Προσωπικά έχω υπόψη μου δύο διαφορετικές «νόμιμες» απαντήσεις σ’αυτό το ερώτημα.
Η μία μας δίνεται από τον Μάρξ και τον Εγκελς, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, όπου θέτει ως καθήκον για το επαναστατικό κίνημα, την συγκρότηση του «έθνους των εργατών» σε αντίθεση και διάκριση με τα «έθνη των αστών». Η τέτοια διατύπωση έχει και μια έλλη σημασία που θέλω να την επισημάνω. Ο Μάρξ και ο Εγκελς είναι σχετικά κοντά στην γέννηση των εθνών των αστών, με «υλικά» γνωστά σ’ αυτούς, που δεν έχουν καμία σχέση με κάποιο «ιστορικό έθνος» που παλιγεννάται.
Ο Μάρξ είδε την αστική τάξη στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία κλπ να φτιάχνουν το κράτος-έθνος με τη δύναμη των επαναστάσεων και των όπλων που διέλυαν τις αυτοκρατορίες της Ευρώπης , αλλά και τη δύναμη της καπιταλιστικής οικονομίας και των ιδεών του διαφωτισμού.
Η δεύτερη άποψη για το έθνος μας έρχεται από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ουίλσον , με την περιβόητη αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών.
Η άποψη αυτή έγινε κεντρική άποψη για το Λένιν, αφού εξειδικευτεί ακόμη περισσότερο η έννοια «λαών» , ως εθνών, εθνοτήτων, εθνοτικών ομάδων, λαοτήτων κλπ.
Η γενικευμένη εφαρμογή αυτής της αρχής , γέννησε περίπου 200 κράτη σε όλο τον κόσμο, από τα οποία τα μισά περίπου μπόρεσαν να επιτελέσουν τον ρόλο τους ικανοποιητικά. Στην Αφρική εκτός από δύο τρείς χώρες, όλες οι άλλες έχουν χρεωκοπήσει. Στην Ασία και στα Βαλκάνια έχουμε αντίστοιχα θέματα που θα σήκωναν συζήτηση, για την γενική αξία της αρχής της αυτοδιάθεσης, από την πλευρά της ικανότητας της να δημιουργεί ασφαλή περιβάλλοντα για την ζωή των ανθρώπων, από μόνη της.
Είναι φανερό εδώ ότι η άποψή του, έχει άλλο υποκείμενο στην συγκρότηση των εθνών, από τα υποκείμενα του Μάρξ και του Εγκελς.
Τα έθνη προϋπάρχουν της αστικής τάξης και η εργατική τάξη εκτός από το να δημιουργήσει το «έθνος των εργατών» , συντάσσεται με το δικαίωμα των εθνών που υπάρχουν σε προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς.
Τα έθνη αυτά ο Μάρξ δεν τα συναντάει στις αναφορές του στους προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς, με εξαίρεση, το εβραϊκό έθνος, στο εβραϊκό ζήτημα και κατά κάποιον τρόπο τα υπαινίσσεται στις κοινωνίες με ασιατικό τρόπο παραγωγής, όπου δεν βλέπει τον «εξατομικευμένο-απομονωμένο» δουλοπάροικο, αλλά βλέπει τις κοινότητες που συλλέγουν μόνες τους και αποδίδουν τους φόρους στο Δεσπότη και αντιμετωπίζονται απ’ αυτόν ως υποτελείς κοινότητες.
Όμως, ούτε αναφέρεται σ’ αυτές τις κοινότητες, ως έθνη, ούτε φαίνεται να τις βλέπει σαν φορείς εξέγερσης και οργάνωσης των «κρατών-εθνών» του καλπάζοντος καπιταλισμού. Υποκείμενα γέννησης των καπιταλιστικών σχηματισμών, παραμένουν για το Μαρξ οι αστικές τάξεις που γεννώνται ως έμποροι και τεχνίτες στις μεσαιωνικές πόλεις.
