του Θέμη Δημητρακόπουλου*
Τις
προάλλες, παρακολουθούσα στην τηλεόραση μια αγαπημένη όπερα που έχω δει δεκάδες
φορές από παιδί (οικογενειακή παράδοση γαρ, πατέρας βαρύτονος στη Λυρική), την Τραβιάτα (ελληνιστί, η παραστρατημένη…), σε ένα ολόφρεσκο, νεωτερικό
ανέβασμα και νιώθοντας ρίγη νοητικής και αισθητικής συγκίνησης προσπάθησα να
κατανοήσω πού οφειλόταν: οι υπέροχες μελωδίες πάντα οι ίδιες, οι άριες και τα
ντουέτα πασίγνωστα και χιλιοακουσμένα, το λιμπρέτο κι η πλοκή προδιαγεγραμμένα,
χωρίς καμιά έκπληξη… Κι όμως, η έκπληξη ήταν έντονα παρούσα, καραδοκούσε σε
κάθε σκηνή, σε κάθε νότα, κι υπήρχε κάτι που δεν σε άφηνε να πλήξεις ούτε
στιγμή, που σε έκανε να νιώθεις πως αυτό το εξαίσιο κράμα μουσικής και θεάτρου
που είναι η όπερα το έβλεπες για πρώτη φορά.
Ναι,
σωστά το μαντεύετε: ήταν το φρέσκο βλέμμα, η ανατρεπτική άποψη, η ανανεωτική ματιά που ζωντάνευε για άλλη μια φορά την πολυπαιγμένη παρτιτούρα,
που έκανε δυνατή την κυκλοφορία των δημιουργικών χυμών του έργου, ώστε το κοινό
να κοινωνεί και να ξεδιψάει με τη θεσπέσια γεύση τους. Όλοι, πρωταγωνιστές,
χορωδία, μαέστρος, σκηνοθέτης και σκηνογράφος, ανάπνεαν συντονισμένοι επί
σκηνής μεταδίδοντας μια καινούργια, ανεπανάληπτη εμπειρία μέσα από το ήδη ιδωμένο
κι ωστόσο πρωτόφαντο, πραγματώνοντας την αναγκαία, ζωτική προϋπόθεση για κάθε
πρόοδο, για κάθε βήμα προς τα εμπρός: την υπέρβαση.