Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Ήταν τελικά ο Τσίπρας ένας "λαϊκιστής" που "αθέτησε τις υποσχέσεις του";

του Άκη Γαβριηλίδη*
Μία πολύ διαδεδομένη αφήγηση για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, την οποία διακινούν με εμφανή απόλαυση και αίσθηση ανωτερότητας διάφοροι σχολιαστές από τα δεξιά και από τα αριστερά, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε και αποτελεί το «νέο ΠΑΣΟΚ», διότι ακολουθεί και αυτός την ίδια πορεία που διήνυσε εκείνο: κατέκτησε την εμπιστοσύνη του λαού με έναν ριζοσπαστικό λόγο που «χάιδευε αυτιά» και «μοίραζε υποσχέσεις», αλλά μόλις ανήλθε στην εξουσία άσκησε μία πολύ λιγότερο ριζοσπαστική πολιτική και δεν εκπλήρωσε τις υποσχέσεις αυτές. Οι ίδιοι σχολιαστές σπεύδουν να διαγνώσουν, με εμφανή λύπη και σιωπηρή χαιρεκακία (ή το αντίστροφο), ότι εξ αυτού του λόγου έχει ήδη φτάσει, ή πρόκειται σύντομα να φτάσει, το «τέλος του ΣΥΡΙΖΑ».
Φυσικά όλα τα πράγματα, μεταξύ αυτών και οι κομματικοί σχηματισμοί, δεν είναι αιώνια. Νωρίτερα ή αργότερα, κάποια στιγμή παύουν να υπάρχουν. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος συλλογισμός έχει μία τουλάχιστον εμφανή ανακολουθία:

το ΠΑΣΟΚ πράγματι σημείωσε εντυπωσιακή άνοδο των ποσοστών του στα τέλη της δεκαετίας του 70 και σχημάτισε κυβέρνηση το 1981. Ωστόσο, εάν πράγματι υπήρξε «προδοσία» και «διάψευση των υποσχέσεων», αυτή δεν φαίνεται να επέφερε κανένα «τέλος» και καμία «διάλυση» του ΠΑΣΟΚ. Το κόμμα αυτό εξάντλησε την τετραετία, μετά επανεξελέγη για άλλη μία την οποία επίσης εξάντλησε, απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση με μεγάλη δυσκολία και για πολύ σύντομο διάστημα και παρέμεινε ενεργός και ισχυρός παράγων της πολιτικής ζωής για άλλες δύο δεκαετίες. Ακόμα και σήμερα είναι υπαρκτό κόμμα με εκπροσώπηση στη βουλή –αν και μικρή φυσικά.

Τι πρέπει να συμπεράνουμε από όλα αυτά; Μεταξύ άλλων ότι, όπως έχω ήδη υποστηρίξει και στο παρελθόν, ήρθε ο καιρός να πετάξουμε στα σκουπίδια τις έννοιες της υπόσχεσης και αποδοχής, δηλαδή την έννοια του συμβολαίου, ως εργαλεία για την κατανόηση της πολιτικής. Πρόκειται για ηθικ(ολογικ)ής και νομικής καταγωγής έννοιες που δεν μας βοηθούν να κατανοήσουμε πώς κινείται το πλήθος. Ήρθε επίσης ο καιρός να ξεφορτωθούμε και μία έννοια με μεγάλο παρελθόν στο λόγο ιδίως της αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων: την έννοια του αιτήματος, και τη σύλληψη του πολιτικού λόγου ως ενός «σχεδίου» το οποίο εν συνεχεία «υλοποιείται». Η πολιτική είναι αλλού∙ πολιτική δεν σημαίνει ότι κάποια κυρίαρχα υποκείμενα συναντώνται και αναθέτουν σε κάποιο άλλο, «ακόμα πιο κυρίαρχο» των πράξεων και των βουλήσεών του υποκείμενο, την «υλοποίηση» ή την «ικανοποίηση» κάποιων αιτημάτων τους (οπότε μετά εξαρτούν τη συνέχιση της υποστήριξής τους προς αυτόν από αυτή την υλοποίηση). Αυτό είναι το σενάριο της κλασικής αστικής πολιτικής φιλοσοφίας τού 17ου και 18ου αιώνα, βασισμένο στο μοντέλο της αγοράς και των συμβάσεων.

Ακόμα και με διάφορες αναπροσαρμογές, μαστορέματα και μπαλώματα περί «ιδανικών ομιλιακών καταστάσεων» ή περί «αλυσίδων ισοδυναμίας σημαινόντων» που προστέθηκαν στα τέλη τού 20ού, το σχήμα αυτό είναι απελπιστικά ανεπαρκές. Μπορεί να εξηγήσει μόνο την κανονικότητα, την ομαλότητα, τη λογοδοσία –δηλαδή την μη πολιτική. Η πολιτική δεν είναι επικοινωνία∙ ή πάντως δεν είναι, ούτε είναι δυνατό ή επιθυμητό να γίνει κάποτε, μια επικοινωνία βάσει κανόνων στην οποία όλα τα μηνύματα να είναι διαφανή, ελέγξιμα και χωρίς παραμορφώσεις. Πολιτική είναι αυτό που ξεφεύγει, που δεν σχεδιάζεται. Είναι ο θόρυβος, το παράσιτο. Πολιτικά ενδιαφέρον και γόνιμο είναι αυτό που αποδιαρθρώνει, όχι αυτό που εγκαθιδρύει καθησυχαστικές ισοδυναμίες.