Οι δύο αυτές θέσεις για το έθνος, παρά το διαφορετικό εννοιολογικό φορτίο, δεν φαίνεται να απασχόλησαν ιδιαίτερα την αριστερά και τις σπάνιες φορές που βρέθηκε αντιμέτωπη με την σημασία τους, έλυσε το πρόβλημα με τον πιο εύκολο κάθε φορά τρόπο. Χρησιμοποίησε την ερμηνεία που της έδινε καλύτερη δυνατότητα για παρέμβαση κάθε φορά. Μετέτρεψε δηλαδή τη θεωρητική ασάφεια και αδυναμία σε τακτικό πλεονέκτημα. Θα το δούμε αυτό στην συνέχεια.
Όμως πριν προχωρήσω πάρα κάτω και για να κερδίσω χρόνο θα κάνω μια συνοπτική περιγραφή σ’ αυτό που εγώ θεωρώ «μήτρα» από την οποία γεννήθηκε η Αριστερά, οι μεταμορφώσεις της οποίας , απετέλεσαν την αιτία των αλλαγών της Αριστεράς στην ιστορική διαδρομή της και κατά τη γνώμη μου αποτελούν σήμερα το λόγο που η Αριστερά παράγει ή έστω φιλοξενεί στις γραμμές της, δυνάμεις του εθνικισμού.
Η Αριστερά γεννήθηκε ως κίνημα από τη μήτρα της ερμηνείας των κοινωνικών ανισοτήτων. Η Μαρξιστική Αριστερά ηγεμόνευσε τις δύο τελευταίες εκατονταετίες στην Αριστερά, ακριβώς επειδή έδωσε την πειστικότερη ερμηνεία στο ζήτημα.
Η Μαρξιστική Αριστερά με τη θεωρητική δουλειά πρώτα απ’όλα του ίδιου του Μαρξ, κατάφερε να πείσει το εργατικό κίνημα, ότι η κοινωνική αδικία δεν είναι αποτέλεσμα κλοπής, δεν είναι δηλαδή ζήτημα ηθικής, αλλά αποτέλεσμα της ταξικής φύσης του καπιταλισμού.
Ο Μαρξ στο Κεφάλαιο περιγράφει τον καπιταλισμό, ως το κοινωνικό σύστημα που συναρθρώνεται γύρω από τους ρόλους που επιφυλάσσει στους ανθρώπους ως παραγωγούς, το στρατηγείο του, που δεν είναι άλλο από το γνωστό εργοστάσιο.
Η καπιταλιστική παραγωγή δεν είναι τίποτε άλλο, από το μηχανισμό παραγωγής εμπορευμάτων, που αποτελείται από την συνάντηση τριών παραγόντων:
Α) Του σταθερού κεφαλαίου, που είναι ο χώρος όπου τοποθετούνται οι μηχανές , το εργοστάσιο
Β) Των πρώτων υλών που θα επεξεργαστεί και
Γ) Των εργατών που θα λειτουργήσουν τις μηχανές και θα μετατρέψουν τις πρώτες ύλες σε εμπορεύματα.
Η μη πληρωμή μέρους του χρόνου της εργατικής δύναμης, παράγει την υπεραξία που πραγματώνεται στην αγορά και από την οποία προκύπτει το κέρδος για τον καπιταλιστή, που η ζωή του δίνει στους εργάτες το μέτρο της κοινωνικής αδικίας.
Για το Μαρξ ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα τριών παραγόντων: δύο σταθερών , το Α εργοστάσιο και το Β οι πρώτες ύλες και μιας μεταβλητής που είναι η αξία της εργατικής δύναμης, ή το μέγεθος της υπεραξίας, η διεύρυνση ή ο περιορισμός με άλλα λόγια του κέρδους.
Αυτή η μεταβλητή, απετέλεσε το λόγο συγκρότησης των εργατικών συνδικάτων, όπως ξέρουμε και ασφαλώς τον κεντρικό πυλώνα του αριστερού κινήματος, την ιδρυτική αιτία της Αριστεράς, το πρώτο στοιχείο της ταυτότητάς της. Αριστερά σημαίνει πάντα κίνημα μεγιστοποίησης της αμοιβής της εργασίας των εργαζομένων, ως μέτρο και αποτέλεσμα της ταξικής πάλης.
