος Αλαβάνος έκανε εμπρηστικές δηλώσεις: «Κατανοώ τον νέο που σηκώνει μία πέτρα, αλλά δεν το κάνει εξ επαγγέλματος». Και η Αυγή15 έγραφε σατιρικά στιχάκια για το χριστουγεννιάτικο δέντρο στο Σύνταγμα που υπέστη εμπρησμό από τους χουλιγκάνους: «Ω έλατο, ω έλατο τι ωραία που αρπάζεις». Και συνέχιζε με προτροπές του τύπου: «η Βουλή απέχει μόλις ένα ντου». Και για να μην υπάρχει αμφιβολία για τις προθέσεις της, έβγαλε ημερολόγιο του 2009 με φωτογραφίες από τους βανδαλισμούς και λεζάντα «εικόνες από το μέλλον»!

Ουδείς προφήτης εν τω κόμματί του

Μετά από όλες αυτές τις παλινορθώσεις του σταλινισμού και την απογοήτευση που συνεπάγονται, ο Λεωνίδας μιλάει έξω από τα δόντια για ανάγκη διάσπασης του κόμματος που ο ίδιος συνίδρυσε: «Η ανανεωτική αριστερά πρέπει να απαλλαγεί από αυτή την καταστροφική συνύπαρξη [με την πλειοψηφία]» (σ. 391). Αλλιώς, «κατ’ ανάγκη θα πρέπει να προχωρήσει στη δημιουργία ενός νέου σχήματος» (σ. 394). Τον περασμένο Ιανουάριο ο Λεωνίδας σε δείπνο που παρέθεσε σε πολιτικούς και άλλες προσωπικότητες δεν προσκάλεσε τον πρόεδρο του ΣΥΝ. Εκείνος απάντησε με μιαν αριστερίστικη αμηχανία: «πιο δύσκολο θα ήταν για μένα αν έπρεπε να παρευρεθώ, παρά που δεν με κάλεσε»16 . Απέκρυψε όμως τον λόγο που δεν προσεκλήθη. Τον έχει αποκαλύψει προκαταβολικά ο Λεωνίδας: «Πρέπει να πω ότι μου προξενεί εντύπωση το ότι [ο Α. Τσίπρας] δεν αισθάνθηκε ποτέ μέχρι σήμερα και σε καμία περίπτωση την ανάγκη να συζητήσει μαζί μου. Δεν λέω να ζητήσει τη συμβουλή μου. Ποτέ δεν χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μου, ποτέ μα ποτέ» (σ. 406).

Η αντίδραση του κόμματός του ήταν τυπικά σταλινική. Ο σταλινισμός, όπως και η εκκλησία, αγιοποιεί τους πιστούς, όσο άθλιοι και αν είναι, και καταράται τους αιρετικούς, όσο άξιοι και αν είναι. Ξεκίνησε με ήπια αμφισβήτηση από τον πρόεδρο του ΣΥΝ Νίκο Κωνσταντόπουλο17 , όταν εγκαινίασε την «αριστερή στροφή» του κόμματος. Επεκτάθηκε όμως πέραν των ορίων της κοσμιότητας, όσο η «αριστερή στροφή» ολοκληρωνόταν. Μέλη του κόμματος εκφράστηκαν δημόσια γι’ αυτόν με τα ακόλουθα απαξιωτικά λόγια: «Η μικροψυχία του Λεωνίδα»18 , «Ιστορική αυθάδεια»19 , «Η απόφανση του κ. Λεωνίδα Κύρκου για τη σχέση του με τον κ. Αλέκο Αλαβάνο και τον κ. Αλέξη Τσίπρα… δεν τιμά ούτε τον ίδιο, ούτε την πολιτική»20 , «Ο ρόλος σας έγινε πλέον γνωστός, αφήστε μας ήσυχους, είστε διασπαστής, σας πήρε είδηση ο κόσμος της αριστεράς»21 . Αποκορύφωμα ήταν ένα κείμενο της αναπληρώτριας καθηγήτριας ΕΜΠ Ελένης Πορτάλιου με τίτλο «Δεν τιμώ και δεν σέβομαι» [τον Λεωνίδα Κύρκο] 22.