Ίσως πει κανείς: ωραία, αλλά όλα αυτά είναι «θεωρητικά». Ακόμη και αν ευσταθούν, δεν αναιρούν το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εξελέγη διακηρύσσοντας ότι είναι κατά της λιτότητας, υπερψηφίστηκε γι’ αυτό, αλλά πάλι έχουμε λιτότητα. Δεν συνιστά αυτό ασυνέπεια; Και δεν υπάρχει κίνδυνος να κάνει τους ψηφοφόρους να σκεφτούν ότι «είναι όλοι ίδιοι» και έτσι να οδηγηθούν σε παραίτηση, απογοήτευση, αποστράτευση;

Η απάντησή μου σε αυτό είναι η εξής. Το ερώτημα αν το τάδε κόμμα ή ο τάδε πολιτικός «τήρησε τις υποσχέσεις του» ή «εξαπάτησε το λαό» είναι ένα ερώτημα που τίθεται από τη σκοπιά του πολιτικού συστήματος, όχι από τη σκοπιά του πλήθους. Το να δοθεί μια απάντηση σε αυτό ενδιαφέρει μόνο όποιον θέλει να βαθμολογήσει τους διάφορους μνηστήρες της εξουσίας για να βρει ποιος είναι ο πιο άξιος να κυβερνήσει. Και φυσικά, ακόμη περισσότερο, τους ίδιους τους μνηστήρες –όσους θα επιθυμούσαν να πείσουν ότι αυτοί είναι πιο συνεπείς, πιο αγωνιστικοί, πιο οργανωμένοι, ότι έχουν σχέδιο Β, Γ κ.λπ. ώστε να γίνουν χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη.

Από τη δική μας σκοπιά, όμως, το ερώτημα αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Για μας το κρίσιμο ήταν ότι η συγκεκριμένη «υπόσχεση» κυκλοφόρησε, τέθηκε στην κρίση των πολιτών και μάλιστα εγκρίθηκε. Ακόμη και αν δεν «υλοποιήθηκε», η έγκριση αυτή δεν ήταν μάταια. Ο λόγος επιφέρει αποτελέσματα όχι μόνο όταν «εφαρμόζεται», αλλά και όταν απλώς λέγεται.

Η διεξαγωγή των εκλογών και του δημοψηφίσματος, και τα αποτελέσματά τους, άξιζαν τον κόπο, ό,τι και αν έγινε μετά. Το τι θα γίνει μετά, εξαρτάται από μια απειρία παραγόντων, οι οποίοι είναι αστάθμητοι και δεν είναι στο χέρι κανενός να τους ελέγξει απόλυτα, ούτε καν στο χέρι του «κυρίαρχου». Ασχέτως τούτου, πάντως, με τη διαδικασία αυτή τέθηκε στον δημόσιο χώρο μία πολιτική επιθυμία η οποία προηγουμένως δεν υπήρχε πουθενά∙ έγινε γνωστό ότι η πολιτική αυτή επιθυμία υπάρχει, και μάλιστα είναι πλειοψηφική. Και ότι, άρα, η οικονομική και γενικότερη πολιτική που εφαρμόζεται στην ελληνική κοινωνία δεν αποτελεί δική της επιλογή, μάλιστα είναι αντίθετη προς τις επιλογές της: αποτελεί προϊόν αποικιακής επιβολής.
Κανείς τώρα δεν μπορεί να παριστάνει ότι δεν το ξέρει αυτό. Κανείς δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι η πολιτική αυτή είναι ένα success story που σύντομα θα οδηγήσει στη σωτηρία, στην αποπληρωμή του χρέους και στην ανάπτυξη. Όλοι –όσοι δεν θέλουν να στρουθοκαμηλίζουν για διάφορους λόγους- δεν μπορούν να μην βλέπουν ότι είναι μια πολιτική που εφαρμόζεται με το ζόρι, χωρίς κανείς να πιστεύει σε αυτήν.

Ήταν αρκετό αυτό;

Ακόμη και αυτό το ερώτημα είναι εκτός θέματος. Για να δώσουμε μια απάντηση, πρέπει να προσδιορίσουμε εκ των προτέρων με σαφήνεια ένα κατώφλι, ένα κανονιστικό μέτρο με βάση το οποίο να κριθεί το αρκετό και το ανεπαρκές. Όπως επίσης –και κυρίως- ένα υποκείμενο για το οποίο να είναι επαρκές. Πάντως, αν πάρουμε ως σχετικό, περιγραφικό μέτρο σύγκρισης την αντίδραση του κόσμου, των ανθρώπων τους οποίους αφορά το σενάριο περί «ασυνέπειας» και «εξαπάτησης», μέχρι τώρα δεν έχουμε πολλές ενδείξεις ότι αυτοί «πέφτουν από τα σύννεφα» και προτίθενται να στραφούν προς κάποια άλλη πολιτική επιλογή επειδή υπέστησαν κάποια ματαίωση από τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις.


1 σχόλιο:

  1. γραφετε ενα κουβα μαλακι ς για να δικαιολογησετε την κωλουμπα κ την προδοσια του ελλην. λαου....

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Θέλετε να βάλετε ενεργό link στο σχόλιό σας; BlogU