Ο Λένιν όμως έχει μπροστά του 50 χρόνια περίπου δράσης της Αριστεράς του Μαρξ και έχει συνειδητοποιήσει, όπως το δηλώνει σαφώς στην εισαγωγή του έργου του «Ιμπεριαλισμός το ανώτατο σημείο ανάπτυξης του Καπιταλισμού», ότι εκτός από το μεταβλητό του εργατικού μισθού στο εργοστάσιο, μεταβλητή είναι και η αξία των πρώτων υλών, μέσα από τον Ιμπεριαλισμό των μεγάλων κρατών-εθνών της εποχής του για χάρη των «εθνικών μονοπωλίων». Τα Βρετανικά ή τα Γερμανικά μονοπώλια μπορούν να έχουν μεγαλύτερα κέρδη , ελέγχοντας την παραγωγή πρώτων υλών και αγορών , με τη δύναμη των κανονιοφόρων.
Στο σχήμα του λοιπόν ο εργαζόμενος δεν είναι πάντα αδικούμενος με το μηχανισμό της απόσπασης της υπεραξίας. Ειδικά στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η εργατική τάξη μπορεί να καρπούται όχι μόνο την αξία των κόπων της, αλλά να καρπούται και μέρος από τη ληστεία των ελεγχόμενων χωρών.
Στις εξαρτημένες ιμπεριαλιστικά χώρες από την άλλη μεριά, η εκμετάλλευση προκύπτει από τη διπλή μεταβλητότητα στην αξία και της εργατικής δύναμης και την στέρηση των πρώτων υλών με εξεφτελιστικές τιμές.
Εδώ λοιπόν εκτός από το κλασσικό εργατικό κίνημα τίθεται και ζήτημα εθνικοαπελευθερωτικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Εδώ το έθνος του Λένιν γίνεται υποκείμενο που έχει ρόλο απελευθερωτικό και ταυτόχρονα γίνεται υποκείμενο του αιτήματος δημιουργίας των νέων κρατών-εθνών.
Εδώ το έθνος προϋπάρχει όχι ως απελευθερωτικό αποτέλεσμα της αστικής επανάστασης, αλλά ως υποκείμενο της αστικής εκμετάλλευσης.
Η αυτοδιάθεση των εθνών γίνεται μέρος της νέας αριστερής ταυτότητας.
Ο Καπιταλισμός του Λένιν είναι ένα σύστημα τριών ξανά παραγόντων, εκ των οποίων όμως μόνο ένας είναι σταθερός, το εργαστάσιο και οι δύο άλλοι παράγοντες, είναι μεταβλητές. Ένα σύστημα τριών παραγόντων , ενός σταθερού και δύο μεταβλητών.
Δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα βέβαια, αν δεν βρισκόμασταν σήμερα μπροστά στο φαινόμενο της μετατροπής σε μεταβλητή του συστήματος και του σταθερού παράγοντα του συστήματος, αλλά και στην ποιοτική μεταβολή της μεταβλητικότητας των άλλων δύο προηγηθεισών μεταβλητών.
Έτσι με λίγα λόγια.
Η μεταβλητότητα της μεταβλητής εργατικής δύναμη, απέκτησε συνταρακτικές διαστάσεις. Πέρασε από το φαινόμενο της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης και έφτασε μέχρι την μεταβολή της, στη σύζευξη με τη σύγχρονη τεχνολογία στο φαινόμενο του υβριδίου ανθρώπου και της πληροφορικής.
Σήμερα στις 20 πιο προηγμένες χώρες το 55% των νέων προχωρούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μας λέει ο Ερικ Χομπσμπάουμ.
Το 50% των ανθρώπων από φέτος κατοικούν σε μεγαλουπόλεις και σε 50 χρόνια το ποσοστό αυτό θα αγγίξει το 100%.