Δέσμιος του σταλινισμού και της «ελληνικής ιδιαιτερότητας»

Έγραψα ήδη το βάρος που ακόμη δίνει ο Λεωνίδας στους «Στόχους του Έθνους» 23. Τη θετική αποτίμηση των «Στόχων» έκανε ο καθηγητής Γιάννης Βούλγαρης:

Ήταν ένα νέο πολιτικό συμβόλαιο της αριστεράς με το έθνος. Περιεχόμενο του νέου πολιτικού συμβολαίου ήταν η έκκληση οι τρεις ιστορικές παρατάξεις (δεξιά, κέντρο, αριστερά) που συγκρούστηκαν διαδοχικά στον 20ό αιώνα να θεμελιώσουν την ελληνική δημοκρατία στη βάση του αντιφασισμού και της αμοιβαίας αναγνώρισης. Να γίνουν από εχθροί απλώς πολιτικοί αντίπαλοι .24

Προφανώς, τέτοια πολιτισμένη αντιπαράθεση δεν περνάει στην Ελλάδα. Ο Λεωνίδας το ήξερε και το εξομολογήθηκε στο Λευτέρη Μαυροειδή: «Η Ελληνική κοινωνία είναι συνηθισμένη να φωνάζει “Θάνατος!” ή “Δόξα!”»25 .

Ωστόσο, οι «Στόχοι» δεν είναι απαλλαγμένοι ούτε από απλοϊκότητες, ούτε από σταλινικά στερεότυπα. Στα δεύτερα καταλογίζω εκτιμήσεις όπως ότι οδήγησε σε πτώση τη δικτατορία η αντίθεση του ενωμένου λαού26 , ότι υπεύθυνη για την τραγωδία της Κύπρου ήταν η εξάρτηση από τις ΗΠΑ-ΝΑΤΟ27 , ότι υπεύθυνα για την οικονομική καθυστέρηση είναι τα ντόπια και ξένα μονοπώλια 28, ότι η συνωμοσία του ιμπεριαλισμού κατά της Κύπρου και της Ελλάδας αποτελεί μέρος του γενικότερου σχεδίου για την αναδιάταξη των δυνάμεών του στις χώρες της Μ. Ανατολής29 , ότι οι αραβικοί λαοί προώθησαν τις θέσεις τους σε σχέση με το Ισραήλ 30, ότι πρέπει να περιοριστούν τα μονοπώλια και οι πολυεθνικές εταιρείες 31. Τέτοιες εκτιμήσεις ακούγονται ευχάριστα στα ανασφαλή ελληνικά αυτιά, αλλά υπονομεύουν τη σοβαρότητα, ακόμη και το μέλλον της χώρας.

Απλοϊκές θεωρώ προτάσεις όπως η δημιουργία αιρετών επιτροπών δημοσίων υπαλλήλων για τη χρηστή διοίκηση32 , η απαγόρευση της λειτουργίας της CIA στην Ελλάδα (!)33 , η δήμευση, των –πάνω από ένα όριο– κερδών των επιχειρήσεων που συνεργάστηκαν με τη δικτατορία 34. Ο ρεαλιστής Λεωνίδας Κύρκος αποδεικνύεται και πάλι αιθεροβάμων. Αυτό το πλήρωσε ο ίδιος και μαζί του το ΚΚΕ εσωτερικού.

Η επαγγελία του αδύνατου εκσυγχρονισμού της αριστεράς

Ο Λεωνίδας Κύρκος απέτυχε να εκσυγχρονίσει την ελληνική αριστερά. Αλλά η ελληνική αριστερά είναι περισσότερο ελληνική και λιγότερο αριστερά. Για να πετύχει τον εκσυγχρονισμό της, θα έπρεπε να εκσυγχρονίσει όλη την ελληνική κοινωνία. Όμως η ελληνική κοινωνία αντιστέκεται. Στο ίδιο το κόμμα του, οι επίγονοι ηγέτες θεωρούσαν τη λέξη «εκσυγχρονισμός» βρισιά και κατέληξαν να οδεύουν προς την αδιαλλαξία και το σταλινισμό. Πλέον οι διαφορές τους με το ΚΚΕ είναι δυσδιάκριτες. Έτσι, η εκτροπή που χάραξαν οι ανανεωτές, με την ηγετική συμβολή του Λεωνίδα Κύρκου, βαθμιαία αναιρείται. Τα πράγματα ανεπαισθήτως επανήλθαν στην προτεραία ορθοδοξία τής καθ’ ημάς καθυστέρησης.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όταν ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας, του είπε τον παρακάτω χρησμό, που ο Λεωνίδας έχει επαναλάβει σε διάφορες περιστάσεις. Ιδού ο διάλογος:

Κ.Κ.: «Κύριε Κύρκο, εσύ εμμένεις στην άποψή σου;».