Το αγροτικό τοπίο στις προηγμένες χώρες, είναι άδειο από ανθρώπους. Ακόμη και οι αγρότες δεν ζούν πλέον στους αγρούς αλλά σε κοντινές πόλεις και μετακινούνται σ’ αυτούς με αυτοκίνητα το πρωί και επιστρέφουν στην πόλη το βράδυ.
Από τη Νεολιθική εποχή μέχρι τη δεκαετία του 50-για 10.000 χρόνια δηλαδή-, ο άνθρωπος επέζησε κατά βάση στηριζόμενος στη γνώση να ξέρει να δουλεύει τους αγρούς, τα ζώα και τα δένδρα.
Από την δεκαετία του 50 ήδη όμως , περισσότερο από το 50% των παραγόμενων προιόντων είναι αποτέλεσμα της εμπορευματικής παραγωγής στην βιομηχανία και όχι στο χωράφι.
Τις τελευταίες δεκαετίες παράγονται βιομηχανικά, ως προϊόντα, σημαντικά κομμάτια της ζωής όπως η επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους, η διαχείριση του «ελεύθερου χρόνου», οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις εν τέλει, δεύτερες και τρίτες ζωές σε κόσμους του διαδικτύου, με εξίσου σημαντική αξία , αν όχι και σημαντικότερη με την «πραγματική ζωή τους», με αποτελέσματα ικανοποίησης, αυτοπραγμάτωσης, δευτέρων ευκαιριών, για μια καλύτερη επαφή με την ευτυχία, εν τέλει.
Αν την εποχή του Ιμπεριαλισμού του Λένιν οι πρώτες ύλες ήταν προϊόντα αγροτικών κοινωνιών, με προκαπιταλιστικά χαρακτηριστικά κατά βάση, σήμερα οι πρώτες ύλες είναι προϊόντα της βιομηχανικής παραγωγής στις πρώην αγροτικές εξαρτημένες χώρες ή προϊόντα της επιστήμης και της επινοητικότητας, όπως τα πλαστικά για παράδειγμα.
Η μεταβλητή αξία των πρώτων υλών, είναι υπόθεση που λίγη σχέση έχει πλέον με προνομιακές αγορές για κάποιο εθνικό μονοπώλιο, με εξαίρεση ίσως κάποια προνομιακή σχέση με την ενέργεια, λόγω της εξάρτησής της από την εξόρυξη του πετρελαίου σε κάποιες χώρες , όπως αυτές της Αραβικής Χερσονήσου, ό,που για πολλά χρόνια η στρατιωτική ισχύς των ΗΠΑ λειτούργησε ως κλασσικός Ιμπεριαλισμός.
Η σημαντικότερη όμως μεταβολή είναι αυτή της φύσης της μονάδας παραγωγής. Του εργοστασίου.
Το εργοστάσιο δεν είναι πλέον η σταθερή βάση του καπιταλιστή, ο ναός από τον οποίο ρέουν τα κέρδη του. Ο σύγχρονος καπιταλιστής είναι χρηματιστικό κεφάλαιο, είναι επενδυτής, που κάνει έξυπνες κινήσεις αγοράς και πώλησης, ολοκληρωμένων προϊόντων, είτε τμημάτων των προϊόντων, είτε υπηρεσιών για την παραγωγή προϊόντων, στο πεδίο της αγοράς, ανάλογα με τη στιγμή και τη ζήτηση.
Ο σύγχρονος εργοστασιάρχης έχει μπροστά του τα «παγκόσμια δίκτυα» παραγωγής και κάνει κάθε στιγμή την καλύτερη είσοδο στη ροή τους.
Για την παραγωγή ας πούμε ενός αυτοκινήτου, άλλοτε κατασκευάζουν κάποιο τμήμα και άλλοτε το αγοράζουν από κάποιο εργοστάσιο στη Βραζιλία που έχει προσφορά μερικών κομματιών και την επόμενη από κάποιο φασονατζίδικο στην Κίνα ή την Ινδία.
Άλλοτε αγοράζουν τον κινητήρα και άλλοτε τον παράγουν οι ίδιοι, ανάλογα με τις εξελίξεις στα τμήματα σχεδιασμού τους.
Το εργοστάσιο σήμερα είναι ένα από τα πολλά «δίκτυα» που μπορεί να διαλέξει ανάλογα με το αποτέλεσμα που δίνει ο επιλεγόμενος συνδυασμός.
Ο σύγχρονος καπιταλιστής παύει πλέον να ασχολείται με το εργοστάσιό του και απλά αγοράζει μέσα από το χρηματιστήριο, μετοχές σε διάφορα εργοστάσια ανά τον κόσμο, από τις οποίες προαγοράζει κέρδη, χωρίς τις περισσότερες φορές να ενδιαφέρεται να μάθει ή να ξέρει τι ακριβώς παράγει και αν τελικά πωλήθηκε το προϊόν. Τον ενδιαφέρει μόνο να παράγει ΚΕΡΔΗ.
Αυτός λοιπόν ο χαρακτήρας του καπιταλιστή, ο χρηματιστικός, προσδιορίζει ως συμφέρον του, κάθε μέρα να αλλάζει πολλές φορές «εθνικότητα».
Η ανάπτυξη μονοπωλιακών πρακτικών εκ μέρους του, είναι προδήλως ενάντια στο επιχειρηματικό συμφέρον του. Μόνο σε περιπτώσεις που η «εθνικότητα» του δίνει πλεονεκτήματα έναντι τρίτων, τη θυμάται.
Τέτοιες περιπτώσεις στην εποχή μας είναι η διαχείριση στοιχείων του κοινωνικού κράτους, μέσα από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων. Τα μόνα προϊόντα που δεν αλλάζουν πατρίδα είναι τα προϊόντα του έθνους, όπως για παράδειγμα η παιδεία, η υγεία, οι μεταφορές στις άγονες γραμμές, οι τηλεπικοινωνίες μέχρι πρόσφατα, η εθνική άμυνα αύριο (βλέπε επαγγελματικός στρατός και παραχώρηση δε ιδιωτικούς στρατούς δύσκολων ρόλων, όπως στο ΙΡΑΚ η Blackwater).
Η αντιιμπεριαλιστική εθνική ρητορική, μετατρέπεται σε σπόνσορα συγκρότησης των «εθνικών συμφερόντων» που θα εμπορευτούν οι ποικίλοι «εθνικοί επιχειρηματίες».
Αυτά είναι μονοπώλια, που δεν θα είχε να τους δώσει τίποτε ένας ιμπεριαλιστικός μηχανισμός, αντίθετα οι καπιταλιστές ενδιαφέρονται για την οριοθέτηση του «εθνικού» μέσα στην ίδια τη χώρα τους.
Ο Νεοφιλελευθερισμός και το σύνθημα για λιγότερο κράτος είναι κατά βάθος η πολιτική που ανακαλύπτει δρόμους, για την παγκοσμιοποίηση στοιχείων του κράτους – έθνους. Το λιγώτερο κράτος σημαίνει ότι λειτουργίες που επιτελούσε θα αναληφθούν από τον ιδιωτικό τομέα. Θα φτάσει η στιγμή που η προσφορά κοινωνικών υπηρεσιών, θα πάψει να είναι υπόθεση της πολιτικής ως του υποκειμένου που παράγει κρατική πολιτική και θα γίνουν υποθέσεις της ίδιας της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας (ασφάλεια , υγεία, παιδεία, τουρισμός κλπ).
Ο εθνικισμός της εποχής μας δεν είναι κατά συνέπεια, παρά η έκφραση της διάθεσης για προνομιακή σχέση των «εθνικών καπιταλιστών» που ασχολούνται με το κράτος-έθνος, είτε είναι αυτοί ΜΜΕ, είτε εθνικοί προμηθευτές του συστήματος υγείας, είτε εθνικοί προμηθευτές του στρατού κλπ.