Λ.Κ.: «Εμμένω».

Κ.Κ.: «Ε, κι εγώ σου λέω ότι θα αποτύχεις, και θα αποτύχεις γιατί είσαι σε λάθος χρόνο, σε λάθος τόπο και σε λάθος κόμμα».

Λ.Κ.: «Έτσι, κ. Πρόεδρε, κατηγορηματικά, χωρίς να αφήνετε ένα παραθυράκι;».

Κ.Κ.: «Κανένα δεν αφήνω. Σου προβλέπω ότι αυτό θα είναι το τέλος σου».

Δεν έπεσε έξω ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.

-----

Φίλιππος Ηλιού: Ιδεολογικές χρήσεις του Κοραϊσμού στον 20ό αιώνα, Βιβλιόραμα, 2003, σ. 235.

Νικηφόρος Διαμαντούρος, Πολιτικός δυϊσμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000, σελίδες 159.

Ernest Gellner, Η κοινωνία των πολιτών και οι αντίπαλοί της, Παπαζήσης, Αθήνα 1996, σελίδες 289.

Λεωνίδας Κύρκος, Ανατρεπτικά. Απέναντι στο χθες και στο αύριο, Προσκήνιο, Αθήνα 1995, σελίδες 291.

Λεωνίδας Κύρκος, Στιγμές από την προσωπική μου διαδρομή, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2007, σελίδες 187.

— Στιγμές ΙΙ, Αθήνα 2008, σελίδες 77.

— Στιγμές ΙΙΙ, (επιμ.) Βαγγέλης Τζούκας, Αθήνα 2009, σελίδες 95.

«Ευτυχώς που δεν νίκησε η επανάστασή μας!», συνέντευξη στον Αλέξη Παπαχελά, Καθημερινή, 3.12.2006.

Ό.π.

«Αποκλεισμός από την Π.Κ. Πανεπιστημιακών Αθήνας», Αυγή, 9.7.2008.

Λεωνίδας Κύρκος, Το αδιέξοδο βήμα του εθνικισμού. Η αλήθεια για το Μακεδονικό, Θεμέλιο, Αθήνα 1994, σελίδες 123.

Νίκος Μπίστης, «Αριστερή νομιμοποίηση στο Δίκτυο 21;», Αυγή, 30.5.1998.

Διακήρυξη ΣΥΡΙΖΑ, Αυγή, 15.7.2007.

Ό.π.

«Ο κ. Λ. Κύρκος εισηγείται άμεση κατάργηση του ασύλου», Καθημερινή, 12.1.2010.

«Η κρίση, το χάος, η έξοδος», Ελευθεροτυπία, 12.12.2008.

«Αντικάλαντα», Αυγή, 24.12.2008.

Καθημερινή, 15.1.2010.

«Ν. Κωνσταντόπουλος: Τιμούμε αλλά δεν συμφωνούμε με τον Λεωνίδα», Αυγή, 22.3.2001.

Γιώργος Ματθαίου, «Η μικροψυχία του Λεωνίδα», Αυγή, 11.6.2009.

Τάσος Κυπριανίδης, «Ιστορική αυθάδεια», Αυγή 11.6.2009.

Στάθης Σταυρόπουλος, «(ΣΥΝ)ήθειες..;», Ελευθεροτυπία, 11.6.2009.

Ιωάννης Γούναρης, «Καθαρές κουβέντες», Αυγή, 2.8.2009.

Ελένη Πορτάλιου, «Δεν τιμώ και δεν σέβομαι», Αυγή, 19.1.2010.

Λεωνίδας Κύρκος, Στιγμές ΙΙΙ, Εστία, 2009.

Προσφώνηση από τον Γιάννη Βούλγαρη στην εκδήλωση τιμής στο Λεωνίδα Κύρκο στο «Παλλάς», Αυγή, 18.4.2008.

Λευτέρης Μαυροειδής, Οι δυο όψεις της ιστορίας, Δελφίνι, 1997, σ. 472.

Λεωνίδας Κύρκος, Στιγμές ΙΙΙ, Εστία, 2009, σ. 40.

Ό.π., σ. 40.

Ό.π., σ. 41.

Ό.π., σ. 45.

Ό.π., σ. 46.

Ό.π., σ. 59.

Ό.π., σ. 53.

Ό.π., σ. 55.

Ό.π., σ. 58.

*The Athens Review of Books, Μάρτιος 2010