Η Αριστερά με εξαίρεση μικρό κομμάτι της, αυτό που κεντράρει στην αντινεοφιλελεύθερη πολιτική μέσα από την ανασυγκρότηση και την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, εύκολα υιοθέτησε τη λογική του εθνικού συμφέροντος και της συστράτευσης με τον εθνικισμό, κάτω από την επιρροή μιας στρεβλής ερμηνείας του αντιιμπεριαλισμού, με παραδείγματα από τις αποτυχημένες περιπέτειες του ελέγχου της ενέργειας, από τον αμερικάνικο εθνικισμό, ειδικά στο ΙΡΑΚ.
Όπως όμως μας έδειξε η επίθεση του νεοφιλευθερισμού στο ανάξιο κράτος των συντεχνιών, εύκολα μέσα από τους ικανούς μάνατζερ, έγινε κατορθωτό τα φιλέτα του κοινωνικού κράτους να περάσουν στον έλεγχο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, με φαινόμενα που η πλέον σκοτεινή πλευρά τους, ήταν η καταλήστευση των ασφαλιστικών ταμείων. Η Αριστερά ως εγγυητής του κοινωνικού κράτους, πρέπει να καταλάβει, ότι ακόμη και η αποποίηση ευθυνών, αποτελεί ομολογία της χρεοκοπίας, της, ως εγγυητή των κοινωνικών κατακτήσεων.
Εδώ θα ήθελα να επισημάνω ειδικά για την Ελληνική Αριστερά και έναν άλλο παράγοντα , βιωματικό αυτή την φορά, που έπαιξε σημαντικό ρόλο, στην ιδιαίτερη σχέση της με το έθνος. Αυτή ήταν η εμπειρία του ΕΑΜ, που παρά το όνομά του, ούτε μπόρεσε να γίνει στην κυριολεξία εθνικό μέτωπο, αφού εκτός από το ΚΚΕ καμία σοβαρή αστική δύναμη δεν προσέτρεξε στην συγκρότησή του, ώστε να δικαιολογεί το επίθετο εθνική, ούτε στη συνέχεια απετέλεσε τον κορμό της εθνικής ανασυγκρότησης του έθνους-κράτους, αλλά αντίθετα η διάλυσή του με τον εμφύλιο, απετέλεσε κύριο στοιχείο της ανασυγκρότησης.
Η επιλογή της συγκρότησης του ΕΑΜ και όχι κάποιου αντιφασιστικού-αντικατοχικού μετώπου έγινε εξ αιτίας των ιδεολογικών προτεραιοτήτων της ΕΣΣΔ στην άμυνά της στη Γερμανική προέλαση και επειδή μετά τη γραμμή του σοσιαλφασισμού ήταν δύσκολο να φτιαχτεί ένα αντιφασιστικό -αντικατοχικό μέτωπο με τις άλλες δημοκρατικές δυνάμεις.
Την ώρα της κρίσης πηγαίνεις με όποια υλικά έχεις πρόχειρα, δεν προλαβαίνεις να φτιάξεις αυτά που θα ήθελες και η μεταξική Ελλάδα, εθνικισμό παρήγαγε και το ΚΚΕ δεν είχε περιθώρια να διαλέξει κάτι διαφορετικό.
Επανερχόμενος λοιπόν στο γιατί η Ελληνική Αριστερά εγκλωβίστηκε στον εθνικιστικό λόγο, δεν πρέπει να παραβλέψουμε αυτή την κομβική εμπειρία της.
Η μεταβλητότητα των τριών παραγόντων της καπιταλιστικής παραγωγής και ιδιαίτερα η μεταβλητότητα της σταθερής βάσης που αποτελούσε το «εργοστάσιο», η αβεβαιότητα που παράγει η παγκοσμιοποίηση της, η αδυναμία του κράτους να παράσχει επαρκείς απαντήσεις στους εργαζόμενους, οδηγεί στην αναζήτηση λύσεων με δύο δρόμους.
Αφ’ ενός παρατηρείται μια ένταση στον τομέα της εκπαίδευσης των νέων, που όπως είπαμε και στην αρχή, στις 20 πλέον αναπτυγμένες χώρες, το 55% συνεχίζει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η συντριπτική πλειοψηφία μαθαίνει αγγλικά και υπολογιστές, σε βαθμό που όποιος δεν τα ξέρει να θεωρείται πρακτικά αναλφάβητος πλέον. Ίσως ζούμε την πρώτη εποχή που ο γραπτός λόγος, ειδικά αυτός του διαδικτύου, παίζει σημαντικότερο ρόλο από τον προφορικό λόγο στην εργασία αλλά και στην ζωή των ανθρώπων. Αυτή είναι η προετοιμασία της γενιάς της παγκοσμιοποίησης, που λίγη σημασία έχει αν έχει κοσμοπολίτικα ή διεθνιστικά χαρακτηριστικά.
Αφ’ ετέρου οι μεγαλύτερες γενιές αλλά και τα τμήματα της κοινωνίας που αδυνατούν να γίνουν πολίτες της παγκοσμιοποίησης, αντιδρούν προσφεύγοντας σε θεωρίες , μύθους και πρακτικές ξενοφοβικές, εθνικιστικές, με αιχμή και προφανές εφικτό πεδίο άσκησης το ρατσισμό ενάντια στους ξένους εργάτες και τις μειονότητες.
Αυτά τα κομμάτια, είναι πολύ δύσκολο η Αριστερά να τα εκπροσωπήσει και είναι πολύ φυσικό ότι θα βρίσκουν στο ΚΚΕ και στους ποικίλους λενινιστές τον οικείο χώρο, όπου οι συνωμοσιολογίες τους θα μπορούν ευκολότερα να γίνονται ανεκτές ή και να βρίσκουν ερμηνείες.
Ο Λενινισμός έχει μετατραπεί πλέον σε ιδεολογικό άλλοθι , σε μήτρα του ιδιότυπου εθνικισμού της αριστεράς, όπως τον είδαμε να εκφράζεται στο Σχέδιο Ανάν, στο Μακεδονικό, αλλά και στα δημοψηφίσματα για το Ευρωσύνταγμα.
Ο λαϊκισμός είναι ο κοινός τόπος με τα πιο καθυστερημένα πολιτικά μορφώματα, όπως το ΛΑΟΣ και η ΝΔ, που όπως είπαμε και στην αρχική παρατήρηση έχουν γίνει πλέον η περιοχή ό,που βρίσκεται το κέντρο των πολιτικών και ιδεολογικών συζητήσεων τα τελευταία χρόνια.
Η μόνη Αριστερή απάντηση είναι , να καταφέρει να κερδίσει το στοίχημα της εποχής μας. Να μπορέσει δηλαδή η αριστερά, να παράξει πολιτική που θα μπορεί να διευθύνει την παγκοσμιοποίηση.
Η απάντηση στην πρόκληση αυτή, είναι μονόδρομος. Δεν φτάνουν καταγγελίες και ξόρκια, αλλά χρειάζεται να καταφέρει να φτιάξει πολιτικές δομές , ικανές να διαχειριστούν στο εσωτερικό τους , επαρκείς ροές των «Δικτύων παραγωγής», ώστε να της δίνουν μία στοιχειώδη επάρκεια και αυτοτέλεια σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση.
Ένα τέτοιο μέγεθος είναι η ΕΕ.
Προσωπικά είμαι αισιόδοξος για την επίτευξή της.
Η επερχόμενη οικονομική κρίση –στεγαστική πίστη, ακρίβεια του πετρελαίου, αμερικάνικα ομόλογα κλπ- θα την κάνει κοινωνική απαίτηση.
Οι εθνικές περιχαρακώσεις στις οποίες καλεί ο Αριστερός εθνικισμός, είναι φανερό ότι θα χρεοκοπήσουν.
Η Αριστερά πρέπει με συνέπεια να τον απομυθοποιήσει , να αποκαλύψει τον καμουφλαρισμένο σε αντιιμπεριαλισμό εθνικισμό και να οριοθετηθεί σαφώς απ’ αυτόν.
Δεν πιστεύω ότι η συζήτηση εξαντλείται εδώ, αλλά προσπάθησα να την ανοίξω. Ελπίζω να το κατάφερα.
Αθήνα ,17/11/07
Κώστας Ανδρέου